Την τελευταία στιγμή ο παίκτης που ο Φραντς Μπεκενμπάουερ δήλωσε έκπληκτος με την ποιότητά του, προσπάθησε να κάνει πίσω. Ήταν όμως πια αργά...
Από: menshouse.gr
αρακτηρίστηκε «η μεταγραφή του αιώνα» και προκάλεσε σοκ. Συνέβη το 1978 και αφορούσε την μετακίνηση του Γιώργου Δεληκάρη από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό, με τον «Έλληνα Τζορτζ Μπεστ» να γίνεται έτσι ο πρώτος παίκτης που άλλαζε «στρατόπεδο» και φορούσε και τις δύο φανέλες των «αιωνίων» αντιπάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από μόνη της αυτή η μεταγραφή αποτέλεσε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός αφού ως τότε κανένας δεν είχε τολμήσει να σπάσει αυτό το κατεστημένο. Όμως ο Δεληκάρης έτσι κι αλλιώς δεν έμοιαζε σε πολλά με τους «συνηθισμένους» ποδοσφαιριστές της εποχής. Ξεχωριστός, ασυμβίβαστος, μποέμ, γοητευτικός –μέσα και έξω από τα γήπεδα- αντιλαμβανόταν την μπάλα ως… ερωμένη και για αυτό κάθε μεταξύ τους άγγιγμα προκαλούσε… οργασμικά επεισόδια στην εξέδρα.
Για σχεδόν μια δεκαετία (1969-1978) ο κόσμος του Ολυμπιακού είχε την ευλογία να τον απολαμβάνει κάθε δεύτερη Κυριακή στο παλιό στάδιο Καραϊσκάκη, όταν είχε ακόμα τον στίβο περιμετρικά του γηπέδου. Και ο Δεληκάρης που το προηγούμενο βράδυ μπορεί να είχε ξενυχτίσει στα μπουζούκια συνοδευόμενος από μία από τις πολλές κατακτήσεις του ή ίσως να «απειλούσε» την διοίκηση ότι δεν θα έπαιζε εάν δεν έπαιρνε αύξηση, γνώριζε πολύ καλά ότι οι οπαδοί γέμιζαν τις εξέδρες για εκείνον και τους συμπαίκτες του. Αν και αθεράπευτα ρομαντικός, είχε μια παράξενη συναίσθηση ταξικής συνείδησης. Αντιλαμβανόταν το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ παικτών και παραγόντων και διεκδικούσε να λάβει αυτό που άξιζε.
Γι’ αυτό και έφτανε στο σημείο να απευθυνθεί ο ίδιος στον φίλαθλο κόσμο μέσω ανοιχτών επιστολών σε εφημερίδες, θέλοντας να εξηγήσει τα πώς και τα γιατί ορισμένων επιλογών του. Στην πραγματικότητα εκείνο που δεν άντεχε ήταν η αδικία και ζητούσε το αυτονόητο. Να αμείβεται με βάση την αξία του και να μην παίρνει λιγότερα από τους ξένους που έρχονταν στην Ελλάδα τα καλοκαίρια και σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούσαν καν να σταθούν (ποδοσφαιρικά) δίπλα του. Βέβαια, μιλάμε για άλλες εποχές, πριν το άθλημα αποκτήσει επαγγελματικό χαρακτήρα, γεγονός που δεν επέτρεπε στους παίκτες να διεκδικήσουν συλλογικά και τους ήθελε να παραμένουν δέσμιοι συμβολαίων με μακρά διάρκεια (συνήθως 5 ή 8 χρόνια) και απεχθείς όρους.
Ο Δεληκάρης σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις είχε κατορθώσει να φτάσει σε συνεννόηση με την διοίκηση του Ολυμπιακού, αλλά όταν πλέον δεν υπήρχε Γουλανδρής, το κλίμα άλλαξε. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Παναθηναϊκός και έκανε το απόλυτο «κόλπο γκρόσο». Έδειξε στον πληγωμένο συναισθηματικά ποδοσφαιριστή το ενδιαφέρον που ζητούσε, το «μετέφρασε» σε μια μεγάλη οικονομικά πρόταση που τον έκανε τον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα παίκτη και τελικά τον έντυσε στα πράσινα, σπάζοντας μια άτυπη συμφωνία που υπήρχε μεταξύ των «αιωνίων» αλλά και του δυνατού –τότε- Άρη.
Ο Παναθηναϊκός του Μαντζαβελάκη ήδη είχε ενισχυθεί με τον Υφαντίδη, ενώ ο Ολυμπιακός έπαιρνε τον Μίχο, για τον οποίο οι Τσιτσαλής-Θεοδωρακάκης πήγαν στο Αγρίνιο με ελικόπτερο (!) και ενισχύθηκαν εκείνο το καλοκαίρι και με τον Ξανθόπουλο. Από τα ταλέντα της εποχής απέμενε ο Τάκης Λεμονής, με τον οποίο οι πράσινοι είχαν φτάσει ουσιαστικά σε συμφωνία! Όμως η κίνησή τους να δώσουν πάνω από 4.600.000 δραχμές για την «αρπαγή» του Δεληκάρη, θεωρήθηκε «κήρυξη πολέμου» από τους Πειραιώτες που την ίδια περίοδο «απάντησαν» με τον Λεμονή.
Όπως αποκάλυψε ο επί δεκαετίες παράγοντας του Ολυμπιακού, Λεωνίδιας Θεοδωρακάκης μιλώντας στο «Φως», εκμεταλλεύτηκαν το «ολυμπιακά» αισθήματα του πατέρα του «Sir Taki» και ουσιαστικά τον… απήγαγαν από το ξενοδοχείο όπου βρισκόταν έτοιμος να υπογράψει στον Παναθηναϊκό! Και ουσιαστικά από αυτά τα αντίποινα για τον Δεληκάρη, άλλαξε η ιστορία, με τον Λεμονή να γίνεται τελικά και αυτός σημείο αναφοράς και ως παίκτης και ως προπονητής για την ομάδα του μεγάλου λιμανιού της χώρας! Πάντως, στην ίδια συνέντευξη αποκαλύπτεται ότι ακόμη και αφού είχε υπογράψει προσύμφωνο, ο Δεληκάρης είχε ήδη μετανιώσει και με τη βοήθεια του αείμνηστου Θόδωρου Νικολαΐδη επιχείρησε να επιστρέψει στον Ολυμπιακό πριν καν φύγει.
Κάτι που, όμως, δεν συνέβη παρά την κοινή επιθυμία όλων. Λένε, μάλιστα, ότι έφτασε με ταξί έξω από την επιχείρηση του Θεοδωρακάκη στη Χαμοστέρνας, συνοδεία δύο επιφανών φίλων της ομάδας. Μετανιωμένοι και οι ερυθρόλευκοι για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, και θέλοντας να εκθέσουν επικοινωνιακά το τριφύλλι, του έταξαν τα ίδια λεφτά. Τελικά, όμως, ο παίκτης έκανε πίσω ενδεχομένως φοβούμενος τις νομικές συνέπειες.
Από την άλλη, ο Δεληκάρης δεν μακροημέρευσε παίζοντας για τον Παναθηναϊκό. Έμεινε στην ομάδα μόλις 2 σεζόν και το 1981 αποφάσισε να κρεμάσει οριστικά και αμετάκλητα τα παπούτσια του, πριν καν γίνει 30 ετών. Ήταν μια απόφαση που έπεσε σαν κεραυνός και δημιούργησε σενάρια τα οποία δεν είχαν την παραμικρή βάση. Έφτασαν στο σημείο να γράψουν ότι είχε μέχρι και φυματίωση, αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια.
Ακόμη και ο ίδιος, πολλά χρόνια μετά, αρνείται να αποκαλύψει τους λόγους. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν, ενώ οι υπόλοιποι κάνουν εικασίες που σχετίζονται με τον περίεργο ψυχισμό αυτού του εραστή της μπάλας που έχασε την όρεξή του να την αγγίζει. Και κάπως έτσι ο άνθρωπος που ανάγκασε το Μπεκενμπάουερ να πει «έμεινα έκπληκτος που συνάντησα έναν τέτοιον παίκτη στην Ελλάδα», ο πρώτος Έλληνας που κλήθηκε στην Μεικτή Κόσμου και έπαιξε δίπλα σε Πελέ και Κρόιφ, ο ποδοσφαιριστής που χώρισε την Ελλάδα στα δύο, αποφάσισε στις 19 Οκτωβρίου 1981 να βάλει τέλος στην καριέρα του…
Στα 31 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχει μιλήσει ελάχιστες φορές. Αρνείται πεισματικά να μπει σε λεπτομέρειες και παρά τις πιέσεις, κρατά καλά τα μυστικά του, αρκούμενος στην διαπίστωση ότι εκείνη η μεταγραφή «αποδείχθηκε για όλες τις πλευρές ιστορικό λάθος που με πλήγωσε και με πληγώνει ακόμα», όπως χαρακτηριστικά έχει πει μιλώντας με την γλώσσα της ψυχής του.
αρακτηρίστηκε «η μεταγραφή του αιώνα» και προκάλεσε σοκ. Συνέβη το 1978 και αφορούσε την μετακίνηση του Γιώργου Δεληκάρη από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό, με τον «Έλληνα Τζορτζ Μπεστ» να γίνεται έτσι ο πρώτος παίκτης που άλλαζε «στρατόπεδο» και φορούσε και τις δύο φανέλες των «αιωνίων» αντιπάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Από μόνη της αυτή η μεταγραφή αποτέλεσε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός αφού ως τότε κανένας δεν είχε τολμήσει να σπάσει αυτό το κατεστημένο. Όμως ο Δεληκάρης έτσι κι αλλιώς δεν έμοιαζε σε πολλά με τους «συνηθισμένους» ποδοσφαιριστές της εποχής. Ξεχωριστός, ασυμβίβαστος, μποέμ, γοητευτικός –μέσα και έξω από τα γήπεδα- αντιλαμβανόταν την μπάλα ως… ερωμένη και για αυτό κάθε μεταξύ τους άγγιγμα προκαλούσε… οργασμικά επεισόδια στην εξέδρα.
Για σχεδόν μια δεκαετία (1969-1978) ο κόσμος του Ολυμπιακού είχε την ευλογία να τον απολαμβάνει κάθε δεύτερη Κυριακή στο παλιό στάδιο Καραϊσκάκη, όταν είχε ακόμα τον στίβο περιμετρικά του γηπέδου. Και ο Δεληκάρης που το προηγούμενο βράδυ μπορεί να είχε ξενυχτίσει στα μπουζούκια συνοδευόμενος από μία από τις πολλές κατακτήσεις του ή ίσως να «απειλούσε» την διοίκηση ότι δεν θα έπαιζε εάν δεν έπαιρνε αύξηση, γνώριζε πολύ καλά ότι οι οπαδοί γέμιζαν τις εξέδρες για εκείνον και τους συμπαίκτες του. Αν και αθεράπευτα ρομαντικός, είχε μια παράξενη συναίσθηση ταξικής συνείδησης. Αντιλαμβανόταν το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ παικτών και παραγόντων και διεκδικούσε να λάβει αυτό που άξιζε.
Γι’ αυτό και έφτανε στο σημείο να απευθυνθεί ο ίδιος στον φίλαθλο κόσμο μέσω ανοιχτών επιστολών σε εφημερίδες, θέλοντας να εξηγήσει τα πώς και τα γιατί ορισμένων επιλογών του. Στην πραγματικότητα εκείνο που δεν άντεχε ήταν η αδικία και ζητούσε το αυτονόητο. Να αμείβεται με βάση την αξία του και να μην παίρνει λιγότερα από τους ξένους που έρχονταν στην Ελλάδα τα καλοκαίρια και σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούσαν καν να σταθούν (ποδοσφαιρικά) δίπλα του. Βέβαια, μιλάμε για άλλες εποχές, πριν το άθλημα αποκτήσει επαγγελματικό χαρακτήρα, γεγονός που δεν επέτρεπε στους παίκτες να διεκδικήσουν συλλογικά και τους ήθελε να παραμένουν δέσμιοι συμβολαίων με μακρά διάρκεια (συνήθως 5 ή 8 χρόνια) και απεχθείς όρους.
Ο Δεληκάρης σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις είχε κατορθώσει να φτάσει σε συνεννόηση με την διοίκηση του Ολυμπιακού, αλλά όταν πλέον δεν υπήρχε Γουλανδρής, το κλίμα άλλαξε. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Παναθηναϊκός και έκανε το απόλυτο «κόλπο γκρόσο». Έδειξε στον πληγωμένο συναισθηματικά ποδοσφαιριστή το ενδιαφέρον που ζητούσε, το «μετέφρασε» σε μια μεγάλη οικονομικά πρόταση που τον έκανε τον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα παίκτη και τελικά τον έντυσε στα πράσινα, σπάζοντας μια άτυπη συμφωνία που υπήρχε μεταξύ των «αιωνίων» αλλά και του δυνατού –τότε- Άρη.
Ο Παναθηναϊκός του Μαντζαβελάκη ήδη είχε ενισχυθεί με τον Υφαντίδη, ενώ ο Ολυμπιακός έπαιρνε τον Μίχο, για τον οποίο οι Τσιτσαλής-Θεοδωρακάκης πήγαν στο Αγρίνιο με ελικόπτερο (!) και ενισχύθηκαν εκείνο το καλοκαίρι και με τον Ξανθόπουλο. Από τα ταλέντα της εποχής απέμενε ο Τάκης Λεμονής, με τον οποίο οι πράσινοι είχαν φτάσει ουσιαστικά σε συμφωνία! Όμως η κίνησή τους να δώσουν πάνω από 4.600.000 δραχμές για την «αρπαγή» του Δεληκάρη, θεωρήθηκε «κήρυξη πολέμου» από τους Πειραιώτες που την ίδια περίοδο «απάντησαν» με τον Λεμονή.
Όπως αποκάλυψε ο επί δεκαετίες παράγοντας του Ολυμπιακού, Λεωνίδιας Θεοδωρακάκης μιλώντας στο «Φως», εκμεταλλεύτηκαν το «ολυμπιακά» αισθήματα του πατέρα του «Sir Taki» και ουσιαστικά τον… απήγαγαν από το ξενοδοχείο όπου βρισκόταν έτοιμος να υπογράψει στον Παναθηναϊκό! Και ουσιαστικά από αυτά τα αντίποινα για τον Δεληκάρη, άλλαξε η ιστορία, με τον Λεμονή να γίνεται τελικά και αυτός σημείο αναφοράς και ως παίκτης και ως προπονητής για την ομάδα του μεγάλου λιμανιού της χώρας! Πάντως, στην ίδια συνέντευξη αποκαλύπτεται ότι ακόμη και αφού είχε υπογράψει προσύμφωνο, ο Δεληκάρης είχε ήδη μετανιώσει και με τη βοήθεια του αείμνηστου Θόδωρου Νικολαΐδη επιχείρησε να επιστρέψει στον Ολυμπιακό πριν καν φύγει.
Κάτι που, όμως, δεν συνέβη παρά την κοινή επιθυμία όλων. Λένε, μάλιστα, ότι έφτασε με ταξί έξω από την επιχείρηση του Θεοδωρακάκη στη Χαμοστέρνας, συνοδεία δύο επιφανών φίλων της ομάδας. Μετανιωμένοι και οι ερυθρόλευκοι για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, και θέλοντας να εκθέσουν επικοινωνιακά το τριφύλλι, του έταξαν τα ίδια λεφτά. Τελικά, όμως, ο παίκτης έκανε πίσω ενδεχομένως φοβούμενος τις νομικές συνέπειες.
Από την άλλη, ο Δεληκάρης δεν μακροημέρευσε παίζοντας για τον Παναθηναϊκό. Έμεινε στην ομάδα μόλις 2 σεζόν και το 1981 αποφάσισε να κρεμάσει οριστικά και αμετάκλητα τα παπούτσια του, πριν καν γίνει 30 ετών. Ήταν μια απόφαση που έπεσε σαν κεραυνός και δημιούργησε σενάρια τα οποία δεν είχαν την παραμικρή βάση. Έφτασαν στο σημείο να γράψουν ότι είχε μέχρι και φυματίωση, αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια.
Ακόμη και ο ίδιος, πολλά χρόνια μετά, αρνείται να αποκαλύψει τους λόγους. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν, ενώ οι υπόλοιποι κάνουν εικασίες που σχετίζονται με τον περίεργο ψυχισμό αυτού του εραστή της μπάλας που έχασε την όρεξή του να την αγγίζει. Και κάπως έτσι ο άνθρωπος που ανάγκασε το Μπεκενμπάουερ να πει «έμεινα έκπληκτος που συνάντησα έναν τέτοιον παίκτη στην Ελλάδα», ο πρώτος Έλληνας που κλήθηκε στην Μεικτή Κόσμου και έπαιξε δίπλα σε Πελέ και Κρόιφ, ο ποδοσφαιριστής που χώρισε την Ελλάδα στα δύο, αποφάσισε στις 19 Οκτωβρίου 1981 να βάλει τέλος στην καριέρα του…
Στα 31 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχει μιλήσει ελάχιστες φορές. Αρνείται πεισματικά να μπει σε λεπτομέρειες και παρά τις πιέσεις, κρατά καλά τα μυστικά του, αρκούμενος στην διαπίστωση ότι εκείνη η μεταγραφή «αποδείχθηκε για όλες τις πλευρές ιστορικό λάθος που με πλήγωσε και με πληγώνει ακόμα», όπως χαρακτηριστικά έχει πει μιλώντας με την γλώσσα της ψυχής του.