Σύμφωνα με την έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ), σχεδόν τον μισό χρόνο οι Έλληνες δουλεύουν για να συντηρούν το κράτος.
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες δουλέψαν φέτος 181 ημέρες τον χρόνο για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε φόρους και εισφορές, ενώ εάν συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε θα έπρεπε να εργαστούμε μέχρι την 20η Ιουλίου για να πληρώσουμε φόρους, εισφορές και ελλείμματα.
Βάσει των κυριότερων κατηγοριών των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, το 2022 δουλέψαμε 76 ημέρες για την πληρωμή έμμεσων φόρων, 62 ημέρες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, 42 ημέρες για την πληρωμή άμεσων φόρων και 1 ημέρα για την πληρωμή των φόρων κεφαλαίου.
Συγκεκριμένα, τα 76,2 δισ. κατανέμονται ως εξής: – €32 δισ. από έμμεσους φόρους (το 42% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), – €17,8 δισ. από άμεσους φόρους (το 23,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), – €26,1 δισ. από ασφαλιστικές εισφορές (το 34,3% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και – €170 εκατ. από φόρους επί του κεφαλαίου (το 0,2% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα ευρήματα της φετινής μελέτης:
● Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερο για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 εργαστήκαμε για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021: 3 Ιουλίου).
● Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
● Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΕΦΙΜ Αλέξανδρο Σκούρα "Παρά τις μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει εφαρμόσει η Κυβέρνηση είναι σαφές ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει.
Οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεχίζουν να πληρώνουν κάθε χρόνο έναν πολύ ακριβό λογαριασμό στο κράτος, και παραμένουν απογοητευμένοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που αυτό τους επιστρέφει.
Από την πλευρά του ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης ανέφερε ότι "Η φετινή έκθεση του ΚΕΦΙΜ, όπως και οι αντίστοιχες εκθέσεις άλλων οργανισμών και φορέων, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή τροχιά μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Συνεπής στην ιδεολογία και τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, επιλέγει στρατηγικά να απαντήσει στην παροδική αλλά πρωτόγνωρη διπλή κρίση, πόλεμο και πανδημία, και με φοροαπαλλαγές μόνιμου χαρακτήρα, ακριβώς για να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό μαζί βεβαίως με το εισόδημα, ιδίως των πιο ευάλωτων".