Τι αναφέρει η νέα απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών για τον έλεγχο των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών
Από: sofokleousin.gr
Εκτός φορολογικών ελέγχων βρίσκονται οι καταθέσεις του έτους 2015 και προηγουμένων, μετά και τη νέα απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έσβησαν πρόστιμα και προσαυξήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, που είχαν καταλογιστεί σε φορολογούμενο καταθέτη.
Ειδικότερα το δικαστήριο, με την υπ. Α5185/9.5.2022 απόφασή του, αποφάνθηκε πως, οι τραπεζικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς η δυνατότητα της Εφορίας να ελέγξει τις κινήσεις τους, περιορίζεται στην πενταετία.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι, η Εφορία δεν μπορεί να ελέγξει φέτος τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του έτους 2015, καθώς έχει παραγραφεί το δικαίωμά της για έλεγχο, όπως και για τα προηγούμενα έτη.
Άλλωστε στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει γράψει το «Σin» oι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές της ΑΑΔΕ, έχουν θέσει στο στόχαστρο τις τραπεζικές καταθέσεις του 2016, ο έλεγχος των οποίων παραγράφεται στις 31 Δεκεμβρίου 2022.
Αντίθετα, ανοιχτές προς έλεγχο για μια δεκαετία είναι οι καταθέσεις των Ελλήνων φορολογουμένων, που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού.
Το σκεπτικό του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών για τις καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες είναι ότι η Εφορία έχει το περιθώριο στη διάρκεια της πενταετία να ελέγξει τους καταθέτες.
Οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών σε εγχώριες τράπεζες, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς, δεν μπορούν να επεκτείνουν την περίοδο παραγραφής πέραν της 5ετίας, που είναι η γενική προθεσμία ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων.
Ειδικότερα, με βάσει τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί έως τώρα, δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς δεν μπορούσαν να επεκτείνουν τον χρόνο της παραγραφής από τα 5 στα 10 χρόνια, εκείνα που αφορούν:
Αντίθετα, στη δεκαετία παραγράφονται οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού.
Εκτός φορολογικών ελέγχων βρίσκονται οι καταθέσεις του έτους 2015 και προηγουμένων, μετά και τη νέα απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έσβησαν πρόστιμα και προσαυξήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, που είχαν καταλογιστεί σε φορολογούμενο καταθέτη.
Ειδικότερα το δικαστήριο, με την υπ. Α5185/9.5.2022 απόφασή του, αποφάνθηκε πως, οι τραπεζικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς η δυνατότητα της Εφορίας να ελέγξει τις κινήσεις τους, περιορίζεται στην πενταετία.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι, η Εφορία δεν μπορεί να ελέγξει φέτος τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του έτους 2015, καθώς έχει παραγραφεί το δικαίωμά της για έλεγχο, όπως και για τα προηγούμενα έτη.
Άλλωστε στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει γράψει το «Σin» oι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές της ΑΑΔΕ, έχουν θέσει στο στόχαστρο τις τραπεζικές καταθέσεις του 2016, ο έλεγχος των οποίων παραγράφεται στις 31 Δεκεμβρίου 2022.
Αντίθετα, ανοιχτές προς έλεγχο για μια δεκαετία είναι οι καταθέσεις των Ελλήνων φορολογουμένων, που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού.
Το σκεπτικό του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών για τις καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες είναι ότι η Εφορία έχει το περιθώριο στη διάρκεια της πενταετία να ελέγξει τους καταθέτες.
Οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών σε εγχώριες τράπεζες, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς, δεν μπορούν να επεκτείνουν την περίοδο παραγραφής πέραν της 5ετίας, που είναι η γενική προθεσμία ελέγχου των φορολογικών υποθέσεων.
Ειδικότερα, με βάσει τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί έως τώρα, δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς δεν μπορούσαν να επεκτείνουν τον χρόνο της παραγραφής από τα 5 στα 10 χρόνια, εκείνα που αφορούν:
- Κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να τα αναζητήσει από τις τράπεζες).
- Εμβάσματα τα οποία έφυγαν από ελληνικές προς ξένες τράπεζες, καθώς το δικαστήριο θεωρεί ότι η ΑΑΔΕ είχε τον χρόνο (πενταετία) να ερευνήσει τα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες.
Αντίθετα, στη δεκαετία παραγράφονται οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, που βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού.
Τι αναφέρει η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Το επίμαχο εδάφιο της υπ. Αρ. Α5185/9.5.2022, απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναφέρει τα ακόλουθα:
«Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 (περίπτωση β΄) του άρθρου 84 του ΚΦΕ, το δικαίωμα του Δημοσίου προς κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης φόρου εισοδήματος, αλλά, κατά παρέκκλιση του κανόνα αυτού, η παραγραφή καθίσταται δεκαετής, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση, στην οποία η διαπίστωση της παράβασης ερείδεται σε στοιχεία («συμπληρωματικά»), που περιήλθαν στην αρμόδια για τον καταλογισμό φορολογική αρχή μετά την ως άνω πενταετία.
Κατά την έννοια δε της ως άνω διάταξης, ως συμπληρωματικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν για την εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, νοούνται εκείνα, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψιν της η φορολογική αρχή κατά την ανωτέρω πενταετία.
Συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα, τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψιν από αυτήν είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προβλεπόμενα στο νόμο προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας.
Περαιτέρω, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της τήρησης της προβλεπόμενης από το νόμο υποχρέωσης δήλωσης του φορολογητέου εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης στο ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 1 πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή.
Τούτων δοθέντων, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) την επιμήκυνση της – κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς – προθεσμίας παραγραφής.
Πράγματι, εάν θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία μπορούν να αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειονότητα αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών.
Επιπροσθέτως, ένας τέτοιος κανόνας, ορίζοντας τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής (δεκαετία), διπλάσιο του κατ’ αρχήν προβλεπόμενου (και δη ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή/και της βαρύτητας, από άποψης ποσού, της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για το Δημόσιο (όσον αφορά στη φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, τη δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των διοικουμένων, την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών κ.λπ.), ενόψει των οποίων θα έβαινε εμφανώς πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και την καταστολή της φοροδιαφυγής από μια σύγχρονη, καλά οργανωμένη και επιμελή φορολογική Διοίκηση.
Και τούτο, διότι ο λόγος της ανωτέρω επιμήκυνσης της προθεσμίας παραγραφής θα συνίστατο στην όψιμη (μετά την πάροδο της πενταετίας) συλλογή και εκτίμηση από τη φορολογική αρχή στοιχείων περί των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων, μέσω του ελέγχου του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ο οποίος αποτελεί βασικό εργαλείο και τακτικό μέσο που έχει στη διάθεσή του, εδώ και πολλά χρόνια, ο φορολογικός έλεγχος και πρέπει να εφαρμόζεται ορθολογικά και επίκαιρα, με την κατάλληλη αξιοποίηση και της σύγχρονης τεχνολογίας (ΣτΕ 2354/2018, 172-173/2018)».
Το επίμαχο εδάφιο της υπ. Αρ. Α5185/9.5.2022, απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναφέρει τα ακόλουθα:
«Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 (περίπτωση β΄) του άρθρου 84 του ΚΦΕ, το δικαίωμα του Δημοσίου προς κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης φόρου εισοδήματος, αλλά, κατά παρέκκλιση του κανόνα αυτού, η παραγραφή καθίσταται δεκαετής, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση, στην οποία η διαπίστωση της παράβασης ερείδεται σε στοιχεία («συμπληρωματικά»), που περιήλθαν στην αρμόδια για τον καταλογισμό φορολογική αρχή μετά την ως άνω πενταετία.
Κατά την έννοια δε της ως άνω διάταξης, ως συμπληρωματικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν για την εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, νοούνται εκείνα, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψιν της η φορολογική αρχή κατά την ανωτέρω πενταετία.
Συνεπώς, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία εκείνα, τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 84 πενταετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψιν από αυτήν είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας πενταετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προβλεπόμενα στο νόμο προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας.
Περαιτέρω, μεταξύ των βασικών και τακτικών μέσων του φορολογικού ελέγχου της τήρησης της προβλεπόμενης από το νόμο υποχρέωσης δήλωσης του φορολογητέου εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός της προβλεπόμενης στο ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 1 πενταετίας, είναι και η εξέταση του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογουμένου στην ημεδαπή.
Τούτων δοθέντων, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν (ενόψει και των επιταγών της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας) την επιμήκυνση της – κατ’ αρχήν οριζόμενης πενταετούς – προθεσμίας παραγραφής.
Πράγματι, εάν θεωρηθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία μπορούν να αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής δεν θα είχε κατ’ ουσίαν πεδίο εφαρμογής και η εμφανιζόμενη ως παρέκκλιση δεκαετής παραγραφή θα καθίστατο ο κανόνας, δεδομένου ότι, αν όχι το σύνολο των φορολογουμένων, εν πάση περιπτώσει, η συντριπτική πλειονότητα αυτών τηρούσε ήδη από πολλών ετών και εξακολουθεί να τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν είναι πλέον δυνατή η πραγματοποίηση μεγάλου πλήθους συναλλαγών.
Επιπροσθέτως, ένας τέτοιος κανόνας, ορίζοντας τόσο μακρύ χρόνο παραγραφής (δεκαετία), διπλάσιο του κατ’ αρχήν προβλεπόμενου (και δη ανεξαρτήτως των συνθηκών τέλεσης ή/και της βαρύτητας, από άποψης ποσού, της αποδιδόμενης φοροδιαφυγής), εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα, τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για το Δημόσιο (όσον αφορά στη φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων, τη δυνατότητα προσήκουσας άμυνας των διοικουμένων, την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών κ.λπ.), ενόψει των οποίων θα έβαινε εμφανώς πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο και εύλογο για τον εντοπισμό και την καταστολή της φοροδιαφυγής από μια σύγχρονη, καλά οργανωμένη και επιμελή φορολογική Διοίκηση.
Και τούτο, διότι ο λόγος της ανωτέρω επιμήκυνσης της προθεσμίας παραγραφής θα συνίστατο στην όψιμη (μετά την πάροδο της πενταετίας) συλλογή και εκτίμηση από τη φορολογική αρχή στοιχείων περί των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων, μέσω του ελέγχου του υπολοίπου και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ο οποίος αποτελεί βασικό εργαλείο και τακτικό μέσο που έχει στη διάθεσή του, εδώ και πολλά χρόνια, ο φορολογικός έλεγχος και πρέπει να εφαρμόζεται ορθολογικά και επίκαιρα, με την κατάλληλη αξιοποίηση και της σύγχρονης τεχνολογίας (ΣτΕ 2354/2018, 172-173/2018)».