Από: sansimera.gr
Το πραγματικό του όνομα ήταν Βαρδάνης (από τον αρμενικό Βαρντάν, που σημαίνει τριαντάφυλλο) και ήταν γιος του πατρικίου Νικηφόρου. Οι χρονικογράφοι Άγιος Θεοφάνης ο ομολογητής και Μιχαήλ ο Σύρος τον παρουσιάζουν ως ένα μορφωμένο άνδρα, με ευφράδεια λόγου. Από νωρίς ο Βαρδάνης έδειξε τη φιλοδοξία του να διεκδικήσει τον θρόνο του Βυζαντίου και επί αυτοκράτορος Τιβερίου Γ’ εξορίστηκε στην Κεφαλληνία.
Το 711 ανακλήθηκε από την εξορία και στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ στην Χερσώνα της Κριμαίας για να καταστείλει μία στάση. Εκεί κέρδισε την υποστήριξη των προκρίτων της περιοχής, αλλά και των Χαζάρων (λαού τουρκομογγολικής προελεύσεως και συμμάχου των Βυζαντινών), που κατοικούσαν στην ενδοχώρα της Κριμαίας.
Αφού πήρε με το μέρος του και τον στόλο, που είχε στείλει ο Ιουστινιανός Β’ για να καταστείλει τη στάση, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, με το ελληνικό όνομα Φιλιππικός, σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει ο εξελληνισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής του στόλου και με τη βοήθεια του στόλαρχου πατρίκιου Μαύρου στράφηκε κατά της Κωνσταντινούπολης, την οποία κατέλαβε εύκολα, καθώς ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ απουσίαζε. Στις 4 Νοεμβρίου του 711 ανακηρύχθηκε και επισήμως αυτοκράτορας του Βυζαντίου με το όνομα Φιλιππικός.
Το πρώτο μέλημα του νέου αυτοκράτορα ήταν η σύλληψη και η θανάτωση του προκατόχου του Ιουστινιανού Β’ του Ρινότμητου, καθώς και του εξάχρονου γιου του Τιβέριου, ενέργεια που σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου.
Παρότι ανήλθε στο θρόνο ως ένας επιτυχημένος στρατιωτικός, κατά τη σύντομη βασιλεία του έδωσε προτεραιότητα στις θρησκευτικές υποθέσεις. Όπως και πολλοί αξιωματούχοι του Βυζαντίου αρμενικής καταγωγής, ο νέος αυτοκράτορας διέκειτο ευμενώς προς τον μονοθελητισμό (αιρετικό χριστιανικό δόγμα, το οποίο αναπτύχθηκε τον 7ο αιώνα για να συμφιλιώσει την Ορθοδοξία με τον μονοφυσιτισμό και πρέσβευε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις -ανθρώπινη και θεϊκή- αλλά μία θέληση), τον οποίο ευνόησε ποικιλοτρόπως.
Η πρώτη του ενέργεια ήταν να απομακρύνει τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κύρο, ο οποίος αντέδρασε, και στη θέση του να τοποθετήσει τον Ιωάννη ΣΤ’. Στη συνέχεια, ο Φιλιππικός συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα για να άρει την καταδίκη του μονοθελητισμού από τη ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (680-681).
Σε εφαρμογή αυτής της απόφασης, διέταξε την καταστροφή της εικόνας της Συνόδου που βρισκόταν στα ανάκτορα. Η ενέργεια αυτή, που προκάλεσε την αντίδραση και του Πάπα της Ρώμης, Κωνσταντίνου, θεωρείται από πολλούς ως η αρχή της Εικονομαχίας, που ταλάνισε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία τα επόμενα χρόνια.
Η απόφαση αυτή του Φιλιππικού, παρά τη θρησκευτική της χροιά, ήταν πρωτίστως πολιτική απόφαση. Σκοπό της είχε την ενότητα της αυτοκρατορίας, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων στα νότια σύνορά της. Εκεί κυριαρχούσαν πληθυσμοί, που ασπάζονταν το μονοφυσιτικό δόγμα.
Στο στρατιωτικό πεδίο, οι Βούλγαροι πολιόρκησαν το 712 την Κωνσταντινούπολη, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος από τα στρατεύματα του θέματος του Οψικίου (πολιτικο-στρατιωτική περιοχή, που ταυτίζεται με τη σημερινή Μπούρσα της Τουρκίας), που έφερε από τη Μικρά Ασία ο Φιλιππικός. Μεγαλύτερη απειλή απετέλεσαν οι Άραβες, οι οποίοι κατέλαβαν ανεμπόδιστα πολλές πόλεις του Βυζαντίου, με επικεφαλής τον πρίγκηπα του χαλιφάτου των Ομεϊαδών, Μασαλμά (Maslamah bin Abd al-Malik) και έφθασαν μέχρι τη Μικρά Ασία.
Στα τέλη Μαΐου του 713 τα στρατεύματα του θέματος του Οψικίου, που στρατοπέδευαν στη Θράκη, επαναστάτησαν κατά του αυτοκράτορα, με επικεφαλής τον κόμητα Γεώργιο Βούραφο και τον πατρίκιο Θεόδωρο Μυάκιο. Με αιφνιδιαστική ενέργεια, ένα στρατιωτικό απόσπασμα, με επικεφαλής τον πρωτοστράτορα Ρούφο, εισήλθε στα ανάκτορα, όπου βρήκε τον Φιλιππικό «μεσημβρίζοντα», σύμφωνα με τα χρονικά της εποχής, δηλαδή να παίρνει τον μεσημεριανό του ύπνο, ύστερα από ένα εορταστικό συμπόσιο για τον πανηγυρισμό μιας νίκης των Πρασίνων στον ιππόδρομο.
Ο Φιλιππικός συνελήφθη και μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο, όπου ο Ρούφος τον τύφλωσε στις 3 Ιουνίου του 713. Νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου ανέλαβε την επομένη ο αρχιγραμματέας του παλατιού Αρτέμιος, ο οποίος ονόμασε εαυτόν Αναστάσιο Β’. Ο τυφλός Φιλιππικός εξορίσθηκε από τον νέο αυτοκράτορα σε μοναστήρι της Δαλματίας, όπου πέθανε στις αρχές του 714.