Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Ο παραπάνω τίτλος δεν είναι δικός μας, όπως ίσως βιαστεί να μας κατηγορήσει κανείς, αλλά της Guardian – ενώ αιτιολογείται από το ότι, έχουν περάσει τρείς μήνες από τότε που η Δύση κήρυξε τον οικονομικό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, χωρίς να εξελίσσεται τίποτα ανάλογα με το σχέδιο της. Αντίθετα, η κατάσταση της Δύσης επιδεινώνεται, ενώ της Ρωσίας βελτιώνεται – όπως φαίνεται από το εμπορικό της πλεόνασμα τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2022 που έχει υπερτριπλασιασθεί στα 96 δις $, σε σχέση με το 2021.
Επίσης από την ισοτιμία του ρουβλίου ως προς το δολάριο, στο 1:62 περίπου σήμερα, από 1:140 στις αρχές Μαρτίου ή 1:72 τον περυσινό Ιούνιο – εύλογα, αφού η αντικειμενική ισοτιμία ενός νομίσματος έχει σχέση κυρίως με το ισοζύγιο της χώρας που το εκδίδει, όπου της Ρωσίας είναι πλεονασματικό, ενώ των ΗΠΑ εξαιρετικά ελλειμματικό (γράφημα).
Φυσικά η Ρωσία έλαβε μέτρα στήριξης του ρουβλίου, γνωρίζοντας πως μπορεί να χειραγωγηθεί – όπως η αύξηση των επιτοκίων, η απαγόρευση των ξένων να πουλούν τις μετοχές τους σε ρωσικές εταιρίες, η αναφορά σε ενδεχόμενη κάλυψη του με χρυσό (ανάλυση) κλπ. Παράλληλα δε, διεξάγεται μία ρωσική επίθεση εναντίον του δολαρίου (ανάλυση) – ενώ τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα, έχουν εντείνει τις προσπάθειες «αποδολαριοποίησης» τους που έχουν ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν.
Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ρωσία συνεχίσει να έχει τόσο μεγάλα πλεονάσματα, στα τέλη του έτους θα υπερβούν τα 250 δις $ – οπότε το θεωρούμενο ως πυρηνικό όπλο της Δύσης, το πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων της κεντρικής της τράπεζας στο δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα (ανάλυση), ύψους περί τα 300 δις $, θα εξισορροπηθεί. Εκτός αυτού, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως το πάγωμα θα διατηρηθεί – επειδή αφενός μεν είναι αντίθετο με το διεθνές δίκαιο, αφετέρου λόγω του ότι η Ρωσία θα μπορούσε με επιβάλλει αντίποινα, με την κατάσχεση δυτικών περιουσιακών στοιχείων στη χώρα της, ύψους περί τα 500 δις $.
Την ίδια στιγμή οι συνέπειες των κυρώσεων, δηλαδή η άνοδος των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων στον υπόλοιπο πλανήτη, είναι τεράστιες – ενώ αυξάνονται οι φόβοι για μία επισιτιστική κρίση και για μία ανθρωπιστική καταστροφή. Επομένως, αργά ή γρήγορα θα υπάρξει ανάγκη επιδίωξης μίας συμφωνίας – όπου όμως η Ρωσία δεν φαίνεται διατεθειμένη να αποσυρθεί από την Ουκρανία, πόσο μάλλον όταν ο πόλεμος της χρηματοδοτείται από τα αυξημένα κέρδη της.
Όπως είχαμε πάντως προβλέψει, η επιβολή μερικού εμπάργκο της ΕΕ στις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία, αύξησε ακόμη περισσότερο τις τιμές του – ενώ αυτός ήταν ο λόγος που θεωρήσαμε ότι, η Ευρώπη πυροβολεί τα πόδια της (ανάλυση). Όσον αφορά τη Ρωσία, δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να βρει εναλλακτικές αγορές για την πώληση των προϊόντων της – με τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου μόνο προς την Κίνα, να αυξάνονται περισσότερο από 50% σε ετήσια βάση. Οι τιμές δε του ρωσικού πετρελαίου (Ural) είναι σταθερά φθηνότερες από αυτές του Brent (γράφημα) – οπότε εύλογα προτιμάται.
Οι οικονομικές συνέπειες των κυρώσεων
Συνεχίζοντας, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας είναι ανώδυνες – αν και αμφιβάλουμε για τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες το ΑΕΠ της θα συρρικνωθεί κατά 8,5% το 2022 και 2,3% το 2023 (πηγή) – εξαιτίας κυρίως της κατάρρευσης των εισαγωγών της από τη Δύση. Παρεμπιπτόντως, η πτώση του ΑΕΠ της Ουκρανίας εκτιμάται στο -35% από το ΔΝΤ – ενώ ενδεχομένως η πρόβλεψη αυτή είναι συντηρητική.
Αμφιβάλουμε, επειδή η Ρωσία διαθέτει αποθέματα δυτικών προϊόντων που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της οικονομίας της – ενώ έχει το χρόνο να βρει εναλλακτικές πηγές προμήθειας, από χώρες που δεν θα φοβηθούν να παρακάμψουν τις δυτικές κυρώσεις. Εκτός αυτού, γνωρίζει τις ανησυχίες της Δύσης και ειδικά της ΕΕ, σχετικά με το οικονομικό κόστος ενός παρατεταμένου πολέμου – ανησυχίες απολύτως δικαιολογημένες, μεταξύ άλλων λόγω της ισχυρής ανόδου των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού (γράφημα).
Όπως προβλέπεται δε, οι δυτικές οικονομίες θα αντιμετωπίσουν μία περίοδο επιβράδυνσης της ανάπτυξης, εάν όχι ύφεσης, σε συνδυασμό με έναν έντονα ανοδικό πληθωρισμό – μία επιστροφή δηλαδή στο στασιμοπληθωρισμό (ανάλυση) της δεκαετίας του 1970, ο οποίος στην ουσία προκλήθηκε από την άνοδο των τιμών της ενέργειας, με την οποία απάντησε η Σαουδική Αραβία στην αντίστοιχη άνοδο των τιμών των σιτηρών εκ μέρους των ΗΠΑ.
Εν προκειμένω, οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν πως πρέπει να αυξήσουν τα βασικά επιτόκια, καθώς επίσης να μειώσουν τη ρευστότητα, για να καταπολεμήσουν τις ανοδικές τιμές – κάτι που όμως θα μείωνε απότομα το ρυθμό ανάπτυξης και τις επενδύσεις, θα αύξανε την ανεργία, θα προκαλούσε χρηματιστηριακές αναταράξεις, ενώ θα οδηγούσε στα όρια αντοχής τους τις υπερχρεωμένες χώρες. Για παράδειγμα την Ιταλία που είναι υποχρεωμένη να δανείζεται τεράστια ποσά ετήσια – επειδή, σε αντίθεση με τη χώρα μας που έχει πολύ υψηλότερα χρέη ως ποσοστό του ΑΕΠ της, η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους της είναι περίπου πέντε έτη, όταν της Ελλάδας 18,2 (πηγή).
Τα προβλήματα βέβαια που θα αντιμετωπίσουν οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη, είναι εντελώς διαφορετικής τάξης μεγέθους – αφού το θέμα για αυτές δεν θα είναι ο στασιμοπληθωρισμός, αλλά η πείνα, ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού των προμηθειών σιταριού από τα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.
Εδώ, σύμφωνα με το διευθυντή του Παγκοσμίου Επισιτιστικού Προγράμματος, παρά το ότι τα σιλό σιτηρών της Ουκρανίας είναι γεμάτα, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο κινδυνεύουν να πεινάσουν (πηγή) – ενώ, με δεδομένη την κατακόρυφη μείωση της νέας σοδειάς τον Οκτώβριο, λόγω του ότι οι καλλιέργειες είναι πολύ λιγότερες στην Ουκρανία εξαιτίας του πολέμου, η κατάσταση θα επιδεινωθεί κατακόρυφα από τα τέλη του 2022.
Εύλογα λοιπόν πολλές κυβερνήσεις, όταν έλθουν αντιμέτωπες με την επιλογή είτε να εξασφαλίσουν τροφή στους πληθυσμούς τους, είτε να πληρώσουν τους διεθνείς πιστωτές τους, θα επιλέξουν το πρώτο – όπως η Σρι Λάνκα που χρεοκόπησε (ανάλυση), ενώ σε μία ανάλογη θέση ευρίσκονται πάνω από 60 κράτη παγκοσμίως.
Σε άλλες χώρες δε, ο πληθωρισμός είναι πλέον εκτός ελέγχου – όπως στην Τουρκία, όπου έχει υπερβεί το 70%. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση της προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τους Πολίτες, με τον πόλεμο στη Συρία ή/και με τις προκλητικές κινήσεις της εναντίον της Ελλάδας – οι οποίες δυστυχώς προδιαγράφουν ένα θερμό επεισόδιο πολύ σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, ο πλανήτης φαίνεται να είναι πολύ κοντά σε μία ολοκληρωτική κρίση χρέους – ενδεχομένως μοναδική στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά.
Η εργαλειοποίηση του πολέμου
Περαιτέρω, σωστά η πρόεδρος της Κομισιόν κατηγόρησε τον Putin για τη χρησιμοποίηση των τροφίμων ως όπλα (πηγή) – αν και δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για τη Δύση. Ο Ρώσος είναι ξεκάθαρα προετοιμασμένος για ένα μακροπρόθεσμο «πολεμικό παιχνίδι» – έχοντας την πεποίθηση πως δεν θα διατηρηθεί ο δυτικός συνασπισμός εναντίον του, πολύ περισσότερο αφού δεν στηρίζεται από τις άλλες χώρες του πλανήτη. Η αιτία είναι το ότι, πιστεύει πως οι οικονομικές και λοιπές συνέπειες για τη Δύση, θα είναι οδυνηρότερες από αυτές για τη Ρωσία – ενώ οι Ρώσοι είναι περισσότερο πρόθυμοι να τις υποστούν, από ότι οι Πολίτες της Δύσης.
Εκτός αυτού, έχει πλέον φανεί πως οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας δεν πέτυχαν τον αρχικό στόχο τους – κάτι που τεκμηριώνεται από την πρόσφατη απόφαση του προέδρου Biden να εφοδιάσει την Ουκρανία με προηγμένα πυραυλικά συστήματα. Εν προκειμένω, οι ΗΠΑ ελπίζουν πως με τη βοήθεια της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας, θα επιτευχθεί αυτό που δεν επετεύχθη με τις κυρώσεις και με την κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων – δηλαδή, η απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων.
Εν τούτοις, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ο πρόεδρος Putin θα ηττηθεί και θα παραδοθεί άνευ όρων – ενώ οι παράπλευρες συνέπειες του οικονομικού πολέμου είναι τεράστιες. Όπως αναφέραμε, από τη μία πλευρά μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ από την άλλη επισιτιστική κρίση, κοινωνικές αναταραχές και αλλεπάλληλες κρίσεις χρέους στις αναπτυσσόμενες – οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα πυροδοτήσουν μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα τόσο προς την Ευρώπη, όσο και προς τις ΗΠΑ. Για την Ευρώπη πάντως θα είναι πιο επώδυνες – αφού ήδη έχει εκτοξευθεί η μετανάστευση των Ουκρανών.
Μπορεί λοιπόν να θέλει η Δύση να τιμωρήσει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά η οικονομική πραγματικότητα θα την αναγκάσει αργά ή γρήγορα να συμβιβασθεί – όπως ήδη φαίνεται από τις κινήσεις ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Είναι εύλογο λοιπόν το συμπέρασμα της Guardian, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία κερδίζει τον οικονομικό πόλεμο – τονίζοντας επί πλέον πως η πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ είναι εκρηκτική, ενώ ευρίσκονται κατά πολλούς στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου.
Όσον αφορά δε τη γρήγορη ενεργειακή μετάβαση που επιδιώκει η ΕΕ, οφείλει να γνωρίζει κανείς πως σημαίνει ότι, ένα σημαντικό απόθεμα κεφαλαίου θα καταστεί άχρηστο – όπως κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, διυλιστήρια πετρελαίου κοκ.
Μόνο από τον τομέα της ενέργειας, ο ΟΟΣΑ έχει υπολογίσει τα κεφάλαια που θα χαθούν λόγω της μετάβασης σε 320 δις $ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, 520 δις $ στον τομέα του πετρελαίου και φυσικού αερίου, 20 δις $ στον τομέα της διύλισης κοκ. – κάτι που θα επιδείνωνε εν πρώτοις την ήδη προβληματική οικονομική κατάσταση πολλών ευρωπαϊκών χωρών, μετά την πανδημία και τον πόλεμο.
Επίλογος
Κλείνοντας, όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως οι ΗΠΑ δεν πέτυχαν το βασικό στόχο τους – ο οποίος δεν ήταν άλλος από το σταμάτημα της συνεργασίας της Ρωσίας με την ΕΕ και ειδικά με τη Γερμανία, η οποία θα είχε ολοκληρωθεί με τη λειτουργία του Nord Stream 2.
Έχουν δημιουργήσει επί πλέον τις συνθήκες «αποτροπής» της συνεργασίας της ΕΕ με την Κίνα, με κέντρο βάρους το δρόμο του μεταξιού – ενώ έχουν εξασφαλίσει την παραμονή της Ευρώπης στο καθεστώς της οικονομικής, ενεργειακής και στρατιωτικής υποτέλειας.
Ειδικότερα, έχουν επιτύχει την αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών των χωρών του ΝΑΤΟ – γεγονός που θα είναι πολύ κερδοφόρο για τις ίδιες και την πολεμική τους βιομηχανία. Επίσης, την εξάρτηση της ΕΕ από το αμερικανικό LNG, παράλληλα με την απεξάρτηση της από τις ρωσικές πηγές ενέργειας – οπότε πολύ μεγάλες πωλήσεις και κέρδη για τις σχιστολιθική τους βιομηχανία.
Με απλά λόγια, το Σιδηρούν Παραπέτασμα των δεκαετιών του 1940 και του 1950, σχεδιάστηκε φαινομενικά για να απομονώσει τη Ρωσία από τη Δυτική Ευρώπη – για να κρατήσει έξω την κομμουνιστική ιδεολογία και τη στρατιωτική διείσδυση. Στο ίδιο μήκος κύματος, το σημερινό καθεστώς κυρώσεων είχε και έχει ως στόχο να αποτρέψει τις χώρες του αμερικανικού ΝΑΤΟ και άλλους δυτικούς συμμάχους, από το να διευρύνουν περισσότερο το εμπόριο, τις συναλλαγές, καθώς επίσης τις επενδύσεις τους με τη Ρωσία και με την Κίνα.
Ο στόχος των ΗΠΑ δεν είναι τόσο η απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας – όσο η διατήρηση των συμμάχων τους, ειδικά των Ευρωπαίων, σταθερά εντός της αμερικανικής οικονομικής τροχιάς. Εν προκειμένω, οι (υποτελείς) σύμμαχοι των ΗΠΑ θα πρέπει να παραιτηθούν από τα οφέλη της εισαγωγής ρωσικής ενέργειας και κινεζικών προϊόντων – αγοράζοντας με πολύ υψηλότερες τιμές αμερικανικό LNG και άλλα αγαθά, κυρίως πανάκριβο στρατιωτικό εξοπλισμό.