marsjo / pixabay |
Από: sotiriosdemopoulos.blogspot.com - Σωτήρης Ηλιόπουλος
Εξ αυτής της απόψεως, είναι απαραίτητο η Ελλάδα, αν και ορθώς έχει συστρατευτεί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο δυτικό στρατόπεδο απέναντι στην παράνομη ρωσική εισβολή, να μην παρασυρθεί σε προσαρμογές της εξωτερικής της πολιτικής σε άμεσα ή περιφερειακά προβλήματα, με αποκλειστικό γνώμονα την κεντρική αντιπαράθεση για την Ουκρανία, αν αυτές δεν εξυπηρετούν τα εθνικά της συμφέροντα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τον ελληνισμό η βασική απειλή προερχόταν και συνεχίζει να προέρχεται πρωτίστως από τον τουρκικό αναθεωρητισμό, κι οι επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της οφείλουν να στοχεύουν σε κάθε περίπτωση στην αναχαίτισή του.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα διλημμάτων για την ελληνική εξωτερική πολιτική που μπορεί να προκύψουν το επόμενο διάστημα, εξαιτίας των εξελίξεων του πολέμου μπορεί είναι:
Α. Το Κόσοβο. Η αλήθεια είναι ότι το Βελιγράδι, σε μεγάλο βαθμό, κατορθώνει να διατηρεί ακόμη σερβικό πληθυσμό εντός του βορείου Κοσσυφοπεδίου, λόγω της στήριξης που δέχεται από την Μόσχα. Σε διαφορετική περίπτωση, η Πρίστινα θα είχε, μάλλον, ήδη εκδιώξει κάθε σερβικό στοιχείο, και το πιθανότερο είναι ότι θα είχαμε ανησυχητικές εξελίξεις και στην περιοχή του Πρέσεβο και του Μπουγιάνοβατς. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος -μαζί με την στήριξη της Δημοκρατίας της Σέρπσκα στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη- των φιλορωσικών αισθημάτων της Σερβίας, και λιγότερο οι ιστορικοθρησκευτικές σχέσεις με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, η σθεναρή σερβική στάση και η εκκρεμότητα της κατάστασης στο Κόσοβο είναι οι παράγοντες που αποτρέπουν, προς ώρας, την υλοποίηση της δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας, που θα αλλάξει καταλυτικά τους συσχετισμούς στην βαλκανική ενδοχώρα. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι επιδίωξη του ατλαντικού παράγοντα είναι η ένταξη του Κοσόβου στο ΝΑΤΟ, δοθείσης και της παρούσας συγκυρίας. Προκύπτει, όμως, το ερώτημα, ποια πρέπει να είναι η θέση της Αθήνας σε αυτό το ζήτημα, καθώς ακόμη δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο, όπως άλλωστε και η Ισπανία, η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Κύπρος. Να συνταχθεί με την νατοϊκή γραμμή, γνωρίζοντας ότι πιθανώς θα συνδράμει στην ανάδυση ενός μεγάλου αλβανικού κράτους στα βόρεια σύνορά μας, ή να παραμείνει σε θέση αρχής, που σχετίζεται και με την μη αποδοχή των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής του 74 στην Κύπρο, και υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων της στα Βαλκάνια;
Β. Η Συρία. Ο εμφύλιος πόλεμος στην χώρα αυτή προκλήθηκε με φανερή υποστήριξη της Δύσης, αλλά και της Τουρκίας και πολλών αραβικών κρατών, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Αραβική Άνοιξη», με στόχο την ανατροπή του κοσμικού καθεστώτος του Αλαουίτη Μπασάρ αλ Άσαντ. Μια ευρεία συμμαχία σουνιτών, με αιχμή τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, προέλαυναν προς την Δαμασκό, που η πτώση της ήταν σχεδόν βεβαία. Μόνον, η, την υστάτη στιγμή, παρέμβαση του ρωσικού στρατού απέτρεψε την κατάληψη της πρωτεύουσας και ουσιαστικά όλης της Συρίας. Παρά το γεγονός ότι τμήματα της χώρας είναι ακόμη υπό τουρκική κατοχή, τα σημαντικότερα πληθυσμιακά κέντρα έχουν επιστρέψει σε μια κανονικότητα. Και μαζί με αυτά επιβιώνει ακόμη ο, διωκόμενος ανηλεώς από τους τζιχαντιστές, χριστιανικός πληθυσμός. Ο τελευταίος, όχι μόνον ο ορθόδοξος αλλά και όσοι ανήκουν στις αντιχαλκηδόνιες εκκλησίες, διατηρεί ισχυρή την βυζαντινή ανάμνηση και διακατέχεται από φιλελληνικά αισθήματα. Η Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει τον χριστιανικό πληθυσμό, αλλά και μια χώρα, όπως η Συρία, που μπορεί να προσφέρει σημαντική επιρροή σε ολόκληρη την Μέση Ανατολή, επειδή ο Άσαντ στηρίζεται και από την Μόσχα;
Γ. Η Αρμενία. Η χώρα αυτή της Υπερκαυκασίας χρωστάει την ύπαρξή της αποκλειστικά στην ρωσική στρατιωτική ισχύ. Αν η Μόσχα δεν είχε επέμβει, έστω και με τον μακιαβελικό τρόπο που το έκανε, ώστε να εξασφαλίσει την νομιμότητα της στρατιωτικής της παρουσίας στην περιοχή αλλά και να μην διαρραγούν οι σχέσεις της με το Μπακού, ολόκληρο το Ναγκόρνο Καραμπάχ θα είχε καταληφθεί. Κανείς δεν θα υπεράσπιζε τους Αρμένιους απέναντι στην επέλαση των Αζέρων και των Τούρκων. Η εξ ανάγκης από πλευράς Ερεβάν έναρξη διπλωματικών επαφών με την Άγκυρα δεν πρέπει να μας παραπλανήσει. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υφίσταται υπαρξιακή απειλή για την ίδια την Αρμενία. Χαρακτηριστική των προθέσεων Μπακού και Άγκυρας υπήρξε η προ ολίγων ημερών προέλαση του αζερικού στρατού εντός του Ναγκόρνο Καραμπάχ και η κατάληψη της περιοχής Φουρούχ, που βρίσκεται εντός των ορίων επίβλεψης της ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, η λογική λέει ότι η Ελλάδα οφείλει να συνεχίζει να στηρίζει σθεναρά την Αρμενία απέναντι στις αζερικές και τουρκικές προκλήσεις.
Δ. Τα κράτη της Κεντρικής Ασίας. Τα τουρκόφωνα κράτη της Κ. Ασίας θα είχαν βρεθεί εδώ και δεκαετίες υπό την άμεση επιρροή της Άγκυρας, αν δεν υφίστατο η ρωσική παρουσία εντός αυτών, με έντονη την οικονομική αλληλεξάρτηση αλλά, και σε κάποιες περιπτώσεις, και την στρατιωτική παρουσία. Το κολοσσιαίο δίκτυο Γκιουλέν, που δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1990, είχε προετοιμάσει το έδαφος για την στροφή της Κ. Ασίας προς την Τουρκία. Μπορεί το δίκτυο να αποδυναμώθηκε από την σύγκρουση μεταξύ των δύο παλαιών συνεταίρων Ερντογάν και Γκιουλέν, ωστόσο αυτό που καθόρισε την νέα πραγματικότητα ήταν η επανάκαμψη της Μόσχας στις περισσότερες χώρες της Κ. Ασίας, με πλέον πρόσφατη στην μεγαλύτερη από αυτές, το Καζακστάν. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν τα ελληνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα με το παρόν ισοζύγιο επιρροής, και τον ρωσο-κινεζικό-τουρκικό ανταγωνισμό, ή με μια ανατροπή του υπέρ της Άγκυρας.
Ε. Η Κύπρος. Η εμμονή συγκεκριμένων δυτικών χωρών για «λύση» του Κυπριακού, που θα εντάσσεται σε μια συνολικότερη προώθηση των συμφερόντων τους στην Ανατολική Μεσόγειο είναι γνωστή. Έχει άλλωστε εκδηλωθεί, χωρίς αναστολές, σε όλες τις απόπειρες επιβολής ανάλογων σχεδίων στο παρελθόν, με κορυφαία αυτή του «σχεδίου Ανάν». Ποιος είναι ο πυρήνας αυτών των προτάσεων; Η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντικατάστασή της από ένα κρατικό μόρφωμα, με χαλαρή κεντρική εξουσία, με ισχυρή την παρεμβατικότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας και άρα της Τουρκίας, με προκαθορισμένα όρια άσκησης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, και με εξασφάλιση της απρόσκοπτης παραμονής των βρετανικών βάσεων. Προοπτική που ελάχιστα ικανοποιεί την πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού πληθυσμού, παρά την ραγδαία ελάττωση των προσδοκιών του και την ανηλεή προπαγάνδα της «όποιας λύσης». Γεγονός αναμφίβολο είναι ότι η Λευκωσία έβρισκε σε όλη την μακρά περίοδο από το 1974 και εντεύθεν την σταθερή στήριξη της Μόσχας. Προφανώς, η ρωσική συνέπεια έχει τους δικούς της λόγους, όπως η αποτροπή της πρόσδεσης της Κύπρου στο νατοϊκό στρατόπεδο, και η συνέχιση της ευρείας ρωσικής οικονομικής δραστηριότητας στο νησί. Όμως, ανεξαρτήτως των ιδιοτελών στόχων, υπάρχει μια σύγκλιση συμφερόντων, που συνιστά ως γνωστόν και το ουσιαστικό υπόβαθρο των διεθνών συμμαχιών.
Σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη την τουρκοϊσραηλινή προσέγγιση, και την ανάγκη της Δύσης να διαμορφώσει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την ραγδαία μείωση του ρωσικού αποτυπώματος στην Κυπριακή Δημοκρατία, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί νέο σχέδιο λύσης. Από την πλευρά της η Άγκυρα δείχνει ότι είναι έτοιμη για νέες προτάσεις που θα την εντάσσουν στο νέο σχήμα που διαμορφώνεται. Άλλωστε και οι ΗΠΑ έστειλαν το κατάλληλο σήμα, απαξιώνοντας την κατασκευή του EastMed, που δυστυχώς λειτούργησε μόνον σαν μοχλός διπλωματικής πίεσης για τους Τούρκους. Η Κύπρος, δεδομένου ότι ένας αγωγός φυσικού αερίου από το Ισραήλ προς την Ευρώπη, μέσω Τουρκίας, δεν μπορεί να περάσει από τα χωρικά ύδατα του Λιβάνου και της Συρίας, καθίσταται ο απαραίτητος ενδιάμεσος κόμβος.
Προηγουμένως, όμως, απαιτείται να βρεθεί μια λύση. Και η πιθανότερη λύση ίσως είναι αυτή που προωθούν μετ’ επιτάσεως οι Βρετανοί: ένα μοντέλο συνομοσπονδίας, που θα σημάνει το τέλος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ίσως την αρχή του τέλους της ελληνοκυπριακής παρουσίας.Το ερώτημα είναι, απέναντι σε ένα νέο σχέδιο για το Κυπριακό, βασισμένο σε μια λογική απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο για την Ευρώπη, κι εφόσον θα έχει τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά, ο ελληνισμός θα είναι υποχρεωμένος να το αποδεχθεί;