Από: analyst.gr
Η μείωση των επιτοκίων, η παροχή ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα με μη συμβατικά μέσα χωρίς ποσοτικό περιορισμό, οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες, είχε ως αποτέλεσμα την διόγκωση των ισολογισμών τους.
Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η διόγκωση του ισολογισμού έφθασε σε επίπεδα τριπλασιασμού περίπου σχετικά με την περίοδο που προηγήθηκε.
Παρόλα αυτά και πάρα το γεγονός ότι η αναταραχή μετά το 2013 είχε παρέλθει εν τούτοις η οικονομική ανάκαμψη δεν απέκτησε επαρκή δυναμισμό , ενώ οι τιμές όπως καταγράφονταν στον δείκτη πληθωρισμού έδειχναν κινδύνους αποπληθωρισμού.
Η ανεπάρκεια της ζήτησης οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες και πρωτόγνωρες παρεμβάσεις, όπως αυτές των αρνητικών επιτοκίων (πρωτοεμφανίστηκαν στο ευρωσύστημα τον Ιούνιο του 2014) και αυτής της αγοράς εταιρικών ομολόγων μετά τον Ιανουάριο του 2015.
Αποτέλεσμα η περαιτέρω διόγκωση του ισολογισμού της ΕΚΤ σε σημείο που στα τέλη του 2018 τα σχετιζόμενα με πράξεις νομισματικής διευκόλυνσης στοιχεία ενεργητικού να φθάνουν τα 3,5 τρις € , κάτι που έμεινε αμετάβλητο καθόλη την διάρκεια του 2019.
Φυσικά η κύρια πηγή ενίσχυσης της ρευστότητας ήταν οι καθαρές αγορές τίτλων , οι οποίες παρότι μηδενίστηκαν στις αρχές του 2019 γρήγορα διαπιστώθηκε, κυρίως κατά την Άνοιξη του 2020, ότι όχι μόνο έπρεπε να επαναληφθούν αλλά η πανδημία του Covid-19 επέβαλε διεύρυνση του προγράμματος.
Ήταν τέτοιας μορφής η αγορά κρατικών τίτλων από το ευρωσύστημα που οι τίτλοι που απέμεναν στα χέρια τρίτων να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου .
Στην περίπτωση δε των γερμανικών κρατικών ομολόγων οι τίτλοι που βρίσκονταν εκτός του χαρτοφυλακίου του ευρωσυστήματος ήταν λιγότερο του 1/10, πράγμα λογικό εάν σκεφθούμε ότι οι αγορές τίτλων γίνονταν με βάση την συμμετοχή των κρατών στα κεφάλαια της ΕΚΤ που στην περίπτωση της Γερμανίας φθάνει το 18,4% για να ακολουθεί η Γαλλία με 14,2%.
Παρότι η διετία 2018-19 για την οικονομία της ζώνης του ευρώ ήταν 2ετια υποτονικής ανάπτυξης και ιδιαίτερα χαμηλών τιμών εν τούτοις η έλευση του κορονοιού κατά την άνοιξη του 2020 έδειξε ότι τα δύσκολα έπονταν .
Πλέον η διαταραχή είχε νέα χαρακτηριστικά, τα lockdown αδρανοποιούσαν τις παραγωγικές μηχανές , οι εφοδιαστικές αλυσίδες έχασαν την κανονικότητα τους, η ζήτηση περιορίστηκε λόγω των μέτρων αποστασιοποίησης και η ύφεση είχε μείζονα χαρακτηριστικά και μεγέθη.
Ο αντίκτυπος στα πιστωτικά ιδρύματα ήταν ισχυρός αφού η αβεβαιότητα ακύρωνε τις διατραπεζικές συναλλαγές και η χρηματοδότηση τους γίνονταν αποκλειστικά μέσω των διευκολυντικών νομισματικών πολιτικών της ΕΚΤ.
Τα δε προγράμματα αγοράς τίτλων κυριάρχησαν με συνεχείς αυξήσεις των επιτρεπόμενων προς αγορά τίτλων.
Από την άλλη πλευρά οι θέσεις εργασίας στηρίζονταν σε δημοσιονομικά προγράμματα , ενώ ο περιορισμός των εισοδημάτων επέφερε με την σειρά τους την απόλυτη καθίζηση των δαπανών είτε καταναλωτικού , είτε επενδυτικού χαρακτήρα.
Η αβεβαιότητα σκίαζε τα πάντα με αποτέλεσμα την απουσία ακόμη και σκέψεων για οποιαδήποτε πρωτοβουλία.
Αποτέλεσμα η έλλειψη ζήτησης για κεφάλαια η οποία σε συνδυασμό με την απουσία φερέγγυων επενδυτών να διαμορφώνει όρους ακύρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, αφού η ρευστότητα δεν διοχετεύονταν στην πραγματική οικονομία αλλά παρέμενε στους λογαριασμούς που διατηρούσαν οι τράπεζες στο ευρωσύστημα.
Και αυτό παρότι τιμωρούνταν με αρνητικό επιτόκιο μιας και οι τοποθετήσεις στην πάγια διευκόλυνση καταθέσεων από τα μέσα Ιουνίου 2014 είχαν αρνητικό επιτόκιο (σήμερα στο -0,50%).
Όπως είναι γνωστό οι τράπεζες χρειάζονται ρευστότητα για δυο κυρίως λόγους, για να καλύπτουν την ζήτηση για μετρητά και για να καλύπτουν την υποχρέωση των ελάχιστων αποθεματικών.
Ότι υπερβαίνει την ανωτέρω ρευστότητα θεωρείτε πλεονάζουσα.
Οι τράπεζες διατηρούν τρεχούμενους λογαριασμούς στην κεντρική τους τράπεζα στους οποίους διακρατούν την πλεονάζουσα ρευστότητα, είτε την τοποθετούν στην διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων της κεντρικής.
Οπότε η πλεονάζουσα ρευστότητα δημιουργείται από την κεντρική μέσω πράξεων νομισματικής πολιτικής (τακτικών και εκτάκτων ) και αγοράς τίτλων και παραμένει σε αυτή όταν καταγράφονται δυσλειτουργίες στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μιας και η ρευστότητα δεν φθάνει στην πραγματική οικονομία.
Το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας μιας τράπεζας όταν αυτή έχει διοχετευτεί μέσω δανεισμού σε κάποια άλλη μέσω διατραπεζικών δάνειων.
Η απουσία διατραπεζικής ανακατανομής όμως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης αύξησε το ύψος της πλεονάζουσας ρευστότητας από τα επίπεδα των 1,8 τρις € κατά μέσο όρο της περιόδου Ιανουάριος 2019 έως Φεβρουάριος 2020, στα επίπεδα των 3,07 τρις € κατά μέσοόρο την περίοδο που ακολούθησε και έως τον Ιούνιο του 2021.
Με την συμπλήρωση και του δευτέρου εξαμήνου του 2021 η πλεονάζουσα ρευστότητα έφθασε τα 4,12 τρις € σε σχέση με τα 2,5 τρις € του 2020.
Σημαντικό σημείο σχετικό με την υπερβάλλουσα ρευστότητα είναι η διόρθωση του λάθους να επιβληθεί αρνητικό επιτόκιο στις καταθέσεις των τραπεζών στους λογαριασμούς που διατηρούν στις οικείες κεντρικές τράπεζες.
Το λάθος του 2014 διορθώθηκε τον Οκτώβριο του 2019 όταν διαπιστώθηκε η ενίσχυση του κινδύνου της μετακύλησης του κόστους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με το σπάσιμο των καταθέσεων που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική σε δυο τμήματα εκ των οποίων μόνο το ένα βαρύνετε με το αρνητικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.
Στα τέλη του 2021 οι καταθέσεις στο ευρωσύστημα πέρα των υποχρεωτικών έφθασε τα 4 τρις € με το μεγαλύτερο μέρος τους , περίπου 67% , να εκτοκίζονται με αρνητικό επιτόκιο (σήμερα – 0,50%).
Ο έμμεσος εκβιασμός της ΕΚΤ δεν πέρασε αφού ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας αύξησης των χορηγήσεων είναι η αξιοπιστία των επενδυτών και όχι το κόστος χρήματος .
Με το άνοιγμα των οικονομιών από την πανδημία στα τέλη του 2020 υπήρξε σαφή ώθηση της ανάπτυξης με κόστος όμως την επιτάχυνση του πληθωρισμού μια εξέλιξη που αποδίδεται στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων όπως και στο γεγονός ότι η συνολική προσφορά δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της ζήτησης.
Η πανδημία φαίνεται ότι αποτελεί παρελθόν ενώ ο πληθωρισμός προδιαγράφει μια νέα πραγματικότητα όπου η νομισματική πολιτική θα περάσει στο στάδιο της συστολής.
Οι αγορές τίτλων θα περιοριστούν, τα επιτόκια θα αυξηθούν ενώ το μέγα ζητούμενο θα είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η χορήγηση δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τα μέσα του 2021 παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης και ήδη συμβάλει στην ενίσχυση της ποσότητας χρήματος υπό την ευρεία έννοια.
Εάν συνεχιστεί και εάν ο πληθωρισμός δεν ξεφύγει σε επίπεδα που να θέτουν προσκόμματα στην ανάπτυξη , τότε η σταδιακή κάλυψη των ελλείψεων που καταγράφονται σε πρώτες ύλες, εξοπλισμό και εργατικά χέρια θα οδηγήσει σε ισορροπία τις παραγωγικές εισροές και την αγορά εργασίας.
Παλινδρομήσεις θα υπάρξουν, ήδη μετά την απότομη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων των κρατών του νότου η ΕΚΤ αναδιπλώθηκε αναφορικά με τον προγραμματισμό νέων αγορών και επανεπενδύσεων ομολόγων.
Όμως εάν θέλουμε να διαμορφώσουμε συνθήκες υγιούς ανάπτυξης επιβάλλεται ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας μακριά της πεπατημένης των παρεμβάσεων.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα προγράμματα αγοράς τίτλων σε διευρυμένη κλίμακα (εξαιρούμε την περίοδο της πανδημίας ) ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2015 με στόχο την αντιμετώπιση των κινδύνων συνθηκών αποπληθωρισμού.
Σήμερα που οι συγκυρίες ενισχύουν το πληθωριστικό υπόβαθρο ο εθισμός των παρεμβάσεων της ΕΚΤ με την βοήθεια των ‘ αγορών ‘ δείχνει πως ο παρεμβατισμός ως πρακτική έχει γίνει δεύτερη φύση για τους εμπλεκόμενους στις αναχρηματοδοτήσεις των κρατικών χρεών με τους κερδοσκόπους να περιμένουν την λάθος κίνηση για να επιβάλουν τους όρους τους.
Τα ‘εάν ‘ είναι πολλά, τα στοιχεία αβεβαιότητας εξίσου πολλά, οι προβληματισμοί και τα αδιέξοδα επίσης, όμως έχει έρθει η ώρα που πάρα το πρόσκαιρο και σημαντικό κόστος μια νέα συνθήκη θα διαμορφωθεί, αφού η τεχνική υποστήριξη με δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ήδη διανύουμε μια 15ετια όπου οι κεντρικές τράπεζες και τα δημοσιονομικά κρατικά πακέτα στηρίζουν, καθοδηγούν και διαμορφώνουν τους όρους λειτουργίας της καθημερινότητας.
Η αρχή του τέλους ήδη ξεκίνησε.
ΛΕΚΚΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ