Από: Το Ποντίκι - Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Αν ήθελε κανείς να αναζητήσει τις απαρχές της εθνικής τραγωδίας του 1922 οφείλει να ανατρέξει στις ρίζες του Εθνικού Διχασμού, κι αυτές δεν βρίσκονται στο 1915 άλλα στην Επανάσταση στο Γουδί με τις εξελίξεις που ακολούθησαν αυτό το στρατιωτικό κίνημα, το οποίο άλλαξε ουσιαστικά την ιστορία του ελληνισμού φέρνοντας στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Σ’ αυτήν τη μελαγχολικά αδιέξοδη ιστορική συγκυρία, με ταπεινωμένα τα εθνικά αισθήματα, υπήρξαν φωνές όπως αυτή του Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεωρούσε ότι το πείραμα με το «κρατίδιο» είχε αποτύχει και πρότεινε την επανένταξη του ελληνισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία… Στον αντίποδα αυτής της άποψης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή προτάσσοντας την ιδέα του κλασικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα.
Το ελληνικό εθνικό κράτος έχει ως βασικό του καθήκον την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση των αλύτρωτων ομοεθνών. Προς χάριν της επίτευξης αυτού του εθνικού σκοπού ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προσαρμόσει και την εσωτερική – κοινωνική πολιτική του, έχοντας κατά νου να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εθνική ομοψυχία, αναγκαία για να εξυπηρετηθεί ο μεγάλος εθνικός σκοπός. Έτσι, βασικός άξονας της πολιτικής που χάραξε ήδη από το 1911 ήταν να συνδέσει τα κοινωνικά προβλήματα με το εθνικό.
Η είσοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή ανέτρεψε τα δεδομένα, παρά τις τεράστιες αντιδράσεις που αντιμετώπισε από την εδραιωμένη γραφειοκρατία και τους φανατικούς αντιπάλους που δημιούργησε η ρηξικέλευθη στρατηγική του.
Βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί
Ένα από τα βασικά ζητήματα της αντιπαράθεσης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον Εθνικό Διχασμό ήταν εκείνο της Μικράς Ασίας, το οποίο έμελλε να κριθεί από τη συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό το πεδίο συγκρούστηκαν οι βενιζελικές και αντιβενιζελικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό της διαμάχης αυτής ήταν οι ακραίες εριστικές συμπεριφορές των πολιτικών της εποχής.
Στην ουσία δεν είχαμε να κάνουμε με αμιγώς ιδεολογικές αλλά κυρίως με προσχηματικές διαφορές. Εδώ επρόκειτο για ένα εθνικό ζήτημα που το λογικότερο θα ήταν να αντιμετωπιστεί με ένα στοιχειώδες πνεύμα εθνικής ενότητας και σύμπνοιας και όχι με τυφλή αυτοκαταστροφική διάθεση αντιπαράθεσης.
Σ’ αυτό το σημείο να επισημάνουμε ότι από την πλευρά του Ελευθέριου Βενιζέλου υπήρξε συνειδητή προσπάθεια συνεννόησης και καταστολής των παθών – κι αυτό φάνηκε ήδη από το 1911, όταν και έδειξε έμπρακτα τις διαθέσεις του για μιαν έντιμη συνεργασία και για μια λειτουργία του πολιτικού συστήματος δίχως αποκλεισμούς.
Τελικά, η συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε μεγάλη πολιτική οξύτητα, η οποία κατέληξε στον Εθνικό Διχασμό. Οι ολέθριες και καταστρεπτικές επιπτώσεις αυτής της σύγκρουσης οδήγησαν στην εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η πολιτική του Βενιζέλου
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφερε στο προσκήνιο ως βασικό άξονα της εθνικής στρατηγικής τη Μεγάλη Ιδέα. Εκ των υστέρων πολλά μπορούν να ειπωθούν και οι κινήσεις στη σκακιέρα των τετελεσμένων γεγονότων φαίνονται παιχνίδι… Ωστόσο, τα πράγματα για όσους διαμορφώνουν την Ιστορία δεν είναι έτσι.
Ούτε βεβαίως μια βαρυσήμαντη πολιτική απόφαση, που σχετιζόταν με τον ελληνικό αλυτρωτισμό, μπορεί να εξεταστεί εκτός ιστορικού πλαισίου και συγκυριών με αποκλειστικά ιδεολογικά κριτήρια. Στις επικρατούσες συνθήκες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πίστευε ακράδαντα ότι νικητές από αυτήν την παγκόσμια σύγκρουση, κατά την οποία θα διαμορφωνόταν για μιαν ακόμα φορά ο χάρτης της Ευρώπης, θα ήταν οι Δυνάμεις της Αντάντ, πρόβλεψη που δικαιώθηκε πανηγυρικά από τις εξελίξεις.
Με αυτή την ακλόνητη πεποίθηση σχεδίασε την εθνική του στρατηγική, η οποία εν πρώτοις συμπεριλάμβανε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τη στρατηγική των αντιβενιζελικών που πρότειναν την ουδετερότητα καθώς έτσι βόλευε τα σχέδια των Γερμανών, στην πολιτική των οποίων ήταν φίλα προσκείμενος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Ο Βενιζέλος, που προέβλεπε την τελική επικράτηση των Δυνάμεων της Αντάντ, πόνταρε στην ειδική σχέση της Ελλάδας με τη Βρετανία, διακρίνοντας ότι οι επιδιώξεις των δυο χωρών συνέπιπταν και ήταν αμοιβαία επωφελείς. Αυτή η ειδική σχέση με τη Βρετανία θα επέτρεπε την υπέρβαση των περιορισμένων δυνατοτήτων της ελληνικής ισχύος και θα οδηγούσε και στην επέκταση των ελληνικών συνόρων, στην οποία ο Βενιζέλος απέβλεπε.
Η πολιτική των αντιβενιζελικών
Από τη μεριά τους οι του αντιβενιζελικού μετώπου αμφισβητούσαν την επικράτηση των Δυνάμεων της Αντάντ και απέρριπταν δίχως συζήτηση το σχέδιο του Βενιζέλου, θεωρώντας ότι η στρατιωτική εμπλοκή ξεπερνούσε τις δυνάμεις της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, επεσήμαιναν τους υπαρκτούς κινδύνους από βορρά, όπως και τη δυσμενή δημογραφική και γεωμορφολογική πραγματικότητα της Μικράς Ασίας.
Ο Κωνσταντίνος, που ηγείτο του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, πίστευε πως η Γερμανία ήταν η ισχυρότερη ηπειρωτική δύναμη, άποψη που συμμεριζόταν απερίφραστα και ο μοιραίος Δημήτρης Γούναρης, ο αρχηγός του Κόμματος των Εθνικοφρόνων που μετονομάστηκε σε Λαϊκό Κόμμα. Το ίδιο πρέσβευε και ο διπλωμάτης Στρέιτ, αλλά και ο στρατιωτικός Μεταξάς.
Η στάση του λαού
Εδώ έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί η απήχηση που είχαν στον λαό αυτές οι απόψεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η αντιβενιζελική πλευρά πλειοψηφούσε.
Από την άλλη, η Μεγάλη Ιδέα παρέμενε ζωντανή σε κάθε Έλληνα. Ωστόσο, στις επικρατούσες συνθήκες, ο λαός έδειχνε έντονα σημάδια κούρασης από τους συνεχείς πολέμους και υπήρχε μια εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια απέναντι σε κάθε ιδέα πολεμικής εμπλοκής.
Η ιδέα αυτή εκφράστηκε τελικά στις μετέπειτα εκλογές του 1920, όταν τα εθνικά ζητήματα έγιναν αντικείμενο λαϊκισμού και εκμετάλλευσης από την πλευρά των αντιβενιζελικών, μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν την αχαλίνωτη μισαλλοδοξία ανόητων ηγετίσκων.