Tο τελευταίο διάστημα, σε καθημερινή βάση, είμαστε μάρτυρες μίας καταιγιστικού ρυθμού ανεξέλεγκτης, λεκτικής έκφρασης του τουρκικού αναθεωρητισμού, ο οποίος πλέον στρέφεται άμεσα κατά της κυριαρχίας της χώρας μας και ιδιαίτερα των μικρών, μεσαίων και μεγάλων νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Από: newsbreak.gr - Του Περικλή ΖορζοβίληΣε έξαλλη (ευφημισμός) κατάσταση, ηλικιωμένοι Τούρκοι πολιτικοί (ο ηλικίας 68 ετών Ερντογάν και οι 74χρονοι Μπαχτσελί και Κιλιτσντάρογλου) εκτοξεύουν απειλές κατά της χώρας, επιθέσεις σε προσωπικό επίπεδο κατά της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και επιχειρούν να αντιστρέψουν την πραγματικότητα. Κατά πόδας τούς ακολουθεί πλειάδα Τούρκων αξιωματούχων, οι οποίοι ζήλωσαν… τη δόξα ηρώων κινηματογραφικών ταινιών. Οπως, για παράδειγμα, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ομέρ Τσελίκ, ο οποίος, παρακολουθώντας την τελική φάση της πολυεθνικής άσκησης «Efes 2022», ανάρτησε στον λογαριασμό του στο twitter φωτογραφίες και το σχόλιο «Μια νύχτα θα έρθουμε ξαφνικά». Είναι προφανές, όμως, ότι στον κ. Τσελίκ διέφυγε μία μικρή λεπτομέρεια. Η απειλή του θα ήταν πιο πειστική, αν συνοδευόταν από φωτογραφίες νυκτερινών δραστηριοτήτων ή έστω από τη νυκτερινή αποβατική ενέργεια της άσκησης, η οποία δεν εκτελέστηκε σε πραγματικό χρόνο αλλά μεταδόθηκε μαγνητοσκοπημένη (!) σε οθόνες στο παρατηρητήριο της άσκησης, όπως ανέφερε ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης.
Οι απειλές της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και άλλων κρατικών αξιωματούχων συστηματικά αναπαράγονται από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και ενισχύονται με αναλύσεις διαφόρων ειδικών και αναλυτών, οι οποίοι, προκειμένου να δώσουν προστιθέμενη αξία στη δημόσια εμφάνισή τους, προβάλλουν πιο ακραίες και προωθημένες θέσεις.
Ο σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι τριπλός.
- Να δημιουργηθεί «πολεμικό» κλίμα, ώστε όταν η Αγκυρα αποφασίσει να κάνει το κρίσιμο βήμα, δηλαδή μία ενέργεια που θα φέρει τις δύο χώρες σε στρατιωτική αντιπαράθεση επί του πεδίου, η τουρκική κοινωνία να υποστηρίξει αυτή την επιλογή, ταυτόχρονα αποδεχόμενη να καταβάλει και το κόστος (σε ανθρώπινο αίμα) που θα προκύψει.
- Να παρουσιαστεί η Τουρκία στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ως «ταύρος σε υαλοπωλείο», που είναι έτοιμη και αποφασισμένη να κινηθεί μονομερώς και δυναμικά για να διαμορφώσει το περιβάλλον με τους όρους της, και κατ’ επέκταση να ωθήσει τους γνωστούς και μη εξαιρετέους «επιδιαιτητές» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στην υποβολή συστάσεων ή και πιέσεων στην Αθήνα ώστε γίνει αποδεκτή η «φινλανδοποίηση» της χώρας, ώστε η Δύση να αποφύγει μία μείζονα κρίση.
- Να «παραλλάξει» μέσω των λεκτικών λεονταρισμών και της ρητορικής επίδειξης αποφασιστικότητας, που έχουν φθάσει σε απίστευτα επίπεδα γραφικότητας, την ουσιαστική στρατιωτική αδυναμία της να επιβάλει στο πεδίο τις απαιτήσεις της και ταυτόχρονα να αποφύγει το ρίσκο μίας άμεσης, ολοκληρωτικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Ελλάδα.
Ας είμαστε, λοιπόν, κυνικοί. Αν η Τουρκία εκτιμούσε ότι μπορούσε να επιτύχει τους στόχους του νεοοθωμανικού αναθεωρητισμού της με στρατιωτικά μέσα θα το είχε ήδη πράξει και πιθανότατα τα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας, λίγο μετά τη χρεωκοπία του 2010, όταν η χώρα, η κοινωνία και οι θεσμοί της αντιμετώπισαν το σοκ της χρεοκοπίας. Δεν το έπραξε, γιατί και τότε είχε κρίνει ότι ακόμα και αν ο συσχετισμός της στρατιωτικής ισχύος ήταν θετικός για αυτή, υπήρχε ικανό ποσοστού κινδύνου απωλειών και μη επιτυχίας του εγχειρήματος. Και παρά το γεγονός ότι η χώρα μας είχε εκείνη την περίοδο κάνει επίσημα γνωστό ότι θα αντιμετώπιζε τυχόν ελληνοτουρκική κρίση ως «σημειακή».
Εξάλλου, η ιστορία αποδεικνύει ότι η Τουρκία στο πεδίο κινείται εκ του ασφαλούς. Στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Μεραρχία αποσύρθηκε το 1967, η Αγκυρα εκμεταλλεύτηκε το πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο και την, λόγω της επταετούς δικτατορίας, ανώμαλη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, για να εισβάλει και να δημιουργήσει τετελεσμένο.
Το 1996 ήταν η ασταθής πολιτική κατάσταση στη χώρα (μεσούσης της κρίσης, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου παραιτήθηκε για λόγους υγείας στις 18 Ιανουαρίου 1996 και τον διαδέχτηκε ο Κώστας Σημίτης που ορκίστηκε στις 22 Ιανουαρίου 1996) και οι δικές μας αδυναμίες που οδήγησαν στο φιάσκο της κρίσης των Ιμίων.
Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις, ότι ακόμη και υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ευνοϊκές συγκυρίες, η κατάληξη θα μπορούσε να ήταν θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Αντίθετα, τον Μάρτιο του 2020, οπότε η Τουρκία με την οπλοποίηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών επιχείρησε να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα, να «τσακίσει» τη θέληση της τότε κυβέρνησης και να εκμαιεύσει πολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ήταν η άμεση αντίδραση και αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς που οδήγησε στην κατάρρευση των τουρκικών σχεδιασμών.
Πιθανόν περισσότερο και από εμάς η Αγκυρα έχει κατανοήσει ότι η Ελλάδα δεν είναι Λιβύη ούτε Συρία. Οτι η επιλογή μίας στρατιωτικής σύγκρουσης με την Ελλάδα ενέχει μεγάλους κινδύνους (κόστος) και ότι το επιθυμητό για την Τουρκία αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι. Και αυτή ακριβώς η κατανόηση μπορεί να την οδηγήσει και σε φάση αποκλιμάκωσης.
Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν αρχίσει να επουλώνουν τις πληγές της δεκαετίας των «ισχνών αγελάδων». Επίσης, εξ ορισμού απολαμβάνουν το πλεονέκτημα που έχει κάθε αμυνόμενος: θα επιχειρήσουν σε έδαφος που το γνωρίζουν πολύ καλά και το οποίο μετά τόσες δεκαετίες ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης έχουν (ή θα έπρεπε να έχουν) οργανώσει αμυντικά σε υψηλό βαθμό. Ταυτόχρονα, προγράμματα που συμβασιοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια πλέον προσεγγίζουν το χρονικό σημείο που θα αρχίσουν να αποδίδουν το προσδοκώμενο όφελος (π.χ. ο εκσυγχρονισμός των μαχητικών F-16). Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι τέλεια και δεν υφίστανται περιθώρια, ακόμη και μεγάλα, για βελτιώσεις σε όλα τα επίπεδα.
Ακόμα και αν επιβεβαιωθεί η εκτίμηση που διατυπώθηκε παραπάνω, ότι δηλαδή αν η Τουρκία μπορούσε να επιτύχει τους στόχους της με στρατιωτικά μέσα θα το είχε ήδη πράξει, κάθε άλλο παρά αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Αντίθετα θα πρέπει να δώσει περαιτέρω ώθηση στο σχέδιο περαιτέρω ενίσχυσης της εθνικής στρατιωτικής ισχύος (και κατ’ επέκταση της αποτρεπτικής ικανότητας) και της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Γιατί χωρίς οικονομική και κοινωνική ευημερία ισχυρή και, το κυριότερο, διατηρήσιμη, αμυντική ικανότητα δεν υφίσταται.
Σε «κόκκινο» συναγερμό η Ελλάδα
Η Ελλάδα οφείλει να έχει λάβει μέριμνα για τα στοιχειώδη και, στην περίπτωση που «ανοίξουν οι πόρτες του φρενοκομείου», να επιδείξει τη θέληση να «διαβεί τον Ρουβίκωνα». Δηλαδή όχι απλώς να διαχειριστεί/εκτονώσει μία κρίση, αλλά να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να επιφέρει θανάσιμο και, ει δυνατόν, καταληκτικό πλήγμα στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Εντός και εκτός της χώρας, εντός και εκτός εισαγωγικών εταίροι, φίλοι, σύμμαχοι και εχθροί θα πρέπει να πειστούν ότι σε περίπτωση τουρκικής απόπειρας χρήσης στρατιωτικής ισχύος, η κλιμάκωση από ελληνικής πλευράς θα είναι κάθετη. Δεν χρειάζονται εντυπωσιακές δηλώσεις και μεγαλοστομίες, αλλά πράξεις και δράσεις, που υλοποιούνται αθόρυβα και συστηματικά. Η μόνη αναγκαία συνθήκη είναι να έχουμε λάβει μέριμνα για τα στοιχειώδη και να εστιάσουμε στην υλοποίηση των αυτονοήτων. Θέματα στα οποία θα επανέλθουμε.