Από: militaire.gr - Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Δυο από αυτές καταγράφονται σήμερα, είναι συγκλονιστικές και συμπληρώνουν το πάζλ αυτής της φοβερής εποχής…
ΟΙ ΙΝΔΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Μια όχι ιδιαίτερα μελετημένη πτυχή των Δεκεμβριανών, είναι η συμμετοχή των αποικιακών στρατευμάτων της 4ης Ινδικής Μεραρχίας στο πεδίο των μαχών.
Η 4η Ινδική Μεραρχία που θα μεταφερθεί στην Ελλάδα, έχοντας προηγουμένως λάβει μέρος στην περίφημη μάχη του Μόντε Καζίνο, αποτελούνταν από τρεις ταξιαρχίες: την 7η και την 11η Ταξιαρχία, που θα εγκατασταθούν σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα, αντίστοιχα, τον Νοέμβριο του 1944, και την 5η Ταξιαρχία, που θα σταλεί απευθείας από την Ιταλία στην Αθήνα για τη μάχη των Δεκεμβριανών.
Κατά πάγια πρακτική, επικεφαλής τους ήταν Βρετανοί αξιωματικοί, ενώ καμία ταξιαρχία δεν περιλάμβανε αμιγώς ινδικά τάγματα.
Η 5η Ινδική Ταξιαρχία αποτελούνταν από ένα βρετανικό τάγμα (1/4 Essex) και δύο ινδικά (1/9 Γκούρκας και 3/10 Βαλούχις), που θα αποβιβαστούν στον Πειραιά τη 10η Δεκεμβρίου.
Στο χρονικό εκείνο σημείο της μάχης, ο Πειραιάς ήταν σχεδόν υπό τον πλήρη έλεγχο του ΕΛΑΣ.
Η αποστολή της 5ης Ταξιαρχίας συνίστατο στην εκκαθάριση της πειραϊκής χερσονήσου και την αποκατάσταση της επικοινωνίας Φαληρικού Δέλτα και λιμένα.
Για την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας λόφου της Καστέλας αποφασίστηκε τη 15η Δεκεμβρίου νυχτερινή επίθεση από Γκούρκας, την οποία και έφεραν εις πέρας μέχρι το πρωί.
Την 22α Δεκεμβρίου οι μονάδες της 5ης Ινδικής Ταξιαρχίας μεταφέρθηκαν με αποβατικά πλοιάρια από την Καλίπολη στη Δραπετσώνα, με στόχο την εκκαθάριση του κεντρικού λιμένα.
Έτσι, συνέβαλαν στην εκκαθάριση της περιοχής του Πειραιά, που κατέστησε δυνατή την αποβίβαση των ενισχύσεων, που συνεχώς κατέφταναν, και την προώθησή τους στην Αθήνα.
Οι Χίτες, σύμφωνα με τον Φοίβο Τσέκερη, αναπαράγουν τον μύθο για τους Γκούρκας, ώστε να προκαλέσουν τον φόβο στους Ελασίτες: «μιλούσαν με θαυμασμό για την πολεμική αρετή των μαύρων Ζουλού, που ήταν τόσο αιμοχαρείς, ώστε αν δεν έπιαναν Ελασίτες πάνω στη μάχη, τρυπούσαν με τα μαχαίρια τα δικά τους χέρια για να τρέξει αίμα».
Ο απόηχος των Γκούρκας ως «άγριων πολεμιστών που με άναρθρες κραυγές και κρατώντας μεγάλα μαχαίρια ανάμεσα στα δόντια ξεκαθαρίζουν τα πάντα» φτάνει και στο Κολωνάκι, όπου μένει η Αλεξ Ζάννου, γόνος της οικογένειας Δραγούμη.
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΑΖΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟΝΟΘΥΕΛΛΑ
Το συγκλονιστικό περιστατικό, που συνέβη στα Άγραφα, στον αυχένα της Νιάλας και ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, είναι από τα συγκλονιστικότερα.
Το γεγονός συνέβη τον Απρίλιο του 1947 και καταγράφηκε ως «τραγωδία της Νιάλας» ή «συμφιλίωση της Νιάλας».
Τραγωδία ήταν γιατί μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού με συνοδοιπόρους γέροντες και γυναικόπαιδα, έπεσαν σε τρομερή χιονοθύελλα, που αποδεκατισμένες υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στα καταλύματα του κυβερνητικού στρατού.
Συμφιλίωση ήταν γιατί μπροστά στην φοβερή μανία της φύσης οι αντάρτες έγιναν δεκτοί από τους σκληρά επίσης δοκιμαζόμενους αντιπάλους τους.
Από τις αρχές Απριλίου του 1947 επτά ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού ξεκίνησαν από διαφορετικές αφετηρίες (Καρπενήσι, Αγρίνιο, Άρτα και Καρδίτσα) με κατεύθυνση τον ορεινό όγκο των Αγράφων, όπου δρούσαν αντάρτικες ομάδες.
Οι φάλαγγες του κυβερνητικού στρατού διέθεταν βαρύ οπλισμό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων. Είχαν συνεχή αεροπορική κάλυψη. Αντικειμενικός στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να τσακίσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα Άγραφα.
ΠΟΡΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ήταν 12 Απριλίου 1947, Μεγάλη Παρασκευή. Οι τρεις αντάρτικοι λόχοι ξεκίνησαν αμέσως. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, άρρωστοι και τραυματίες, τραβούσαν κι αυτοί τον απότομο ανηφορικό δρόμο.
Ψιλόβρεχε.
Όσο περνούσε η ώρα, το κρύο δυνάμωνε.
Το απέναντι βουνό, ο Καλόγερος, είχε σκοτεινιάσει.
Πέρα από τη μεριά της Ηπείρου οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό.
Με δυσκολία ανέβαινε τον κατσικόδρομο η φάλαγγα.
Μαύρα αγριοπούλια, κυνηγημένα από τον καιρό, φτεροκοπούσαν βιαστικά στον αέρα.
Ήταν προμήνυμα για τη θανατηφόρα καταστροφή που πλησίαζε.
Μια τρομερή χιονοθύελλα ξέσπασε.
Ο αέρας ξερίζωνε ότι αντιστεκόταν.
Το χιόνι σκέπασε γρήγορα τις βουνοπλαγιές σβήνοντας κάθε σημάδι για το μονοπάτι.
Η επίθεση της απρόσμενης κακοκαιρίας έκανε τη φάλαγγα να χάσει τον προσανατολισμό της.
Το αβάσταχτο κρύο έκοψε την ανάσα δύο ανταρτών.
Ένας τρίτος, ονόματι Ισαάκ από την Πέλλα, γλίστρησε και γκρεμίστηκε στη χαράδρα.
Μια γυναίκα, η Βάγια από τον Παλαμά Καρδίτσας, περπατούσε κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό της.
Προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της.
Αλλά πού να βρεθεί ζεστή αναπνοή σ’ αυτή την παγωνιά.
Το αγοράκι δεν άργησε να ξεψυχήσει.
Λίγο πιο πάνω άφησε την τελευταία της πνοή και η μάνα, μαζί και η δεκαπεντάχρονη κόρη της.
Οι δύο λόχοι που προπορεύονταν, έχοντας σημαντικές απώλειες, πέρασαν τον αυχένα και βρήκαν καταφύγιο στα βλάχικα κονάκια της Σάικας.
Ο τρίτος λόχος, με επικεφαλής τον Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμή) πέρασε από άλλο σημείο τον αυχένα και βρέθηκε αναπάντεχα, πάνω στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού.
Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Τσακισμένοι από το κρύο οι άνδρες και οι γυναίκες του αντάρτικου λόχου χώθηκαν μέσα στις σκηνές του στρατού.
Αξιωματικοί και οπλίτες του κυβερνητικού στρατού είχαν αφήσει τις σκοπιές τους και είχαν χωθεί στα καταλύματά τους.
Ανάμεσα στους δικούς τους νεκρούς καρτερούσαν κι αυτοί τον θάνατο.
Το μίσος που χώριζε τα δύο στρατόπεδα παραμερίστηκε προσωρινά.
Πρόσφεραν στους αντάρτες κουραμάνα. Σταφίδες και κονιάκ.
Η νύχτα πέρασε με συζητήσεις για τα δεινά που είχε μαζέψει ο αδελφοκτόνος πόλεμος.
Το σκοτάδι δεν έλεγε να σκορπίσει, αν και η καινούργια μέρα είχε έρθει.
Ο επικεφαλής του αντάρτικου λόχου Γιάννης Παπαϊωάννου από διαίσθηση κατάλαβε ότι η νύχτα είχε περάσει.
Βγήκε από τη σκηνή και προσπάθησε να μαζέψει τους συμμαχητές του για να φύγουν.
Αυτή η συμβίωση ήταν ούτως ή άλλως προσωρινή και επικίνδυνη.
Χωρίς να ξέρει βρέθηκε έξω από τη σκηνή του ταγματάρχη, διοικητή του κυβερνητικού στρατού, τον οποίο άκουσε να υπαγορεύει τηλεγράφημα στην ανωτέρα διοίκηση.
Τη διαβεβαίωνε ότι είχε συλλάβει αιχμάλωτο τον λόχο του Δημοκρατικού Στρατού και την καλούσε να στείλει δυνάμεις για να τον παραλάβει.
Τη συνέχεια έχει γράψει με άρθρο του στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Ο ταγματάρχης βγαίνοντας από τη σκηνή έπεσε επάνω στον Παπαϊωάννου.
Έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς επιτυχία.
Ο αντάρτης σημάδεψε με τη σειρά του και ξάπλωσε κάτω αυτόν που προκάλεσε τη μονομαχία.
Μετά τον θάνατο του ταγματάρχη, όλα ησύχασαν.
Δύο ντόπιοι πολίτες, οδηγοί του κυβερνητικού στρατού, προθυμοποιήθηκαν να συνοδεύσουν τους αντάρτες στα κονάκια του χωριού Σάικα.
Οι βαθμοφόροι του λόχου του Δημοκρατικού Στρατού συγκεντρώθηκαν και συνεννοήθηκαν για τον τρόπο απαγκίστρωσης.
Η απροσδόκητη ανακωχή είχε τελειώσει και ο καθένας έπαιρνε πάλι τον δρόμο του.
Το αντάρτικο παράγγελμα «αναλάβατε» πέρασε από σκηνή σε σκηνή.
Οι αντίπαλοι αποχαιρετούνταν κατά τρόπο συγκινητικό.
Πολλοί, όμως, μισοπεθαμένοι από τη μεγάλη πορεία μέσα στη χιονοθύελλα, δεν μπόρεσαν να σηκωθούν από τις σκηνές και έμειναν στο κατάλυμα του κυβερνητικού στρατού.
Συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στα στρατοδικεία της Λαμίας και της Καρδίτσας και δικάστηκαν.
Πληροφορίες
efsyn. gr
Γιάννης Αγγελάκης
athens.indymedia.org
Θοδωρής Ρουμπανης