Δηλώσεις για αποκλιμάκωση, ιδέες του ΓΓ του ΝΑΤΟ για «πλατφόρμα» εντος της Συμμαχίας για να «συζητούν» Ελλάδα -Τουρκία, κατευθυνόμενες και στημένες τουρκικές(;) διαρροές που θέλουν να υπαγορεύσουν στην Ελλάδα την στάση της στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, συνθέτουν ένα σκηνικό που απλώς επιδιώκει να ξεπλύνει την τουρκική επιθετικότητα εναντίον της χώρας μας και συγχρόνως να μετατρέψει τις μονομερείς διεκδικήσεις της σε ατζέντα διαλόγου...
Από: liberal.gr / Νίκος Μελέτης
Πέρυσι τον Ιούνιο η Ε.Ε. μόνο που δεν έσπευσε να στρώσει με ροδοπέταλα τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας με τον κ. Μπορέλ και το Βερολίνο να ρίχνουν το βάρος τους στην θετική ατζέντα με την Τουρκία προβάλλοντας την περίφημη «αποκλιμάκωση» που είχε υπάρξει στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών. Το αφήγημα αυτό είχε ξεκινήσει μερικούς μήνες πριν, στο τέλος του 2020 με πρωτοβουλία και πάλι της Κομισιόν και των Γερμανών που θεωρούσαν ότι επειδή το Oruc Reis δεν είχε επιστρέψει μετά τις παράνομες έρευνες εβδομάδων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αυτό ήταν ένα σοβαρό δείγμα αποκλιμάκωσης και συνεπώς έπρεπε η Τουρκία όχι μόνο να μην υποστεί κυρώσεις αλλά αντιθέτως να επιβραβευθεί.
Σε αυτό το κλίμα είχαν συμβάλει και οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης που το άγχος της επανάληψης ενός νέου επεισοδίου με το Oruc Reis την οδήγησαν να «χαιρετίσει» την αποκλιμάκωση.
Και έτσι η Τουρκία βρέθηκε να ξεπερνά χωρίς καμιά συνέπεια, αυτή την πρωτοφανή αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και να ανακουφίζονται οι γραφειοκράτες της Κομισιόν και του Βερολίνου που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο μια αναταραχή στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Έτσι για μεγάλο διάστημα μέχρι την πρόσφατη κλιμάκωση εκ μέρους του Ερντογάν η Τουρκία έμενε ουσιαστικά στο απυρόβλητο επειδή απλώς δεν έστειλε και πάλι ένα ερευνητικό ή ένα γεωτρύπανο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ή επειδή δεν εκτέλεσε μια επιθετική ενέργεια εναντίον ενός ελληνικού νησιού.
Φυσικά από το 2019 και μετά η Τουρκία έχει επιβάλει μια εντελώς διαφορετική ατζέντα στα ελληνοτουρκικά, με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο και κατόπιν με την σύνδεση της υποτιθέμενης υποχρέωσης αποστρατικοποίησης των νησιών με την ελληνική κυριαρχία επ αυτών.
Και αυτά τα δυο θέματα προστίθεται στο casus belli και στις «γκρίζες ζώνες» διαμορφώνοντας τον σκληρό και διευρυνόμενο πυρήνα των τουρκικών αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η άρση αυτών των διεκδικήσεων είναι το ζητούμενο για την Ελλάδα και πρέπει να είναι και ο στόχος μιας ουσιαστικής Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης και όχι η περίφημη «αποκλιμάκωση» που απλώς αποτελεί συνήθως μια τακτική ανάπαυλας της Τουρκίας πριν συνεχίσει για την επόμενη διεκδίκηση..
Η Αθήνα πρέπει να απεμπλακεί από αυτή την λογική ,καθώς το εάν η Τουρκία έκρινε ότι τα γεωτρύπανα και τα ερευνητικά της ήταν πολύ πιο παραγωγικά στην Μαύρη Θάλασσα από ότι στην Αν. Μεσόγειο που έκαναν επίδειξη σημαίας παραβιάζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και εάν τα τουρκικά μαχητικά θα αναστείλουν για τρεις τέσσερις ημέρες προ των Συνόδων Κορυφης την καθημερινή πρακτική των παραβιάσεων του Ελληνικού Εναερίου Χώρου ,καθόλου δεν αλλάζει η πραγματικότητα της μεγάλης απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Για την Ελλάδα το μείζον ζήτημα δεν είναι να εμφανιστεί η Ε.Ε. η το ΝΑΤΟ ως ουδέτεροι μεσολαβητές να προτείνουν ΜΟΕ ή βήματα αποκλιμάκωσης των εντάσεων που προκαλεί ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας, αλλά να μπορέσει να αξιοποιήσει την ιδιότητα ως μέλος τουλάχιστον της Ε.Ε. για να ενισχύσει την αποτρεπτική ισχύ της και συγχρόνως να αποκρούσει την γενικευμένη αμφισβήτηση της κυριαρχίας της.
Ούτε φυσικά αποτελεί ουσιαστική στήριξη στην Ελλάδα η τακτική των Βρυξελλών και η λογική κυρίως του Βερολίνου ότι πρέπει διαρκώς να προσφέρονται κίνητρα στην Τουρκία με την προσδοκία ότι έτσι θα καταστεί πιο ήπια, καθώς αυτού του είδους ο κατευνασμός έχει αποτύχει την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία, καθώς η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας κάθε άλλο παρά άμβλυνε την επεκτατική πολιτική της αλλά αντιθέτως την εξέθρεψε.
Ο κ. Στόλτενμπεργκ χθες πρότεινε να είναι το ΝΑΤΟ η «πλατφόρμα όπου μπορούν να συναντηθούν Ελλάδα και Τουρκία» και επανάφερε την ιδέα του μηχανισμού που χρησιμοποιήθηκε όπως είπε το 2020 για να «αποτρέψουμε την δημιουργία ανεξέλεγκτου σπιράλ εντάσεων». Όμως πόσο χρήσιμος μπορεί να είναι ένας τέτοιος μηχανισμός όταν ο κ. Στόλτενμπεργκ με την «ουδετερότητα» του απλώς βάζει πλάτες στον επιτιθέμενο; Και πάντως το θέμα δεν είναι ένας στρατιωτικός δίαυλος επικοινωνίας Ελλάδας- Τουρκίας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ (όπου λόγω του βέτο της Τουρκίας υπάρχει συγκεκριμένη αντιμετώπιση τόσο για τον ελληνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ. όσο και για τις «γκρίζες ζώνες» αλλά και για την αποστρατικοποίηση των νησιών) καθώς το παιγνίδι έτσι είναι εξ υπαρχής «σικέ».
Επίσης το τελευταίο διήμερο υπάρχει συστηματική προβολή δηλώσεων υποτιθέμενων «ανώνυμων» τουρκικών πηγών , από ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ, με τα οποία επιχειρείται η υπαγόρευση στην Αθήνα της στάσης της στο ΝΑΤΟ. Και η «διαρροή» είναι ότι «εάν δεν προκαλέσει ο Κ. Μητσοτάκης στο ΝΑΤΟ, τότε ούτε η Τουρκία θα θέσει θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών». Αυτόν τον εκβιασμό επιχειρεί να περάσει η τουρκική προπαγάνδα θέλοντας έτσι να φιμώσει την Ελλάδα και να μην τεθεί το ζήτημα της γενικότερης αποσταθεροποίησης που προκαλεί ο τουρκικός αναθεωρητισμός στην Νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας.
Είναι το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο κ. Ερντογάν για να δικαιολογήσει στο παραληρηματικό ξέσπασμα του εναντίον της Ελλάδας ισχυριζόμενος ότι «προκλήθηκε», επειδή ο Κ. Μητσοτάκης εξέφρασε τις ελληνικές θέσεις στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο..
Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσει στην Αθήνα η κοινή λογική...
Πέρυσι τον Ιούνιο η Ε.Ε. μόνο που δεν έσπευσε να στρώσει με ροδοπέταλα τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας με τον κ. Μπορέλ και το Βερολίνο να ρίχνουν το βάρος τους στην θετική ατζέντα με την Τουρκία προβάλλοντας την περίφημη «αποκλιμάκωση» που είχε υπάρξει στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών. Το αφήγημα αυτό είχε ξεκινήσει μερικούς μήνες πριν, στο τέλος του 2020 με πρωτοβουλία και πάλι της Κομισιόν και των Γερμανών που θεωρούσαν ότι επειδή το Oruc Reis δεν είχε επιστρέψει μετά τις παράνομες έρευνες εβδομάδων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αυτό ήταν ένα σοβαρό δείγμα αποκλιμάκωσης και συνεπώς έπρεπε η Τουρκία όχι μόνο να μην υποστεί κυρώσεις αλλά αντιθέτως να επιβραβευθεί.
Σε αυτό το κλίμα είχαν συμβάλει και οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης που το άγχος της επανάληψης ενός νέου επεισοδίου με το Oruc Reis την οδήγησαν να «χαιρετίσει» την αποκλιμάκωση.
Και έτσι η Τουρκία βρέθηκε να ξεπερνά χωρίς καμιά συνέπεια, αυτή την πρωτοφανή αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και να ανακουφίζονται οι γραφειοκράτες της Κομισιόν και του Βερολίνου που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο μια αναταραχή στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Έτσι για μεγάλο διάστημα μέχρι την πρόσφατη κλιμάκωση εκ μέρους του Ερντογάν η Τουρκία έμενε ουσιαστικά στο απυρόβλητο επειδή απλώς δεν έστειλε και πάλι ένα ερευνητικό ή ένα γεωτρύπανο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ή επειδή δεν εκτέλεσε μια επιθετική ενέργεια εναντίον ενός ελληνικού νησιού.
Φυσικά από το 2019 και μετά η Τουρκία έχει επιβάλει μια εντελώς διαφορετική ατζέντα στα ελληνοτουρκικά, με το Τουρκολυβικό Μνημόνιο και κατόπιν με την σύνδεση της υποτιθέμενης υποχρέωσης αποστρατικοποίησης των νησιών με την ελληνική κυριαρχία επ αυτών.
Και αυτά τα δυο θέματα προστίθεται στο casus belli και στις «γκρίζες ζώνες» διαμορφώνοντας τον σκληρό και διευρυνόμενο πυρήνα των τουρκικών αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η άρση αυτών των διεκδικήσεων είναι το ζητούμενο για την Ελλάδα και πρέπει να είναι και ο στόχος μιας ουσιαστικής Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης και όχι η περίφημη «αποκλιμάκωση» που απλώς αποτελεί συνήθως μια τακτική ανάπαυλας της Τουρκίας πριν συνεχίσει για την επόμενη διεκδίκηση..
Η Αθήνα πρέπει να απεμπλακεί από αυτή την λογική ,καθώς το εάν η Τουρκία έκρινε ότι τα γεωτρύπανα και τα ερευνητικά της ήταν πολύ πιο παραγωγικά στην Μαύρη Θάλασσα από ότι στην Αν. Μεσόγειο που έκαναν επίδειξη σημαίας παραβιάζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και εάν τα τουρκικά μαχητικά θα αναστείλουν για τρεις τέσσερις ημέρες προ των Συνόδων Κορυφης την καθημερινή πρακτική των παραβιάσεων του Ελληνικού Εναερίου Χώρου ,καθόλου δεν αλλάζει η πραγματικότητα της μεγάλης απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Για την Ελλάδα το μείζον ζήτημα δεν είναι να εμφανιστεί η Ε.Ε. η το ΝΑΤΟ ως ουδέτεροι μεσολαβητές να προτείνουν ΜΟΕ ή βήματα αποκλιμάκωσης των εντάσεων που προκαλεί ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας, αλλά να μπορέσει να αξιοποιήσει την ιδιότητα ως μέλος τουλάχιστον της Ε.Ε. για να ενισχύσει την αποτρεπτική ισχύ της και συγχρόνως να αποκρούσει την γενικευμένη αμφισβήτηση της κυριαρχίας της.
Ούτε φυσικά αποτελεί ουσιαστική στήριξη στην Ελλάδα η τακτική των Βρυξελλών και η λογική κυρίως του Βερολίνου ότι πρέπει διαρκώς να προσφέρονται κίνητρα στην Τουρκία με την προσδοκία ότι έτσι θα καταστεί πιο ήπια, καθώς αυτού του είδους ο κατευνασμός έχει αποτύχει την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία, καθώς η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας κάθε άλλο παρά άμβλυνε την επεκτατική πολιτική της αλλά αντιθέτως την εξέθρεψε.
Ο κ. Στόλτενμπεργκ χθες πρότεινε να είναι το ΝΑΤΟ η «πλατφόρμα όπου μπορούν να συναντηθούν Ελλάδα και Τουρκία» και επανάφερε την ιδέα του μηχανισμού που χρησιμοποιήθηκε όπως είπε το 2020 για να «αποτρέψουμε την δημιουργία ανεξέλεγκτου σπιράλ εντάσεων». Όμως πόσο χρήσιμος μπορεί να είναι ένας τέτοιος μηχανισμός όταν ο κ. Στόλτενμπεργκ με την «ουδετερότητα» του απλώς βάζει πλάτες στον επιτιθέμενο; Και πάντως το θέμα δεν είναι ένας στρατιωτικός δίαυλος επικοινωνίας Ελλάδας- Τουρκίας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ (όπου λόγω του βέτο της Τουρκίας υπάρχει συγκεκριμένη αντιμετώπιση τόσο για τον ελληνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ. όσο και για τις «γκρίζες ζώνες» αλλά και για την αποστρατικοποίηση των νησιών) καθώς το παιγνίδι έτσι είναι εξ υπαρχής «σικέ».
Επίσης το τελευταίο διήμερο υπάρχει συστηματική προβολή δηλώσεων υποτιθέμενων «ανώνυμων» τουρκικών πηγών , από ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ, με τα οποία επιχειρείται η υπαγόρευση στην Αθήνα της στάσης της στο ΝΑΤΟ. Και η «διαρροή» είναι ότι «εάν δεν προκαλέσει ο Κ. Μητσοτάκης στο ΝΑΤΟ, τότε ούτε η Τουρκία θα θέσει θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών». Αυτόν τον εκβιασμό επιχειρεί να περάσει η τουρκική προπαγάνδα θέλοντας έτσι να φιμώσει την Ελλάδα και να μην τεθεί το ζήτημα της γενικότερης αποσταθεροποίησης που προκαλεί ο τουρκικός αναθεωρητισμός στην Νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας.
Είναι το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο κ. Ερντογάν για να δικαιολογήσει στο παραληρηματικό ξέσπασμα του εναντίον της Ελλάδας ισχυριζόμενος ότι «προκλήθηκε», επειδή ο Κ. Μητσοτάκης εξέφρασε τις ελληνικές θέσεις στον Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο..
Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσει στην Αθήνα η κοινή λογική...