Από: Το Παρόν - Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Στα δικά της μέτρα φέρνει τα ελληνοτουρκικά η Τουρκία, καθώς ενώ η Ελλάδα προσπαθεί να αποσπάσει μια απλή διαπιστωτική δήλωση από τους 27 για την τουρκική προκλητικότητα, η Άγκυρα διαμορφώνει την ατζέντα ενός πιθανού διαλόγου και συγχρόνως επιχειρεί να ανατρέψει συμμαχίες και συνεργασίες στις οποίες επένδυσε το προηγούμενο διάστημα η Ελλάδα.
Έτσι, η Τουρκία επιδιώκει όχι μόνο να εμπεδώσει το σύνολο των διεκδικήσεών της, αλλά να διαμορφώσει και το κατάλληλο, διεθνές και περιφερειακό, περιβάλλον για να τις επιβάλει. Μετά το μπαράζ των τουρκικών προκλήσεων του τελευταίου διαστήματος, με κορύφωση την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί του συνόλου σχεδόν των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, η Αθήνα, ορθά, επιχείρησε τη διεθνοποίηση του ζητήματος, μια προσπάθεια όμως που φαίνεται ότι έχει τα όριά της.
Η Ουάσινγκτον εξέφρασε την υποστήριξή της στον σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και συνέστησε την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω διαλόγου. Αυτή η στάση θεωρήθηκε μεν ως αποδοκιμασία της τουρκικής αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί καταδίκη της μονομερούς αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, η οποία έτσι θα είχε και συνέπειες για εκείνον που την επιδιώκει. Οι συστάσεις, για διάλογο και ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι ακριβώς αυτό που επιζητεί η Άγκυρα, και μάλιστα σε ένα θέμα ευαίσθητο, καθώς θεωρεί ότι ειδικά στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης έχει σειρά ισχυρών, νομικών και πολιτικών, επιχειρημάτων ώστε να στριμώξει την Ελλάδα.
Αλλά και σε επίπεδο ΕΕ η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Είναι σαφές ότι κανένας από τους εταίρους μας, ιδίως οι Γερμανοί και οι γνωστές για τη φιλοτουρκική στάση τους χώρες της Ανατολικής και της Βόρειας Ευρώπης, δεν θέλει να τραβήξει το σχοινί με την Τουρκία. Είτε επειδή υπάρχουν στενοί και ισχυροί οικονομικοί δεσμοί είτε επειδή θεωρούν ότι, παρά την επαμφοτερίζουσα στάση της στο Ουκρανικό, μπορεί να έχει έναν ισχυρό ρόλο στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Εξάλλου, δεν είναι λίγοι από τους εταίρους που δικαιολογούν τη στάση του κ. Ερντογάν, να πατά με τα δύο πόδια σε δύο βάρκες, με την προσδοκία ότι η Τουρκία μπορεί να συμβάλει στη μεταφορά των σιτηρών από τις αποθήκες της Ουκρανίας στην παγκόσμια αγορά, ώστε να αποτραπεί μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση, και συγχρόνως να διασφαλίσει την ομαλή ροή φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, που είναι αναγκαίο όσο ποτέ για την Ευρώπη. Έτσι και τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, για τα οποία μόνο που δεν πανηγύρισε η Αθήνα, είναι προβληματικά, καθώς εξαντλούνται σε ρητορικές προειδοποιήσεις απέναντι σε μια χώρα η οποία γνωρίζει καλά πόση αξία έχουν αυτού του είδους τα κείμενα.
Η Τουρκία, η οποία αμφισβήτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας με την υπόθεση του «Oruc Reis», έκανε παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, άρχισε τον εποικισμό των Βαρωσίων και δεν υπέστη ούτε μία σοβαρή κύρωση, γνωρίζει ότι το δυσκίνητο ευρωπαϊκό καράβι δεν πρόκειται να αντιδράσει άμεσα σε οποιαδήποτε πρόκληση εναντίον της Ελλάδας. Αλλά ακόμη και αν υπάρξει αντίδραση, θα είναι τόσο ισορροπημένη και περιορισμένη και υπό την αίρεση δεκάδων προϋποθέσεων και όρων, που δεν θα της επιφέρει παρά ελάχιστο κόστος.
Σε αυτό το κλίμα βεβαίως έχει συμβάλει και η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία μετά την απόσυρση του «Oruc Reis» συνέβαλε, με τις υποτιθέμενες μεσολαβήσεις των Γερμανών, στο ξέπλυμα της τουρκικής επιθετικότητας για ένα μεγάλο διάστημα, με αποτέλεσμα τώρα να είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει από την αρχή την προσπάθεια –και υπό δυσμενέστερες συνθήκες– να πειστούν οι Ευρωπαίοι για μία πιο αποφασιστική αντίδραση έναντι της Τουρκίας.
Πάντως, δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία είναι πρόθυμες να συζητήσουν, ως συμπαραγωγές χώρες μαζί με τη Βρετανία, την πώληση του μαχητικού Eurofighter Typhoon στην Τουρκία, ενώ φυσικά η Γερμανία συνεχίζει κανονικά το πρόγραμμα πώλησης των υποβρυχίων στην Τουρκία, που θα ανατρέψουν την όποια ισορροπία στο Αιγαίο.
Στο ΝΑΤΟ, όπως αρκετές φορές έχουμε περιγράψει, το κλίμα είναι ακόμη πιο δύσκολο, καθώς ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, παρεξηγώντας τον ρόλο του ως επικεφαλής της Συμμαχίας, λαμβάνει όλο και περισσότερο στάση Ποντίου Πιλάτου, κάτι που ευνοεί και ενθαρρύνει την επιθετικότητα της Τουρκίας. Ο τελευταίος μάλιστα δήλωσε ότι υπάρχει η δυνατότητα, όπως και μετά την κρίση του «Oruc Reis», για έναν διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ. Αυτό όμως λειτουργεί τελικά υπέρ της Τουρκίας, η οποία προτιμά να βάλει τις διεκδικήσεις της σε ένα φόρουμ στο οποίο η ίδια έχει ισχυρό ρόλο και δικαίωμα βέτο, καθώς, συγχρόνως, λόγω και του αμαρτωλού παρελθόντος των «κανόνων Λουνς» και του βέτο της Τουρκίας, η Συμμαχία αποδέχεται σιωπηρά τις μείζονες διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Είναι προφανές ότι η παρούσα κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι εξαιρετικά δύσκολη για την Αθήνα, καθώς η πίεση από την Τουρκία θα συνεχισθεί και πλέον οι συστάσεις για διάλογο δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από πίεση προς την Αθήνα να αποδεχθεί την ατζέντα που έχει θέσει η Τουρκία.
Και σε περιφερειακό επίπεδο όμως οι εξελίξεις δεν είναι καλές. Η Τουρκία συνεχίζει ακάθεκτη την επιχείρηση εξομάλυνσης των σχέσεών της με όλους τους σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες.
Στο Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μπένετ – Λαπίντ έχει καταρρεύσει και ήδη η χώρα βαδίζει σε πρόωρες εκλογές, ο υπουργός Εξωτερικών Γιαΐρ Λαπίντ –εν μέσω κρίσης– επέλεξε να μην ακυρώσει το προγραμματισμένο ταξίδι του στην Άγκυρα προκειμένου να προωθηθεί η εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών και να δημιουργηθεί έτσι ένα τετελεσμένο ακόμη και στην περίπτωση που στις εκλογές προκύψει μια κυβέρνηση Νετανιάχου, η οποία θα είναι πολύ πιο επιφυλακτική με την Τουρκία του κ. Ερντογάν.
Ο σαουδάραβας πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν επισκέφθηκε την Άγκυρα και εμφανίστηκε χαμογελαστός δίπλα στον Ερντογάν, τον οποίο μέχρι και πριν από λίγους μήνες αποκαλούσε ευθέως δολοφόνο, με αφορμή τη δολοφονία του δημοσιογράφου Κασόγκι στο σαουδαραβικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν για πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων και αυτό έχει επιπτώσεις στις περιφερειακές ισορροπίες, καθώς η Τουρκία κλείνει ένα πολύ μεγάλο μέτωπο, που της στερούσε σημαντικές επενδύσεις και συγχρόνως απορροφούσε πόρους και πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο, μιας και το Ριάντ και η Άγκυρα ήταν σε διαρκή αντιπαράθεση σε διάφορα μέτωπα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Συγχρόνως, η Τουρκία συνεχίζει την επίθεση φιλίας στην Αίγυπτο, θέλοντας να κλείσει το σημαντικότερο ανοικτό μέτωπο που έχει στην Ανατολική Μεσόγειο και να περιορίσει έτσι την ενίσχυση της συνεργασίας της Αιγύπτου με την Ελλάδα. Η πορεία εξομάλυνσης των σχέσεών τους ακολουθεί βραδείς ρυθμούς, αλλά δεν μπορεί να μη σημειωθεί το γεγονός ότι στο κοινό ανακοινωθέν της Τριμερούς Συνάντησης Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου, σε επίπεδο υπουργών Άμυνας, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην Τουρκία, παρά μόνο γενική αναφορά στην ειρηνική επίλυση των διαφορών και στην αποδοκιμασία της αμφισβήτησης της κυριαρχίας και των διεθνών συνθηκών, καθώς το Κάιρο δεν θέλει να προσδώσει αντιτουρκικό χαρακτήρα σε αυτήν τη συνεργασία.
Αλλά και στο μέτωπο της Λιβύης υπάρχουν δυσμενείς εξελίξεις, καθώς η Τουρκία ανανέωσε, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, για 18 μήνες την άδεια παραμονής των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο λιβυκό έδαφος. Με δεδομένο μάλιστα το πολιτικό αδιέξοδο στη χώρα, η Άγκυρα βάζει πιο βαθιά το πόδι της στη Λιβύη, εξασφαλίζοντας ενισχυμένη επιρροή και σε αυτήν τη ρευστή περίοδο αλλά και σε ενδεχόμενη ομαλοποίηση της κατάστασης, καθώς διατηρεί ανοικτούς διαύλους και με τους δύο πρωταγωνιστές της λιβυκής κρίσης.
Η κατάσταση δεν είναι καθόλου εύκολη και είναι προτιμότερο η κυβέρνηση, αντί να επιδίδεται σε επικοινωνιακή προσωπική διπλωματία είτε του πρωθυπουργού είτε του υπουργού Εξωτερικών, να διαμορφώσει, σε πλήρη συνεννόηση με την αντιπολίτευση, στρατηγικό σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής αλλά και το ενδεχόμενο επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος.