danzig_hamburg / pixabay |
Από: liberal.gr - Κώστας Λάβδας
Αυτό είναι το πλαίσιο το οποίο φαίνεται να μην αντιλαμβανόμαστε. Δεν είναι μόνο η αποφυγή επιβολής τουρκικών κυρώσεων στη Ρωσία, η συνεχιζόμενη διελκυστίνδα με τους S-400 κλπ. Τόσο με τις μαζικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις στο Αιγαίο όσο και με τις δηλώσεις κατά του προέδρου Biden για τη γενοκτονία των Αρμενίων, η Τουρκία επιχειρεί να καταστήσει σαφείς συνολικά τους όρους παραμονής της στη Δύση.
Δυστυχώς οι όροι αυτοί περιλαμβάνουν τις απαράδεκτες και εξαιρετικά επικίνδυνες διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας. Με νέα κλιμάκωση την τελευταία ημέρα του Μαϊου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έθεσε σαφώς ζήτημα και για το καθεστώς των μεγάλων νησιών του Αιγαίου. Χτίζοντας πάνω στις αυθαίρετες τουρκικές θέσεις, ο Τσαβούσογλου ζήτησε πάλι την «αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών του Αιγαίου, προειδοποιώντας περαιτέρω ότι σε διαφορετική περίπτωση η Τουρκία θα ξεκινήσει συζήτηση για το καθεστώς της κυριαρχίας τους.
Πρόκειται ουσιαστικά για τρεις κατηγορίες νησιών. Τις δυο εξ αυτών η Λωζάνη δεν τις αφορά. Για την Λήμνο και τη Σαμοθράκη ισχύει η Σύμβαση του Μοντρέ (1936) η οποία αντικατέστησε την Σύμβαση της Λωζάννης. Το δε δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη έχει στο παρελθόν αναγνωριστεί από την Τουρκία.
Η δεύτερη κατηγορία, τα νησιά της Δωδεκανήσου, επίσης δεν σχετίζονται με την Λωζάνη. Τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα «κατά πλήρη κυριαρχία» με τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων (1947). Η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή τη Συνθήκη η οποία αφορά τους συμβαλλόμενους.
Αλλά και τα νησιά τα οποία τα αφορά η Λωζάνη και για τα οποία αρχικώς είχε αιτιάσεις η Άγκυρα (που όμως τώρα εγείρει αξιώσεις για το μισό Αιγαίο!), δηλαδή η Μυτιλήνη, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία, δεν προβλέφθηκε ποτέ ότι θα τελούν υπό καθεστώς «αποστρατικοποιήσεως».
Η Λωζάνη δεν περιλαμβάνει τον όρο «αποστρατιωτικοποίηση» ενώ αναγνωρίζει ότι τις δυνατότητες αυτοάμυνας. Ως γνωστόν, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Λωζάνης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να μην πραγματοποιεί υπερπτήσεις με την πολεμική αεροπορία πάνω από τις ακτές της Ανατολίας και, αντιστοίχως, η Τουρκία ανέλαβε την υποχρέωση να μην πραγματοποιεί υπερπτήσεις στα ελληνικά νησιά.
Σε κάθε περίπτωση, με το casus belli, την ύπαρξη αποβατικής δύναμης απέναντι, την κατοχή μέρους της Κύπρου, τις υπερπτήσεις αλλά και το νέο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η Τουρκία αποτελεί απειλή απέναντι στην οποία η Ελλάδα έχει το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν ποτέ να εξαιρέσει τα νησιά του Αιγαίου από το υπέρτατο δικαίωμα της αυτοάμυνας.
Παρόλα αυτά, οι αντιδράσεις των φίλων και συμμάχων – και πάλι με την εξαίρεση της Γαλλίας – είναι σήμερα χλιαρές. Ίσες αποστάσεις από Γερμανία, αμηχανία στο ΝΑΤΟ, δαιδαλώδεις διεργασίες στην ΕΕ. Οι πολύτιμες διμερείς συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ βεβαίως αποτελούν τον κατάλληλο πλαίσιο. Όμως σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα πρέπει να δραστηριοποιηθεί προετοιμαζόμενη – κάτι που σε ένα βαθμό, ευτυχώς, έχει αρχίσει να κάνει – και πείθοντας ότι εάν χρειαστεί θα συγκρουστεί.
Ελληνική κλιμάκωση τώρα
Έφτασε η στιγμή η σταθερά και αξιόπιστα ευρωατλαντική Ελλάδα να οξύνει το κλίμα. Πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ζητήσει για διάφορους λόγους – από την πανδημία μέχρι το ουκρανικό – τη σύγκλιση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών υπό την υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σήμερα η σύγκλιση του συμβουλίου για την Τουρκία είναι επιβεβλημένη.
Είναι ζήτημα και ουσίας και επικοινωνίας. Εξ’ απόψεως ουσίας, η κυβέρνηση πρέπει να συζητήσει σοβαρά και σε βάθος τα πιθανά σενάρια με τις ηγεσίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Εξ απόψεως επικοινωνίας, επείγει η αποστολή του μηνύματος: σημειώνουμε συστηματικά τις γραφικές εκδηλώσεις και δηλώσεις, αλλά στο εξής θα αντιδρούμε δυναμικά σε πράξεις προσβολής της ελληνικής κυριαρχίας όπως είναι οι υπερπτήσεις.
Και ας αφήσουμε, επιτέλους, τις δήθεν «αναλύσεις» για τα «αδιέξοδα» του Ερντογάν, ο οποίος παρουσιάζεται στην Ελλάδα ως «στριμωγμένος», «εκνευρισμένος», «στη γωνία», κλπ. Αφήστε την Τουρκία να κάνει αυτό που κρίνει σκόπιμο και ασχοληθείτε με την Ελλάδα.
Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη φάση στη διεθνή πολιτική και (για να επικεντρωθούμε μόνο στη γειτονιά μας) η Αθήνα και η Άγκυρα επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους και κινητοποιούν μέσα και πόρους, με ποικίλους συνδυασμούς θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων και για τις δυο, μέχρι στιγμής. Ο Ερντογάν παίζει πολύ σκληρό (και, βέβαια, ριψοκίνδυνο) παιχνίδι. Από τις ανοησίες περί «κτισίματος εμπιστοσύνης» που ακουγόταν πέρσι τέτοιο καιρό, περάσαμε πάλι στα «στριμωγμένος και επικίνδυνος».
Η Ελλάδα δεν είναι χώρα περιορισμένης κυριαρχίας και κανένα τμήμα της δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως έδαφος περιορισμένης ή υπό όρους κυριαρχίας. Για να μην καταλήξει σάκος του μπόξ, σε διπλωματικό επίπεδο αρχικά, σε στρατιωτικό επίπεδο αργότερα, η Ελλάδα πρέπει άμεσα να ανεβάσει τους τόνους τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ μέχρι να υπάρξει σαφής θέση απέναντι στην ευθεία απειλή της Τουρκίας. Όπως εξηγούσαμε πέρσι, με αφορμή την πραγματικά πολύτιμη ελληνογαλλική συμφωνία αμυντικής συνδρομής, η πραγματική και σοβαρότερη απειλή θα αφορά την κυριαρχία (νησιά), όχι τα κυριαρχικά δικαιώματα (ΑΟΖ).
H Τουρκία επιχειρεί πια να «γκριζάρει» όχι μόνο περιοχές και βραχονησίδες αλλά μεγάλα ελληνικά νησιά. Με στόχο να αφεθούν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου χωρίς άμυνα και, στην κατάλληλη συγκυρία, μετά από κάποια επεισόδια που θα προκληθούν με την κατάλληλη προβοκάτσια, η τουρκική αποβατική δύναμη να επιχειρήσει την κατάληψη ενός νησιού. Ώστε να ακολουθήσει μια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα σε μειονεκτική θέση.
Το γενικότερο πρόβλημα είναι ότι, όπως εξηγώ επί χρόνια, ενώ ειδικά ο Ερντογάν αποτελεί πονοκέφαλο για τη Δύση, η αναθεωρητική Τουρκία γενικά αποτελεί κίνδυνο για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή μας.
Η άμεση και οξεία αλλαγή στάσης της Ελλάδας με εντονότερες αντιδράσεις είναι πια επιβεβλημένη. Θα υπάρξουν και κίνδυνοι; Βεβαίως. Αλλά αυτή τη στιγμή η Αθήνα οφείλει να σταθμίσει ποιος κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Στην παρούσα συγκυρία και με τα δεδομένα όπως τείνουν να εξελίσσονται, η άποψή μου είναι ότι πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο αντιπροσωπεύει η αδράνεια.
Η συγκυρία είναι κρίσιμη για τη Δύση. Στην Ευρώπη, ειδικά, οι κοινωνίες θα δοκιμαστούν σοβαρά λόγω της ρωσικής εισβολής αλλά και των δυτικών κυρώσεων που, τελικώς, τις πλήττουν. Οι διακρατικές σχέσεις στο εσωτερικό της Δύσης θα δοκιμαστούν επίσης. Σε αυτή τη συγκυρία, η Ελλάδα πρέπει να αντιστρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Εάν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ δεν πάρουν θέση, το πρόβλημα για τους φίλους και εταίρους δεν μπορεί να είναι μόνο η Άγκυρα: η Αθήνα οφείλει να ξεκαθαρίσει ότι η αξιόπιστη ελληνική στάση θα πρέπει να ανταμειφθεί άμεσα με την μορφή δηλώσεων και – σε βάθος χρόνου – με σειρά ρυθμίσεων. Σε επίπεδο δηλώσεων, οι ίσες αποστάσεις θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Σε επίπεδο ρυθμίσεων, οι εξοπλισμοί από μέλη του ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν επιθετικά εναντίον άλλων μελών. Θα το επαναλάβω: η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει στην εισαγωγή μιας μορφής νέας, ειδικά επεξεργασμένης αιρεσιμότητας στα εξοπλιστικά και όχι μόνο προγράμματα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Θεωρώντας ότι η ουκρανική τραγωδία την αναβαθμίζει, η Άγκυρα επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι η επαναπροσέγγιση με τη Δύση δεν συνεπάγεται άμβλυνση των επιμέρους διεκδικήσεων και των ειδικότερων απόψεών της. Αυτό η Αθήνα οφείλει να το αμφισβητήσει άμεσα.