Η σημερινή κατάσταση στα ελληνοτουρκικά χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, την οποία πολλοί ερμηνεύουν στο πλαίσιο της τουρκικής δυσαρέσκειας για την επένδυση των Αμερικανών στον ελληνικό χώρο. Υπάρχουν όμως και εναλλακτικές ερμηνείες. Όσο «ευφάνταστα» και να θεωρούνται, η ελληνική πλευρά καλά θα κάνει να τα επεξεργάζεται, διότι –εάν τελικά προκύψουν ως εξέλιξη– δεν θα πρέπει να πιαστεί στον ύπνο.
Από: defence-point.gr - Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Οι ΗΠΑ, παρότι υλοποιούν τη στρατηγική τους με επίκεντρο τον ελληνικό χώρο, εξακολουθούν να τηρούν μια εξαιρετικά προσεκτική στάση απέναντι στην Τουρκία. Αυτό συμβαίνει επειδή η γραφειοκρατία στην Ουάσιγκτον αδυνατεί να αντιμετωπίσει την προοπτική οριστικής απώλειας της Τουρκίας με όρους άλλους από αυτούς ενός «γεωπολιτικού Αρμαγεδδώνα». Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Παρά την εμφανή στροφή της Τουρκίας του Ερντογάν προς τον Ευρασιανισμό εδώ και πολλά χρόνια, ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει καθοριστικά και τους τουρκικούς υπολογισμούς στο τομέα της εθνικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχομένως, η αναζωπύρωση της σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας, σε συνδυασμό με την προοπτική μιας αποδυναμωμένης Μόσχας συνεπεία του πολέμου, ωθούν την Άγκυρα σε δεύτερες σκέψεις.
Αυτές οι σκέψεις ίσως να έχουν ήδη γίνει ορατές στις διμερείς διαβουλεύσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, τροφοδοτώντας τις αμερικανικές ελπίδες ότι η Τουρκία δεν είναι χαμένη υπόθεση. Με έναν συνδυασμό απειλών και κινήτρων, δηλαδή την παραδοσιακή πολιτική «καρότου και μαστιγίου», οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στο δυτικό μαντρί.
Η στάση αναμονής μέχρι τις εκλογές στην Τουρκία σ’ ένα χρόνο από τώρα, δίνουν μια καλή δικαιολογία, συν χρόνο διευκρίνισης της κατάστασης. Κι αυτό επειδή υποκρύπτουν την ελπίδα απαλλαγής από τον Ερντογάν, του οποίου η αμετροέπεια και ο μεγαλοϊδεατισμός έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια πολλά προβλήματα στις ΗΠΑ.
Άρα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι ακραίες τουρκικές προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας, ακόμα και δίπλα σε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, αντιμετωπίζονται παθητικά και με κάποιες πολιτικώς ορθές δηλώσεις εκ μέρους της Ουάσιγκτον «για την τιμή των όπλων».
Επίσης, παρά τους τίτλους για την περιώνυμη ενεργειακή συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας, απουσιάζουν αναφορές στην αξιοποίηση δυνητικών ελληνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, σε μια προφανή προσπάθεια να μην ερεθιστεί η Τουρκία. Ο νέος σύμβουλος του Έλληνα πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, μάλιστα, έχει καταγεγραμμένη θέση ότι η πλέον οικονομική οδός τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο είναι μέσω Τουρκίας. Έχει ξεχάσει τη γεωπολιτική παράμετρο.
Μέρος της στρατηγικής Ερντογάν για την πολιτική του επιβίωση είναι να πείσει τους Αμερικανούς ότι μόνο με έναν ηγέτη του δικού του βεληνεκούς η Τουρκία έχει τη δυνατότητα και να παραμείνει μέρος της Ατλαντικής Συμμαχίας και να διευκολύνει καθοριστικά τον Δυτικό Κόσμο στη διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τον αντίπαλο.
Οι δε τουρκικής καταγωγής πληθυσμοί στην Κεντρική Ασία, πάντα θα αποτελούν ένα εργαλείο παρέμβασης και επηρεασμού των εξελίξεων. Αυτός είναι άλλος ένας τομέας κομβικού δυτικού ενδιαφέροντος για πολλούς λόγους. Από τη στιγμή του εξοβελισμού των ΗΠΑ από την Κεντρική Ασία, η Ουάσιγκτον απεύχεται την κυριαρχία εκεί της Ρωσίας ή της Κίνας.
Κατά συνέπεια, όλο αυτό το «πακέτο», σε συνδυασμό με τις ενδεχόμενες δεύτερες σκέψεις των Τούρκων για τις επιπτώσεις στη μέχρι σήμερα στρατηγική τους από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ίσως ωθήσει την Άγκυρα σε μία θεαματική κίνηση με στόχο να συντηρήσει και τροφοδοτήσει τον εθισμό της Δύσης στο «οικόπεδο Τουρκία», ώστε να επιτευχθούν στόχοι όπως η αντιμετώπιση του άτυπου εξοπλιστικού εμπάργκο.
Τούτων λεχθέντων, η επιφύλαξη της τουρκικής πλευράς για την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ μπορεί να είναι ενταγμένη σε μια ευρύτερη στρατηγική, με εσωτερικές και εξωτερικές στοχεύσεις. Για τον Ερντογάν πρώτη προτεραιότητα είναι η επανεκλογή του το 2023 και σ’ αυτή την προτεραιότητα περισσότερο ή λιγότερο υπάγονται και κινήσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Τον υπογράφοντα δεν θα τον εξέπληττε εάν ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε την με κάποιον τρόπο απομάκρυνση των ρωσικών S-400 για να τα βρει με την Ουάσιγκτον, προσδοκώντας σε χαλάρωση της νομισματικής πίεσης επί της τουρκικής λίρας. Η λογική είναι απλή.
Περνώντας το μήνυμα στις ΗΠΑ πως τα πάντα βρίσκονται υπό συζήτηση και πως μπορούν να ικανοποιηθούν οι αμερικανικές απαιτήσεις με τα κατάλληλα ανταλλάγματα, η Τουρκία επιτυγχάνει τα ακόλουθα:
• Αγοράζει χρόνο επιχειρώντας να διαμορφώσει ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες.
• Αποτρέπει ενδεχόμενες θεαματικές κινήσεις από δυτικής πλευράς, με στόχο την τιμωρία της απόκλισης της Άγκυρας στο Συμμαχικό επίπεδο.
• Ενισχύει στο εσωτερικό την εικόνα ενός Ερντογάν σκληρού υπερασπιστή των «τουρκικών δικαίων», τον οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει οποιοσδήποτε.
• Εξακολουθεί να εξυπηρετεί σαφώς τη Ρωσία διχάζοντας το ΝΑΤΟ στο κεφαλαιώδες και εμβληματικό πλέον ζήτημα της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας.
Ποιο θα μπορούσε να είναι όμως το επόμενο βήμα; Έχοντας οικοδομήσει αυτή την εικόνα στο εσωτερικό της Τουρκίας και με τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης να καλλιεργούν συστηματικά τον τελευταίο καιρό σκεπτικισμό αναφορικά με τη χρησιμότητα των S-400, θα μπορούσε να τους εγκαταλείψει, έχοντας χτίσει ισχυρή επιχειρηματολογία για να «πουλήσει» αυτή του την απόφαση στη Μόσχα.
Εάν για κάτι φημίζονται οι Ρώσοι στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους, είναι για την ψυχρή-κυνική κατανόηση κινήσεων, οι οποίες σχετίζονται με τα συμφέροντα των κρατών. Αυτό κάνουν και απέναντι στην Ελλάδα. Πάντα κατανοούσε η Μόσχα το περιοριστικό πλαίσιο που συνιστούσε για την Αθήνα η ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Μπορεί λοιπόν να μην τους αρέσει μια ενδεχόμενη απόφαση εγκατάλειψης των S-400, αλλά αντιλαμβάνονται το πρόβλημα που έχει προκύψει και θέλουν να διευκολύνουν το ενδιαφέρον Ερντογάν να μην κόψει δεσμούς με τη Μόσχα, όπως του ζητά η Δύση.
Εάν αυτό συμβεί, κάθε προσπάθεια φιλελληνικών δυνάμεων στην Ουάσιγκτον να μπλοκάρουν την αποδέσμευση οπλικών συστημάτων αιχμής στην Τουρκία θα καταστεί μάχη οπισθοφυλακής. Στο πλαίσιο τακτικής αναδίπλωσης, είναι πολύ πιθανό να σημειωθεί υποχώρηση στην επιθυμία προμήθειας F-16, ώστε να προστατευθεί ο μεγαλύτερος στόχος, να αποτραπεί η επάνοδος της Τουρκίας στο πρόγραμμα του μαχητικού F-36 Lightning II.
Αυτά τα δεδομένα επιβάλλουν εγρήγορση της ελληνικής πλευράς. Το διπλωματικό τοπίο θυμίζει κινούμενη άμμο, η οποία κάποιους θα καταπιεί, ενώ οι πιο ικανοί και τολμηροί, ενώ δείχνουν σε απελπιστική θέση, ξαναστέκονται στα πόδια τους.
Από: defence-point.gr - Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Οι ΗΠΑ, παρότι υλοποιούν τη στρατηγική τους με επίκεντρο τον ελληνικό χώρο, εξακολουθούν να τηρούν μια εξαιρετικά προσεκτική στάση απέναντι στην Τουρκία. Αυτό συμβαίνει επειδή η γραφειοκρατία στην Ουάσιγκτον αδυνατεί να αντιμετωπίσει την προοπτική οριστικής απώλειας της Τουρκίας με όρους άλλους από αυτούς ενός «γεωπολιτικού Αρμαγεδδώνα». Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Παρά την εμφανή στροφή της Τουρκίας του Ερντογάν προς τον Ευρασιανισμό εδώ και πολλά χρόνια, ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει καθοριστικά και τους τουρκικούς υπολογισμούς στο τομέα της εθνικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχομένως, η αναζωπύρωση της σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας, σε συνδυασμό με την προοπτική μιας αποδυναμωμένης Μόσχας συνεπεία του πολέμου, ωθούν την Άγκυρα σε δεύτερες σκέψεις.
Αυτές οι σκέψεις ίσως να έχουν ήδη γίνει ορατές στις διμερείς διαβουλεύσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, τροφοδοτώντας τις αμερικανικές ελπίδες ότι η Τουρκία δεν είναι χαμένη υπόθεση. Με έναν συνδυασμό απειλών και κινήτρων, δηλαδή την παραδοσιακή πολιτική «καρότου και μαστιγίου», οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στο δυτικό μαντρί.
Η στάση αναμονής μέχρι τις εκλογές στην Τουρκία σ’ ένα χρόνο από τώρα, δίνουν μια καλή δικαιολογία, συν χρόνο διευκρίνισης της κατάστασης. Κι αυτό επειδή υποκρύπτουν την ελπίδα απαλλαγής από τον Ερντογάν, του οποίου η αμετροέπεια και ο μεγαλοϊδεατισμός έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια πολλά προβλήματα στις ΗΠΑ.
Άρα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι ακραίες τουρκικές προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας, ακόμα και δίπλα σε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις, αντιμετωπίζονται παθητικά και με κάποιες πολιτικώς ορθές δηλώσεις εκ μέρους της Ουάσιγκτον «για την τιμή των όπλων».
Επίσης, παρά τους τίτλους για την περιώνυμη ενεργειακή συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας, απουσιάζουν αναφορές στην αξιοποίηση δυνητικών ελληνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, σε μια προφανή προσπάθεια να μην ερεθιστεί η Τουρκία. Ο νέος σύμβουλος του Έλληνα πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, μάλιστα, έχει καταγεγραμμένη θέση ότι η πλέον οικονομική οδός τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο είναι μέσω Τουρκίας. Έχει ξεχάσει τη γεωπολιτική παράμετρο.
Μέρος της στρατηγικής Ερντογάν για την πολιτική του επιβίωση είναι να πείσει τους Αμερικανούς ότι μόνο με έναν ηγέτη του δικού του βεληνεκούς η Τουρκία έχει τη δυνατότητα και να παραμείνει μέρος της Ατλαντικής Συμμαχίας και να διευκολύνει καθοριστικά τον Δυτικό Κόσμο στη διατήρηση ανοιχτών διαύλων με τον αντίπαλο.
Οι δε τουρκικής καταγωγής πληθυσμοί στην Κεντρική Ασία, πάντα θα αποτελούν ένα εργαλείο παρέμβασης και επηρεασμού των εξελίξεων. Αυτός είναι άλλος ένας τομέας κομβικού δυτικού ενδιαφέροντος για πολλούς λόγους. Από τη στιγμή του εξοβελισμού των ΗΠΑ από την Κεντρική Ασία, η Ουάσιγκτον απεύχεται την κυριαρχία εκεί της Ρωσίας ή της Κίνας.
Κατά συνέπεια, όλο αυτό το «πακέτο», σε συνδυασμό με τις ενδεχόμενες δεύτερες σκέψεις των Τούρκων για τις επιπτώσεις στη μέχρι σήμερα στρατηγική τους από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ίσως ωθήσει την Άγκυρα σε μία θεαματική κίνηση με στόχο να συντηρήσει και τροφοδοτήσει τον εθισμό της Δύσης στο «οικόπεδο Τουρκία», ώστε να επιτευχθούν στόχοι όπως η αντιμετώπιση του άτυπου εξοπλιστικού εμπάργκο.
Τούτων λεχθέντων, η επιφύλαξη της τουρκικής πλευράς για την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ μπορεί να είναι ενταγμένη σε μια ευρύτερη στρατηγική, με εσωτερικές και εξωτερικές στοχεύσεις. Για τον Ερντογάν πρώτη προτεραιότητα είναι η επανεκλογή του το 2023 και σ’ αυτή την προτεραιότητα περισσότερο ή λιγότερο υπάγονται και κινήσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Τον υπογράφοντα δεν θα τον εξέπληττε εάν ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε την με κάποιον τρόπο απομάκρυνση των ρωσικών S-400 για να τα βρει με την Ουάσιγκτον, προσδοκώντας σε χαλάρωση της νομισματικής πίεσης επί της τουρκικής λίρας. Η λογική είναι απλή.
Περνώντας το μήνυμα στις ΗΠΑ πως τα πάντα βρίσκονται υπό συζήτηση και πως μπορούν να ικανοποιηθούν οι αμερικανικές απαιτήσεις με τα κατάλληλα ανταλλάγματα, η Τουρκία επιτυγχάνει τα ακόλουθα:
• Αγοράζει χρόνο επιχειρώντας να διαμορφώσει ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες.
• Αποτρέπει ενδεχόμενες θεαματικές κινήσεις από δυτικής πλευράς, με στόχο την τιμωρία της απόκλισης της Άγκυρας στο Συμμαχικό επίπεδο.
• Ενισχύει στο εσωτερικό την εικόνα ενός Ερντογάν σκληρού υπερασπιστή των «τουρκικών δικαίων», τον οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει οποιοσδήποτε.
• Εξακολουθεί να εξυπηρετεί σαφώς τη Ρωσία διχάζοντας το ΝΑΤΟ στο κεφαλαιώδες και εμβληματικό πλέον ζήτημα της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας.
Ποιο θα μπορούσε να είναι όμως το επόμενο βήμα; Έχοντας οικοδομήσει αυτή την εικόνα στο εσωτερικό της Τουρκίας και με τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης να καλλιεργούν συστηματικά τον τελευταίο καιρό σκεπτικισμό αναφορικά με τη χρησιμότητα των S-400, θα μπορούσε να τους εγκαταλείψει, έχοντας χτίσει ισχυρή επιχειρηματολογία για να «πουλήσει» αυτή του την απόφαση στη Μόσχα.
Εάν για κάτι φημίζονται οι Ρώσοι στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους, είναι για την ψυχρή-κυνική κατανόηση κινήσεων, οι οποίες σχετίζονται με τα συμφέροντα των κρατών. Αυτό κάνουν και απέναντι στην Ελλάδα. Πάντα κατανοούσε η Μόσχα το περιοριστικό πλαίσιο που συνιστούσε για την Αθήνα η ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Μπορεί λοιπόν να μην τους αρέσει μια ενδεχόμενη απόφαση εγκατάλειψης των S-400, αλλά αντιλαμβάνονται το πρόβλημα που έχει προκύψει και θέλουν να διευκολύνουν το ενδιαφέρον Ερντογάν να μην κόψει δεσμούς με τη Μόσχα, όπως του ζητά η Δύση.
Εάν αυτό συμβεί, κάθε προσπάθεια φιλελληνικών δυνάμεων στην Ουάσιγκτον να μπλοκάρουν την αποδέσμευση οπλικών συστημάτων αιχμής στην Τουρκία θα καταστεί μάχη οπισθοφυλακής. Στο πλαίσιο τακτικής αναδίπλωσης, είναι πολύ πιθανό να σημειωθεί υποχώρηση στην επιθυμία προμήθειας F-16, ώστε να προστατευθεί ο μεγαλύτερος στόχος, να αποτραπεί η επάνοδος της Τουρκίας στο πρόγραμμα του μαχητικού F-36 Lightning II.
Αυτά τα δεδομένα επιβάλλουν εγρήγορση της ελληνικής πλευράς. Το διπλωματικό τοπίο θυμίζει κινούμενη άμμο, η οποία κάποιους θα καταπιεί, ενώ οι πιο ικανοί και τολμηροί, ενώ δείχνουν σε απελπιστική θέση, ξαναστέκονται στα πόδια τους.