Aπό: Δρόμος της Αριστεράς - Ιάσονας Κωστόπουλος
Period of Notice ονομάζεται η χρονική διάρκεια κατά την οποία ένας υπάλληλος οφείλει να ειδοποιήσει τον εργοδότη του πριν την ημερομηνία παραίτησής του και αντίστοιχα ο εργοδότης τον υπάλληλο πριν την ημερομηνία απόλυσής του. Αυτό μπορεί από την μια να εξασφαλίζει σχετικά τον εργαζόμενο, ωστόσο κυρίαρχα εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης, ώστε να μην μπορεί να «εκβιαστεί» ή να εκτεθεί από μια ξαφνική αποχώρηση. Αυτή η ρύθμιση εφαρμόζεται και σε εμπορικές αλλά και διπλωματικές συμφωνίες και συνήθως διαρκεί από μερικούς μήνες μέχρι ένα χρόνο. Κάτι που δεν ισχύει για την νέα ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία, η οποία έπειτα από το πέρας μιας πενταετίας θα ανανεώνεται αυτόματα και για την καταγγελία της θα χρειάζεται ένα Period of Notice δύο χρόνων. Αν όμως στην περίπτωση της εργασίας αυτό παρέχει μια σχετική ασφάλεια στον εργαζόμενο, με κόστος βέβαια την απώλεια διαπραγματευτικών μέσων, στην περίπτωση των βάσεων στη χώρα μας, το μόνο που συμβαίνει είναι το δεύτερο, η απώλεια διαπραγματευτικών μέσων. Για την ακρίβεια, μέσα σε δύο χρόνια όχι μόνο μπορούν να βρεθούν εναλλακτικές αλλά επίσης να εκβιαστεί πολλαπλά η χώρα για να αποτραπεί η όποια κίνηση καταγγελίας.
Αυτό βέβαια είναι μια μοναχά από τις πλευρές της ανανεωμένης αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας-ΗΠΑ. Επιπρόσθετα μονιμοποιείται και επεκτείνεται η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Σούδα, όπου μάλιστα θα υπάρξει και σημαντική αναβάθμιση, στο Στεφανοβίκειο, το Λιτόχωρο, τον Βόλο και την Αλεξανδρούπολη. Ολόκληρη η χώρα μετατρέπεται επί της ουσίας σε χώρο επιρροής των ΗΠΑ, είτε στρατιωτικά με τις βάσεις να απλώνονται σε ολόκληρη την επικράτεια είτε ενεργειακά αφού πλέον η Αλεξανδρούπολη θα είναι και ενεργειακός κόμβος –αμερικανικών συμφερόντων βεβαία– με την πλατφόρμα LNG που θα φιλοξενεί στο λιμάνι της. Βέβαια το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν π.χ η Αλεξανδρούπολη θα γίνει στρατιωτικός και ενεργειακός κόμβος, αλλά κατά πόσο θα λογίζεται ελληνική μια περιοχή που θα φιλοξενεί μια τεράστια βάση και μια πλατφόρμα αερίου των ΗΠΑ. Αυτή είναι άλλωστε και η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης και των ελίτ, είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις μπίζνες και για το σκοπό αυτό εκχωρούμε τη χώρα, λίγη-λίγη, σε ζώνες ανάλογα με την περίπτωση.
Όσο δε για τα ανταλλάγματα επί της ουσίας στην εν λόγω συμφωνία η χώρα δεν πήρε κανένα, μόνο έδωσε. Η συμφωνία θα κεφαλαιοποιηθεί από τις ελληνικές ελίτ στην ενέργεια και τις μεταφορές. Όσο δε για τις εγγυήσεις ασφάλειας που υποτίθεται ότι παρέχει η επιπλέον αμερικανική παρουσία, αυτό έχει αποδειχθεί πολλαπλά εσφαλμένο
Όσο δε για τα ανταλλάγματα επί της ουσίας στην εν λόγω συμφωνία η χώρα δεν πήρε κανένα, μόνο έδωσε. Η συμφωνία θα κεφαλαιοποιηθεί από τις ελληνικές ελίτ στην ενέργεια και τις μεταφορές. Όσο δε για τις εγγυήσεις ασφάλειας που υποτίθεται ότι παρέχει η επιπλέον αμερικανική παρουσία, αυτό έχει αποδειχθεί πολλαπλά εσφαλμένο. Ιστορικά η πρόσδεση της χώρας στις ΗΠΑ δεν έφερε την αποκλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά, αλλά και πρόσφατα η ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου, όχι απλά δεν μείωσε αλλά αύξησε την τουρκική επιθετικότητα, αφού γκρίζαρε ολόκληρη την περιοχή. Ούτε βεβαία, σε όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει λάβει κάποια ουσιαστική βοήθεια από τους «συμμάχους», άσχετα αν είναι «δεδομένος φίλος» όπως λέει και ο Κ. Μητσοτάκης. Αντίθετα, μέσα σε λίγους μόλις μήνες η πολιτική αυτή έχει να απολογίσει τη μετατροπή της χώρας σε εν δυνάμει ρώσικο στόχο, την περίοδο μιας εκτεταμένης ανάφλεξης στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ παράλληλα οι ΗΠΑ βρίσκονται στα πρόθυρα νέας εξοπλιστικής συμφωνίας με την Τουρκία. Λαμπρά!
Βουλή: Στα βασικά συμφωνία
Η στρατιωτική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ κυρώθηκε από την Ελληνική Βουλή με 181 ψήφους υπέρ από τη Ν.Δ. και το ΚΙΝΑΛ, εν μέσω εντάσεων και αντεγκλήσεων ανάμεσα στα κόμματα. Με την τριάδα ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ.-ΚΙΝΑΛ να διαφωνούν για τις λεπτομέρειες της συμφωνίας και το αποτέλεσμα των όποιων διαπραγματεύσεων, στη βάση πάντα της από κοινού σύμπνοιας για την αναγκαιότητα επίτευξης των γενικών αξόνων της συμφωνίας. Επί της ουσίας, όλη η ένταση αφορούσε όχι τον στρατηγικό προσανατολισμό της εξωτερικής μας πολιτικής, όπως ίσως θα επέβαλε η κοινή λογική, αλλά τη διαπραγματευτική ικανότητα των παρατάξεων και την αποτίναξη της από κοινού ευθύνης για την παράδοση της χώρας στις ΗΠΑ – και μάλιστα άνευ ανταλλάγματος.
Από μεριάς της Ν.Δ. ο Κ. Μητσοτάκης παρουσίασε τη συμφωνία ως ιστορική νίκη της χώρας, αφού επιτυγχάνει τη διεύρυνση των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και παράλληλα μετατρέπει την Ελλάδα σε βασικό συνομιλητή τους στην περιοχή. Επιπλέον, η παρουσία σε αμερικανικής βάσης στην «ευαίσθητη» –σύμφωνα με τον πρωθυπουργό– περιοχή της Θράκης είναι ευεργετική, προωθεί τη σταθερότητα και την ανάπτυξη και εντάσσεται στη γενικότερη ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό κόμβο. Μάλιστα, σε επόμενες παρεμβάσεις του τόνισε πως μια στάση ουδετερότητας, θα οδηγούσε σε επικίνδυνη μοναξιά, καθώς και ότι ο ρόλος του προκεχωρημένου φυλακίου του ΝΑΤΟ στη Ν.Α. Μεσόγειο δεν είναι μια επιλογή αλλά μια γεωγραφική –και άρα αναπότρεπτη– πραγματικότητα. Ενώ δεν παρέλειψε καθόλη τη διάρκεια των τοποθετήσεών του να «θυμίζει» πως η συγκεκριμένη συμφωνία, αποτελεί άμεση απόρροια των κινήσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Είτε αφύλακτο είτε προστατευμένο φυλάκιο, το γεγονός είναι ότι η χώρα δένεται σε ένα επιθετικό άρμα που δεν αναζητεί φυλάκια αλλά ορμητήρια για ακόμη μεγαλύτερες αναστατώσεις
Από την άλλη μεριά η αξιωματική αντιπολίτευση δια στόματος του Α. Τσίπρα, στάθηκε στην επ’ αόριστον διάρκεια της συμφωνίας, αποφεύγοντας όμως να απαντήσει στο αν προτίθεται να την ακυρώσει εφόσον εκλεγεί. Επιπρόσθετα, επικέντρωσε την κριτική του στα ανταλλάγματα που θα όφειλε να πάρει η χώρα για μια τέτοια συμφωνία, θεωρώντας την υπάρχουσα ανεπαρκή. Όσο για τις αντεγκλήσεις με τη Ν.Δ. ότι η συμφωνία αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η διαφορά εντοπίστηκε στην «ποιότητα» της διαπραγμάτευσης. Αντίστοιχα και το ΚΙΝΑΛ, το οποίο υπερψήφισε τη συμφωνία το έκανε με μισή καρδιά, αφού προωθεί τη μέγιστη δυνατή εθνική συναίνεση, αν και το ίδιο θα ήθελε μια καλύτερη διαπραγμάτευση. Εν ολίγοις, η χώρα δεν χρειάζεται πολιτική αλλά έναν καλό διαπραγματευτή-ντίλερ, που να μπορεί να μοιράζει αποτελεσματικά τα προικιά της χώρας.
Αυτό που ίσως είχε περισσότερο ενδιαφέρον στην Ολομέλεια της Βουλής, είναι ο ρόλος που παίζει ο αμερικανικός παράγοντας, ακόμη και ο Αμερικανός πρέσβης στις τοποθετήσεις των συστημικών κομμάτων. Δεν είναι μόνο η τοποθέτηση του Κ. Μητσοτάκη, που θέλει τον Α. Τσίπρα να πήρε άδεια από τον κ. Πάιατ «να πει και δυο κουβέντες παραπάνω», αλλά το βασικότερο είναι η σύμπνοια όλων των συστημικών κομμάτων στην ανάδειξη των ΗΠΑ και της δυτικής συμμαχίας ως μοναδικού εγγυητή της ύπαρξης μας. Ακόμη και τα επιχειρήματα ενάντια στην ανάδειξη της χώρας σε «δεδομένο σύμμαχο», θα ήθελαν απλά ως απάντηση είτε περισσότερες εγγυήσεις από τις ΗΠΑ είτε ακόμη και μεγαλύτερη εξάπλωση τους με μια βάση π.χ στα νησιά (!).
Εξάλλου είτε αφύλακτο είτε προστατευμένο φυλάκιο, το γεγονός είναι ότι η χώρα δένεται σε ένα επιθετικό άρμα που δεν αναζητεί φυλάκια αλλά ορμητήρια για ακόμη μεγαλύτερες αναστατώσεις, που εντείνουν τις αποσταθεροποιητικές τάσεις και τους κινδύνους σε ολόκληρη την περιοχή.
Νέα συμφωνία, νέος πρέσβης
Ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ, ο κ. Τζορτζ Τζέιμς Τούνης, αφίχθη στη χώρα για να αναλάβει το πόστο του, με τις αμέριστες ευλογίες του εγχώριου πολιτικού συστήματος, σε μια μετάβαση που από πολλούς θεωρείται θετική εξέλιξη. Ο κ. Τούνης είναι ελληνικής καταγωγής, ενεργό και επιφανές μέλος της ελληνικής κοινότητας των ΗΠΑ, σπόνσορας της κυβέρνησης Μπάιντεν και φίλος του κ. Μενέντεζ. Έτσι, ενώ δεν είναι επαγγελματίας διπλωμάτης, είναι μέρος του βαθιού συστήματος των ΗΠΑ. Πράγμα, που σε μια περίοδο όπου ο πρωθυπουργός εξηγεί στις τοποθετήσεις του πως λειτουργεί το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, φαντάζει για πολλούς γεγονός θετικό για τη χώρα μας.
Παράλληλα, έχει διατελέσει διευθυντής στην Chartwell Hotels και άλλα ιδρύματα και επιχειρήσεις και ως εκ τούτου φαίνεται πως γνωρίζει από τουρισμό και επιχειρηματικότητα, ότι ακριβώς δηλαδή θα ήθελαν και οι εγχώριες ελίτ. Μάλιστα, μεταξύ άλλων φρόντισε άμεσα να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών, την υπουργό Παιδείας και τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, δείχνοντας από την πρώτη κιόλας στιγμή τα πεδία στα οποία θα επικεντρωθεί την αμέσως επόμενη περίοδο. Άλλωστε, είναι γνωστές οι επιδιώξεις της πρεσβείας για την αναδιάρθρωση και την ιδιωτικοποίηση της παιδείας αλλά και την εξάπλωση της εξάρτησης της χώρας και στον ψηφιακό τομέα. Όσο δε για τα διπλωματικά του διαπιστευτήρια, αυτά δεν είναι απαραίτητα στην περίπτωση μας, εξάλλου εμείς είμαστε «δεδομένοι σύμμαχοι».