Βασίλης Στοϊλόπουλος
Στην προσπάθειά του να βρει νέα σύζυγο απευθύνθηκε και στο βασιλιά της Αραγωνίας Αλφόνσο Ε΄ ζητώντας την χείρα της Βεατρίκης, κόρης του Πέτρου, αδελφού του βασιλιά Αλφόνσου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Όταν το 1449 στέφτηκε στο Μυστρά αυτοκράτορας του Βυζαντίου αναζήτησε τρίτη σύζυγο, αυτήν τη φορά όμως στην Ανατολή. Οι δύο νεαρές υποψήφιες ήταν ορθόδοξες πριγκίπισσες, η μια από την Ιβηρία (Γεωργία) και η άλλη από την Τραπεζούντα.
Κι ενώ ο απεσταλμένος σ΄εκείνα τα μέρη φίλος του, ο Γεώργιος Φραντζής (ο ιστορικός της Άλωσης), προβληματίζονταν ποια από τις δύο πριγκίπισσες να διαλέξει για σύζυγο του Κωνσταντίνου ΧΙ, έμαθε ότι απεβίωσε ο σουλτάνος Μουράτ ΙΙ (1451) και ότι τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο νεαρός και φιλόδοξος Μωάμεθ ΙΙ.
Σαν έμπειρος διπλωμάτης, ο Φραντζής αντιλήφτηκε αμέσως τον κίνδυνο για την αυτοκρατορία και πρότεινε στον Κωνσταντίνο να ξεχάσει τις δύο νεαρές πριγκίπισσες και να ζητήσει την χείρα της χήρας του αποθανόντος Μουράτ ΙΙ, της Ελληνοσέρβας Μάρας Μπράνκοβιτς, θυγατέρας του Δεσπότη της Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς και της Ειρήνης Καντακουζηνής και μητριάς του Μωάμεθ ΙΙ.
Μπροστά στον κίνδυνο ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε με την (ενδεχομένως) «σωτήρια» ιδέα. Οι Σέρβοι έδειξαν να ενδιαφέρονται και η εκκλησία δεν είχε καμία αντίρρηση με τον τρίτο γάμο. Όμως, η 34χρονη χήρα, που παρέμεινε πιστή στο ορθόδοξο δόγμα και που θεωρείται μια από τις σημαντικότερες γυναίκες του 15ου αιώνα, δε δέχτηκε, καθώς «είχε δώσει όρκο ότι αν ο Θεός τη γλίτωνε από τα χέρια των απίστων θα τελείωνε τη ζωή της σε μοναστήρι».
Μετά από αυτήν την απρόσμενη άρνηση ο αυτοκράτορας έστρεψε πάλι τα μάτια του προς την Ανατολή και την πριγκίπισσα της Ιβηρίας. Γρήγορα δόθηκαν οι αμοιβαίες υποσχέσεις για το γάμο και ο αυτοκράτορας ήλπιζε ότι θα αποκτούσε την τελευταία στιγμή και κάποιον αξιόπιστο σύμμαχο στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να σωθεί η Αυτοκρατορία.
Κι έτσι, ο δυστυχής Φραντζής, πήρε πάλι εντολή, την άνοιξη του 1452, να φέρει από τα μακρινά ξένα τη νεαρή αρραβωνιαστικιά. Όμως, η επικείμενη πολιορκία από τους πανίσχυρους Οθωμανούς και οι μεγάλες έγνοιες του αυτοκράτορα για την παραπαίουσα Βασιλεύουσα επισκίασε το συνοικέσιο και ο ιβηρικός γάμος ξεχάστηκε.
Όπως διαπίστωσε όμως ο επιφανής Γάλλος Βυζαντινολόγος Κάρολος Ντιλ («ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ») το γεγονός αυτό: «Δείχνει καθαρά, σ΄ εκείνη την τελευταία ώρα της υπάρξεώς του σαν λαού, προς ποια πλευρά έκλιναν οι Βυζαντινοί, οδηγούμενοι από τις έμφυτες συμπάθειές τους. Ύστερα από τρεις αιώνες και πλέον αδιάκοπης επαφής με τους Λατίνους, η ελληνική Ανατολή, δεν είχε κατορθώσει να συνεννοηθεί μαζί τους. … Τα γεγονότα αποδείξανε ότι στην ουσία τους ήταν αταίριαστοι και απόλυτα ασυνεννόητοι». Με ποιο σημαντικό αυτό της βοήθειας από τη χριστιανική Δύση που δεν έφτασε ποτέ, αλλά και τη φανερή προδοσία των Γενοβέζων του Γαλατά, που συνέβαλαν ουσιαστικά στην Άλωση της Πόλης.