Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στην θάλασσα, ήταν πιο σκληρός και εξοντωτικός από την ξηρά.
Κυρίαρχος αντίπαλος τα στοιχεία της φύσης και ο φόβος που προκαλούσαν οι φονικές παγίδες του εχθρού, στην απεραντοσύνη των σκοτεινών νερών.
Από: militaire.gr - Δημήτρης Σταυρόπουλος
Η σωτηρία στις τεράστιες υδάτινες παγωμένες χαράδρες των κυμάτων του Ατλαντικού ωκεανού, σχεδόν αδύνατη και το τέλος όσων ναυαγούσαν οδυνηρό και εφιαλτικό, με τάφο τον απύθμενο βυθό…
Στα σημειώματα που ακολουθούν σε δυο συνέχειες, περιγράφονται όλες οι λεπτομέρειες της «Μάχης του Ατλαντικού»
Η Μάχη του Ατλαντικού ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια στρατιωτική εκστρατεία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ξεκίνησε το 1939 και κράτησε μέχρι και το τέλος του.
Γερμανικά υποβρύχια και πλοία επιτίθονταν σε νηοπομπές των Συμμάχων που αποτελούνταν κυρίως από εμπορικά και μεταγωγικά πλοία που έπλεαν από την Αμερική προς τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σοβιετική Ένωση.
Οι επιθέσεις των κομβόι στον Ατλαντικό άρχισε αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου.
Το πρώτο Βρετανικό εμπορικό πλοίο που βυθίστηκε, ήταν το SS Athenia από το υποβρύχιο U-30, λίγες ώρες μόνο μετά την κήρυξη του πολέμου…
Με τον όρο Μάχη του Ατλαντικού αναφέρεται η μεγαλύτερη σε διάρκεια στρατιωτική επιχείρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού διήρκεσε από το 1939 μέχρι τη στρατιωτική κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας το 1945, θεωρούμενη έτσι ως η μακροβιότερη μάχη του πολέμου.
Βέβαια μπορεί στο χώρο αυτό να μη συνέβησαν μεγάλες ναυμαχίες ή αεροναυμαχίες όπως αντίθετα δόθηκαν την ίδια περίοδο στον Ειρηνικό ωκεανό, υπήρξε όμως ένα τεράστιο πεδίο κυρίως ανθυποβρυχιακών αγώνων επικυριαρχίας αλλά και επιβίωσης με τεράστιες καταστροφές.
Η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Ουίνστων Τσώρτσιλ.
Στην εκστρατεία αυτή το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) χρησιμοποίησε δυνάμεις επιφανείας αλλά, κυρίως, υποβρύχια για να εξουδετερώνει τις Συμμαχικές νηοπομπές που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και το Νότιο Ατλαντικό με κατεύθυνση κύρια το Ηνωμένο Βασίλειο και (αργότερα) τη Σοβιετική Ένωση.
Οι Γερμανοί βοηθήθηκαν από το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (Regia Marina), το οποίο ενεπλάκη στη σύγκρουση από τον Ιούνιο του 1940. Αναφέρεται, επίσης και εμφάνιση Ιαπωνικών υποβρυχίων στον Ατλαντικό.
ΟΙ ΔΥΟ ΣΤΟΛΟΙ
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, οι στόλοι και των δύο χωρών ήταν σχετικά ανέτοιμοι.
Ο Χίτλερ γνώριζε ότι το Ναυτικό του ήταν κατά πολύ υποδεέστερο σε δυνάμεις σε σχέση τόσο με το Βρετανικό όσο και με το Γαλλικό (Marine Nationale).
Οι Γάλλοι, μάλιστα, είχαν ανανεώσει πρόσφατα τα σκάφη τους και διέθεταν έναν από τους πλέον σύγχρονους στόλους στην Ευρώπη.
Οι Βρετανοί διέθεταν βέβαια ακόμη 12 θωρηκτά, 5 αεροπλανοφόρα και 53 καταδρομικά, αλλά τα περισσότερα από αυτά ήταν “απομεινάρια” του Πρώτου πολέμου.
Μόνο τα “Χουντ” και “Ρινόουν” μπορούσαν να φθάσουν την ταχύτητα των σύγχρονων Γερμανικών θωρηκτών, ενώ το μοναδικό σύγχρονο αεροπλανοφόρο, το “Αρκ Ρόαγιαλ” μετέφερε πεπαλαιωμένα αεροσκάφη. Συνολικά η Βρετανία διέθετε μόνο 7 αεροπλανοφόρα, από τα οποία τρία ήταν τόσο πεπαλαιωμένα που ένα τους καταστράφηκε από βόμβες που έπεσαν κοντά του χωρίς να το πλήξουν.
Με την έναρξη του πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939 το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Γερμανικού στόλου άλλαξε.
Ενώ το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε ομογενή στόλο σκαφών επιφανείας, δόθηκε εντολή να περατωθούν μόνον όσα σκάφη επιφανείας είχαν ήδη ξεκινήσει να κατασκευάζονται ενώ η κατασκευή όσων είχαν μόνο σχεδιαστεί ματαιώθηκε.
Αντίθετα, ξεκίνησε ένα “βαρύ” πρόγραμμα κατασκευής υποβρυχίων.
Ενώ το έως τότε πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή 2 – 4 υποβρυχίων μηνιαία, το νέο πρόγραμμα προέβλεπε αυτό τον αριθμό να εκτοξεύεται στα 20 – 25 σκάφη ανά μήνα.
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στους τύπους VIIC και IXC.
Τα VIIC είχαν μικρό εκτόπισμα (μόνο 570 κ.ο.χ.) αλλά μπορούσε να μεταφέρει 12 – 14 τορπίλες και είχε σχετικά μεγάλη ακτίνα δράσης.
Για τον Ντένιτς ήταν ιδεώδες.
Ελαφρύ και εύχρηστο, ευκίνητο, δύσκολο να εντοπιστεί τη νύκτα.
Ο δεύτερος τύπος έφτανε τους 740 κ.ο.χ. και ενώ ήταν λιγότερο ευκίνητο, είχε μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και μετέφερε περισσότερες τορπίλες.
Οι δυνάμεις επιφανείας των Γερμανών ήταν πραγματικά κατά πολύ υποδεέστερες των αντίστοιχων Βρετανικών τόσο ποιοτικά όσο, κυρίως, ποσοτικά.
Βέβαια, οι Βρετανοί ήσαν υποχρεωμένοι να περιφρουρούν θαλάσσιες οδούς και 2.500 εμπορικά πλοία και ούτε αυτοί βρίσκονταν σε καλή κατάσταση.
Τα περισσότερα σκάφη τους ήταν πεπαλαιωμένα ενώ είχε μειωθεί και ο αριθμός τους.
Παρόλ’ αυτά ο Χίτλερ αποφάσισε να ακολουθήσει τακτική που θα του επέτρεπε να παρακάμψει το εμπόδιο των υποδεέστερων δυνάμεων.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Την έναρξη της μάχης του Ατλαντικού σηματοδότησε η βύθιση του υπερωκεανίου “Αθίνια” (Athenia), 13.581 κ.ο.χ. της εταιρείας “Donaldson Atlantic” από το υποβρύχιο U-30 με κυβερνήτη τον Φριτς – Γιούλιους Λεμπ (Fritz-Julius Lemp). Το “Αθίνια” τορπιλίστηκε και βυθίστηκε 250 μίλια δυτικά του Ντόνεγκαλ (Ιρλανδία). και ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Γλασκώβη – Νέα Υόρκη.
Ο Σκώτος πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ ήταν έμπειρος ναυτικός που υπηρετούσε σε αυτή τη γραμμή από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και απέστειλε το εξής Λακωνικό τηλεγράφημα στην εταιρεία του ύστερα από τον τορπιλισμό:
«Τορπιλιστήκαμε 250 μίλια δυτικά του Inistrahull, Donegal.
Επιβάτες και πλήρωμα, εκτός όσων φονεύθηκαν από την έκρηξη, επιβιβάστηκαν στις λέμβους και περισυλλέγησαν από παραπλέοντα σκάφη.»
Το σκάφος μετέφερε 1.400 επιβάτες από τους οποίους 311 Αμερικανοί. Σκοτώθηκαν 112 άτομα.
Ο Τσώρτσιλ, που τότε υπηρετούσε ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο τορπιλισμός έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση και ότι η ενέργεια αυτή πρέπει να στιγματιστεί ως απάνθρωπη.
Ο τορπιλισμός αυτός προκάλεσε σοκ στους Αμερικανικούς κύκλους αλλά και στην κοινή γνώμη.
Σε σύσκεψη στο Λευκό Οίκο εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συνοδεύονται με νηοπομπές όσα σκάφη μεταφέρουν στον Ατλαντικό Αμερικανούς πολίτες.
Το ενθουσιώδες πλήρωμα του πλοιάρχου Λεμπ νόμισε ότι το “Αθίνια” ήταν εξοπλισμένο εμπορικό – καταδρομικό, αλλά αυτή η ενέργεια έκανε το Ναυαρχείο να πιστέψει ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην έναρξη υποβρυχίου πολέμου χωρίς όρια.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή, οι Βρετανοί οργάνωσαν για μια ακόμη φορά το σύστημα των νηοπομπών.
Τα εμπορικά πλοία ταξιδεύουν σε ομάδες συνοδευόμενα από ένα ή δύο πολεμικά σκάφη εξοπλισμένα για ανθυποβρυχιακό πόλεμο (αντιτορπιλικά ή κορβέτες).
Η πρώτη νηοπομπή, OG1, οργανώθηκε στη διαδρομή Ην. Βασίλειο – Γιβραλτάρ τον Οκτώβριο, ενώ εκείνη την εποχή, λόγω της απώλειας των U-42 και U-45 ο Ντένιτς διέθετε μόνο τρία από τα προβλεπόμενα εννέα υποβρύχια εναντίον της νηοπομπής.
Η επόμενη, HG3, η οποία ήταν ασυνόδευτη, έχασε τρία από τα 27 πλοία της.
Συνολικά τον Οκτώβριο του 1939 βυθίστηκαν 22 Βρετανικά, συμμαχικά και ουδέτερα σκάφη (ανεξαρτήτως αιτίας) και δύο Γερμανικά υποβρύχια.
Τον επόμενο μήνα, καθώς ο Τσώρτσιλ ζητούσε από τα αεροπλανοφόρα να εντείνουν τις περιπολίες και τα σμήνη παράκτιας περιπολίας να επιτίθενται κατά των εντοπιζόμενων υποβρυχίων, αυτό έγινε αλλά τα μεν αεροσκάφη δε διέθεταν πληρώματα κατάλληλα εκπαιδευμένα ούτε αποτελεσματικές ανθυποβρυχιακές βόμβες ενώ η χρήση αεροπλανοφόρων έθετε τα πολύτιμα για τη Βρετανία σκάφη αυτά σε θανάσιμο κίνδυνο.
Στο μεταξύ η Γερμανική προπαγάνδα δε μένει απαθής.
Ο Völkischer Beobachter (Λαϊκός παρατηρητής), επίσημη εφημερίδα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος την επόμενη ημέρα της βύθισης του Αθίνια αναγράφει ότι «ο κ. Τσώρτσιλ εβύθισε το Αθίνια με μια καταχθόνια μηχανή, αδιαφορώντας για τη ζωή 1.400 ανθρώπων, προκειμένου να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ».
Τη βύθιση του Αθίνια ακολουθεί το ατμόπλοιο “Ρόγιαλ Σεπτρ” (Royal Sceptre) από το υποβρύχιο U-48 με κυβερνήτη τον Χέρμπερτ Σούλτσε (Herbert Schultze), ο οποίος έστειλε και τηλεγράφημα στο Βρετανικό Ναυαρχείο (υπόψιν κ. Τσώρτσιλ προσωπικώς), ανακοινώνοντας τη θέση βύθισης του σκάφους 300 μίλια νότια του ακρωτηρίου Φινιστέρου και ζητώντας να ληφθεί μέριμνα για την περισυλλογή των επιζώντων (εννέα μέλη του πληρώματος και ο Πλοίαρχος είχαν φονευθεί από τα πυρά του υποβρυχίου).
Ακολουθούν, ανάμεσα στις άλλες, δύο σημαντικές βυθίσεις:
Το Σεπτέμβριο το υποβρύχιο U-29 βυθίζει το μετασκευασμένο σε αεροπλανοφόρο “Καράτζους” (Courageous) ενώ στις 14 Οκτωβρίου τορπιλίζεται μέσα στο αγκυροβόλιό του το θωρηκτό “Ρόγιαλ Όακ” (Royal Oak) στο Σκάπα Φλόου.
Την εξαιρετικής τόλμης αυτή επιχείρηση έφερε σε αίσιο πέρας ο κυβερνήτης του υποβρυχίου U-47 Γκίντερ Πρίεν (Günther Prien).
Στην πραγματικότητα τα υποβρύχια του Ντένιτς ήταν ακόμη αδύνατο να επιβάλουν τον προβλεπόμενο ναυτικό αποκλεισμό της Βρετανίας.
ΟΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΕΣ ΝΑΡΚΕΣ
Στις 22 Νοεμβρίου 1939, ένα γερμανικό αεροσκάφος εντοπίστηκε να ρίχνει κάτι με αλεξίπτωτο σ ένα παραθαλάσσιο ποταμό.
Η έρευνα που ακολούθησε οδήγησε στην ανακάλυψη του αντικειμένου που είχε ριφθεί και είχε πέσει στο βούρκο των οχθών του ποταμού κοντά στην περιοχή Σουμπέρινες (Shoeburyness).
Επρόκειτο για μια μαγνητική νάρκη.
Οι δύο πυροτεχνουργοί του Ναυτικού Ούβρις και Λιούις προσπάθησαν να την απενεργοποιήσουν διαπιστώνοντας τελικά ότι δεν ήταν οπλισμένη και την παρέδωσαν για εξέταση στα εργαστήρια του Ναυτικού.
Εκεί αποκαλύφθηκε η τεχνική που χρησιμοποιούσε το όπλο και οι Βρετανοί οργάνωσαν τον απομαγνητισμό των σκαφών τους (degaussing) με τη χρήση ηλεκτρομαγνητών, ώστε να μην έλκουν τις παραπλέουσες μαγνητικές νάρκες.
Οι Γερμανοί απάντησαν χρησιμοποιώντας τις νάρκες που ενεργοποιούνταν με πίεση (pressure – activated) και οι Βρετανοί θέλησαν να απαντήσουν ρίπτοντας επιπλέουσες νάρκες στο Ρήνο, αλλά αντιμετώπισαν το βέτο των Γάλλων, που φοβήθηκαν Γερμανικά αντίποινα με βομβαρδισμό Γαλλικών πόλεων.
Τα σκάφη επιφανείας δε μένουν αδρανή.
Τα δύο θωρηκτά “τσέπης” και τα βαρέα καταδρομικά του στόλου επιφανείας του Αρχιναυάρχου Έριχ Ρέντερ ξεχύνονται τον Αύγουστο του 1939 στους ωκεανούς με τον ίδιο στόχο.
Την καταβύθιση όσων σκαφών μεταφέρουν εφόδια προς τη Βρετανία.
Ωστόσο η αρχική επιφυλακτικότητα (ή ελπίδα) του Χίτλερ να συνάψει συμφωνία με τη Βρετανία τους απαγορεύει να αρχίσουν αμέσως την αποστολή τους.
Η τελική διαταγή επίθεσης κατά Βρετανικών σκαφών δίνεται μόνο στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ η “γενική επίθεση κατά εμπορικών σκαφών” παίρνει το πράσινο φως μόνο στις 16 Οκτωβρίου.
Τη στιγμή λοιπόν που η έκβαση του ναυτικού πολέμου δεν ήταν ευνοϊκή, η νίκη του «Δαυίδ κατά του Γολιάθ» επανεπιβεβαίωσε την πίστη της βρετανικής κοινής γνώμης προς το Βασιλικό Ναυτικό.
Διέλυσε το μύθο που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα θωρηκτά τσέπης, τα οποία φάνηκε ότι μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από πολύ μικρότερα καταδρομικά.
Το Βρετανικό Ναυτικό με τη νίκη του εναντίον του Graf Spee στον ποταμό Ριο ντε Λα Πλάτα στην Νότιο Αμερική, εξόρκισε το φάντασμα του Σκάπα Φλόου, όπου τη νύχτα της 13/14 Οκτωβρίου 1939 το γερμανικό υποβρύχιο U-47 με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Gunther Prien βύθισε το Βρετανικό θωρηκτό Royal Οak.
H δημοτικότητα του Winston Churchill, Πρώτου Λόρδου του Βρετανικού Ναυαρχείου (Υπουργός Ναυτικών), ανέβηκε κατακόρυφα. Ήταν αυτός που με μεγάλο πλήθος υποδέχθηκαν το Φεβρουάριο του 1940 στο Πλύμουθ το ηρωικό Exeter που μετά από τρομακτικές προσπάθειες στα νησιά Φώκλαντς, ώστε να γίνει αξιόπλοο, επανήλθε στη βάση του για ριζική αποκατάσταση των ζημιών.
H ναυμαχία του River Plate ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά και συναρπαστικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ύστερα από την κατάληψη της Νορβηγίας (Απρίλιος 1940) αρχικά και της Γαλλίας (Ιούλιος 1940) τα Γερμανικά υποβρύχια απέκτησαν νέες βάσεις εξόρμησης, γεγονός που από μόνο του αύξησε την ακτίνα δράσης των υποβρυχίων, καθώς μείωνε τις αποστάσεις που έπρεπε να διανύσουν.
Οι Γερμανοί εγκαθιστούν ναυτικές βάσεις στη Βρέστη, στο Λοριάν, στη Λα Παλίς και στη Λα Ροσέλ, μειώνοντας την προς τον Ατλαντικό απόσταση κατά 450 ναυτικά μίλια (περίπου 720 χλμ).
Πληροφορίες
greekworldhistory.blogspot.com
Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια