Από: simerini.sigmalive.com / Γιάννης Γιωργαλλής
Τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο επηρεάστηκαν ή αναμένεται να επηρεαστούν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Υπό κανονικές συνθήκες, τέτοιες εκλογικές διαδικασίες παραμένουν επικεντρωμένες κυρίως στα στενά εθνικά όρια της κάθε χώρας. Εντούτοις, ο πόλεμος έχει φέρει τα πάνω-κάτω στην προεκλογική ατζέντα των υποψηφίων. Για παράδειγμα, στη Γαλλία το στοίχημα των υποψήφιων Προέδρων είναι ποιος θα οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια στον πρώτο σημαντικό πόλεμο της Ευρώπης εδώ και δεκαετίες. Στην Ουγγαρία, ενώ ο προεκλογικός αγώνας παιζόταν αρχικά πάνω στο δίπολο «απολυταρχία» ή φιλελεύθερη δημοκρατία, η συζήτηση στράφηκε προς τον πόλεμο και τις διαφορές ανατολικής και δυτικής Ευρώπης. Στην υποψήφια προς ένταξη χώρα στην ΕΕ, Σερβία, ένας φίλος του Πούτιν θριάμβευσε μεν στις προεδρικές εκλογές, αλλά δέχεται πιέσεις για να τοποθετήσει τη χώρα του μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα δέχθηκαν τα συγχαρητήρια του Βλαντιμίρ Πούτιν και «πρόσκληση» για περαιτέρω στρατηγική σύμπραξη, δίνοντας στον Ρώσο Πρόεδρο μικρές διπλωματικές νίκες, έστω σε επίπεδο συμβολισμού.
Σε αναζήτηση ενός Ευρωπαίου «καπετάνιου»
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία απλώνει τη βαριά σκιά του στις κάλπες των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας. Ήδη άρχισε το φαινόμενο ντόμινο, καθώς ο Πρόεδρος της χώρας, Εμμανουέλ Μακρόν, απολαμβάνει ήδη τους «καρπούς» της δημοτικότητας που του προσφέρει η εισβολή του Πούτιν στη γειτονική του χώρα. Ακόμα και πριν από την εισβολή, ο Μακρόν κατάφερε να κτίσει το προφίλ ενός διεθνούς ηγέτη, ο οποίος στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία αποκλειστικά πάνω στην ενασχόλησή του με το ζήτημα του πολέμου. Ενδεικτικό είναι ότι η εξαγγελία του δεν έγινε με κάποιο διάγγελμα αλλά με μια γραπτή ανακοίνωση, ενώ πραγματοποίησε την πρώτη του προεκλογική συγκέντρωση μόλις μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές.
Ο Μακρόν πριν από την εκλογή του στον προεδρικό θώκο το 2016 είχε υποσχεθεί ότι θα έδινε νέα πνοή στο Ελιζέ, μακριά από τα συμβατικά κομματικά βαρίδια. Τα επόμενα χρόνια καταγράφηκε μια στροφή των πολιτικών του προς τα δεξιά, ειδικά σε ζητήματα μετανάστευσης, εθνικής ασφάλειας και τρομοκρατίας. Αυτό ερμηνεύτηκε από τους ειδικούς ως μια προσπάθεια να αντλήσει ψηφοφόρους από τη δεξαμενή της δεξιάς, η οποία όμως ερχόταν με το ρίσκο να ξενίσει τους κεντρώους και αριστερούς υποστηρικτές του. Αυτός ο φόβος μάλιστα έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα, όταν η Μαρίν Λεπέν τον ξεπέρασε στις δημοσκοπήσεις. Στη συνέχεια, ο Γάλλος Πρόεδρος πλάσαρε τον εαυτό ως ηγέτη της «κρίσης», ο οποίος έβγαλε τη χώρα του από την υγειονομική κρίση και την οδήγησε σε μια κανονικότητα πιο γρήγορα από τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η κρίση στην Ουκρανία, όμως, έδωσε ισχυρή ώθηση στον Γάλλο Πρόεδρο. Όσο οι αντίπαλοί του «σφάζονταν» στα τηλεοπτικά πάνελ, ο Μακρόν βρισκόταν στη Μόσχα για συνομιλίες με τον Πούτιν, με σκοπό να αποτρέψει τον πρόεδρο. Αν και απέτυχαν τελικά αυτές οι διαβουλεύσεις, οι Γάλλοι πολίτες δεν χρέωσαν στον Μακρόν αυτήν την αποτυχία. Σε αυτό βοήθησε η άμεση στήριξή του στις κυρώσεις, παρά την προειδοποίηση ότι η χώρα θα δεχθεί ισχυρό οικονομικό πλήγμα. Πολιτικοί αναλυτές εξηγούν ότι οι πολίτες πάντα υποστηρίζουν έναν αξιόπιστο ηγέτη εν μέσω πολέμου. Δεν είναι ξένο το παράδειγμα του Προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Ζελένσκι. Οι ηγετικές ικανότητές του ανταποκρίνονται ακριβώς στις προσδοκίες των Γάλλων, οι οποίοι βλέπουν στο πρόσωπό του τον αρχηγό μιας παγκόσμιας δύναμης, που έχει λόγο και ρόλο στις εξελίξεις, ευρισκόμενος στη «σωστή» πλευρά της ιστορίας.
Ταυτόχρονα, ο πόλεμος ανάγκασε τους ακροδεξιούς αντιπάλους του Μακρόν να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους πάνω στο ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία και την υποδοχή μεταναστών, με τη Μαρίν Λεπέν να βρίσκεται σε αμηχανία για τους παλιούς δεσμούς της με τον Πούτιν και τον Ερίκ Ζεμούρ να καλείται να εξηγήσει γιατί είχε ευχηθεί να αποκτήσει η Γαλλία έναν «Γάλλο Πούτιν», λέγοντας ότι επιθυμούσε μια γαλλο-ρωσική συμμαχία, στην οποία οι Ρώσοι θα ήταν λιγότερο ισχυροί από τους Γάλλους. Επιπρόσθετα, ο επικεφαλής του αριστερού γαλλικού κόμματος, Ζαν-Λυκ Μελανσόν, καταδίκασε μεν την εισβολή ως «βία που δείχνει υπέρμετρη θέληση για ισχύ», τονίζοντας ότι η Ρωσία αναλαμβάνει την ευθύνη για μια τρομερή ιστορική οπισθοδρόμηση, αλλά κατηγόρησε το ΝΑΤΟ ότι «ώθησε τον Πούτιν στην εισβολή».
Ειδικοί θεωρούν ότι, λόγω του Πούτιν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μακρόν θα αντιμετωπίσει τη Λεπέν στον δεύτερο γύρο, όπως έγινε το 2017. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Μακρόν θα είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών εξασφαλίζοντας το 53% των ψήφων κατά την ψηφοφορία του δεύτερου γύρου απέναντι στη Μαρίν Λεπέν. Κατά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο Εμμανουέλ Μακρόν πιστώνεται με το 26% των ψήφων και ακολουθεί η Μαρίν Λεπέν με 22%, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν με 17%, η Βαλερί Πεκρές με 9%, ο Ερίκ Ζεμούρ με 9% .
Το ευρωπαϊκό «πρόβλημα» Όρμπαν
Ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, φαίνεται ότι θα συνεχίσει να «βασανίζει» τους Ευρωπαίους εταίρους του, με τους αναλυτές να προβλέπουν περισσότερες διαφωνίες και διχασμό σε σχέση με τη στάση του μπλοκ απέναντι στη Ρωσία. Από τις πρώτες στιγμές της επανεκλογής του έριξε τροχιοδεικτικές βολές κατά των Βρυξελλών, προετοιμάζοντας τους γραφειοκράτες για νέες περιπέτειες με φόντο τις ευρωπαϊκές πολιτικές και την εθνική κυριαρχία της χώρας του.
Σε κάθε περίπτωση, η προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων επηρεάστηκε άμεσα από τη ρωσική εισβολή στη γειτονική χώρα της Ουγγαρίας. Μάλιστα, ο Όρμπαν όχι μόνο δεν είχε απώλειες ψηφοφόρων λόγω της στενής του στάσης με τη Ρωσία, αλλά, αντίθετα, επωφελήθηκε παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως εγγυητή της ασφάλειας και της σταθερότητας, ο οποίος δεν θα άφηνε τη χώρα του να εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο στην πολεμική σύρραξη.
Δεν ήταν τυχαία η επίθεση του Ζελένσκι κατά του Όρμπαν για τη στάση του απέναντι στη Μόσχα σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες. Ενώ η Βουδαπέστη είχε καταδικάσει τη ρωσική εισβολή και τάχθηκε υπέρ των κυρώσεων, εναντιώθηκε σε οποιεσδήποτε κυρώσεις της ΕΕ σε ρωσικές αποστολές πετρελαίου και φυσικού αερίου ή δυτικών αποστολών όπλων μέσω ουγγρικού εδάφους στην Ουκρανία.
Θεωρητικά η νίκη του θα μπορούσε να σημάνει ένα ρήγμα στο κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο κατά της Ρωσίας, κυρίως στο ζήτημα των πρόσθετων κυρώσεων. Εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, στις οποίες χαρακτήρισε τον Ζελένσκι ως έναν από τους «αντιπάλους» του κόμματός του, εντάσσοντάς τον στους προσφιλείς τους στόχους, όπως η αριστερά, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και ο Τζορτζ Σόρος.
Από την άλλη, και ο Ζελένσκι φαίνεται να έβαλε τον Όρμπαν στη λίστα των εχθρών του, αφού η δήλωση ότι η Βουδαπέστη είναι έτοιμη να πληρώσει σε ρούβλια το ρωσικό φυσικό αέριο, χαρακτηρίστηκε από το Κίεβο ως «μη φιλική» στάση, που καταστρέφει την ενότητα της ΕΕ. «Αν η Ουγγαρία θέλει πραγματικά να συμβάλει στον τερματισμό του πολέμου, να πώς θα το κάνει: σταματήστε να καταστρέφετε την ενότητα της ΕΕ, υποστηρίξτε τις νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προσφέρετε στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία και μη δημιουργείτε επιπλέον πηγές χρηματοδότησης της ρωσικής πολεμικής μηχανής. Δεν είναι ποτέ πολύ αργά για να πάρετε τη σωστή θέση της ιστορίας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Ουκρανίας, Όλεγκ Νικολένκο.
Η δήλωση αυτή προκάλεσε την οργή της Ουγγαρίας, η οποία διά στόματος του Υπουργού Εξωτερικών, Πέτερ Σιγιάρτο, έκανε λόγο για προσβλητικές δηλώσεις και κάλεσε για εξηγήσεις τον πρέσβη της Ουκρανίας.
Σχοινοβατώντας ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία
Ο εκλογικός θρίαμβος του Αλεξάνταρ Βούτσιτς έρχεται και με το ανάλογο τίμημα, αφού ο επανεκλεγείς Πρόεδρος της Σερβίας θα δοκιμαστεί ακόμα πιο σκληρά στις προσπάθειες ακροβασίας του μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης.
Ενώ το Βελιγράδι λεκτικά ανέφερε ότι υποστηρίζει την Ουκρανία, μέχρι τώρα αρνείται να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, η οποία θεωρείται παραδοσιακός του σύμμαχος. Ειδικοί μάλιστα κατηγόρησαν τον Βούτσιτς ότι έφτασε τις ακροβασίες του σε άλλο επίπεδο. Ενώ διακήρυξε ότι «στηρίζει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας» και η κυβέρνησή του τάχθηκε υπέρ των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών για τη ρωσική επιθετικότητα, αρνήθηκε να συμπορευθεί με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις, επικαλούμενος τη στάση της Ρωσίας να λάβει μέτρα κατά της Σερβίας κατά τον γιουγκοσλαβικό πόλεμο.
Ειδικοί αναφέρουν ότι τα βασανιστικά διλήμματα της Σερβίας πλέον θα είναι πιο έντονα. Ενώ η χώρα θέλει να προσδεθεί στο άρμα της Δύσης, θα είναι δύσκολο λόγω κυρίως της εξάρτησής της από τη ρωσική ενέργεια. Δεν λησμονείται ότι η Μόσχα απολαύει μεγάλου σεβασμού από τον λαό της Σερβίας, με τους επικριτές του Βούτσιτς να τον κατηγορούν ότι ευθύνεται για την προπαγάνδα υπέρ του Πούτιν μέσω κυρίως των κυβερνητικά ελεγχόμενων ΜΜΕ.
Τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, ο Βούτσιτς επισκέφτηκε τον Πούτιν στο Σότσι και έδωσαν τα χέρια για μιαν «απίστευτη» συμφωνία πώλησης φυσικού αερίου, διατηρώντας τις χαμηλές τιμές και αυξάνοντας την προσφορά για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι Βελιγράδι και Μόσχα είναι «στρατηγικοί σύμμαχοι», αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι δύο χώρες δεν είναι τόσο κοντά. Αντίθετα, οι πολιτικοί ηγέτες της Σερβίας φρόντισαν να εμπεδωθεί αυτό το αφήγημα στους Σέρβους πολίτες. Έρευνα που επικαλείται η Politico έδειξε ότι η Ρωσία ήταν μακράν η πιο δημοφιλής επιλογή όταν οι Σέρβοι ρωτήθηκαν σε ποια δύναμη θα έπρεπε να βασίζονται περισσότερο για την εθνική τους ασφάλεια. Η ίδια δημοσκόπηση έδειξε, επίσης, ότι τα δύο τρίτα των Σέρβων είχαν «πολύ θετική» άποψη για τον Πούτιν. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν γιατί η πολιτική ηγεσία της χώρας βρίσκεται σε τόσο αμήχανη θέση, όταν τίθενται υπό αμφισβήτηση οι σχέσεις με τη Ρωσία.
Όσο τραβούν χρονικά οι επιθέσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, τόσο θα αυξάνονται οι πιέσεις της ΕΕ για συμμόρφωση της Σερβίας με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η ΕΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναμένει από τις υποψήφιες χώρες να ακολουθήσουν την εξωτερική πολιτική του μπλοκ. Μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσω ψηφίσματος άσκησε κριτική στη Σερβία για την άρνησή της να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία. Στο εν λόγω ψήφισμα οι ευρωβουλευτές εξέφραζαν λύση για τη μη ευθυγράμμιση της Σερβίας με τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας, η οποία βλάπτει τη διαδικασία ένταξής της στην ΕΕ.