Η Ελλάδα μπορούσε να καταστρέψει τον τουρκικό στρατό το 1974: Πως ήταν η άμυνα της Κύπρου μετά την εισβολή του Αττίλα;

ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Στηρίζομαι σε μία άκρως απόρρητη και διαβαθμισμένη στρατιωτική μελέτη για τη Κύπρο (Κ) που εκπονήθηκε το 1977 και κατατέθηκε τον Φεβρουάριο του 1978.

Από: hellasjournal.com - Του Βασίλη Κ. Φούσκα

Η μελέτη αυτή ζητήθηκε από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, και είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο η ελληνική στρατιωτική ηγεσία διάβαζε την άμυνα της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή. Η μελέτη έχει διαχρονική σημασία για δύο λόγους:

Πρώτο, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με την ελλαδική στρατιωτική και πολιτική αντιμετώπιση της Κύπρου, πριν και μετά την κατάθεση της απόρρητης έκθεσης – για παράδειγμα στο ζήτημα του λεγόμενου «ενιαίου αμυντικού δόγματος».

(Την επιστολή γνωστοποίησης της μελέτης προς τον Αβέρωφ την υπογράφει ο Κίμων Βίμαλης, Υποστράτηγος, στις 13 Φεβρουαρίου 1978. Στο χειρόγραφο γράμμα που εκτίθεται στη πρώτη σελίδα αναφέρει ότι ο Αβέρωφ έδωσε εντολή για το εν λόγω κείμενο (δεν αναφέρεται πότε).

Το 1977, Α/ΓΕΕΘΑ ήταν ο Ιωάννης Ντάβος. Δεν είναι σαφές από ποιους έγινε η σύνταξη της έκθεσης. Ωστόσο, ο Βίμαλης λέει ότι έχει λάβει έγκριση από όλους τους Αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων. Η τελική απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ), κατόπιν εντολής Αβέρωφ).

Δεύτερο, βοηθά στο ν’ απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε η Ελλάδα να ασκήσει επιτυχώς τα δικαιώματά της ως εγγυήτρια δύναμη και να παρέμβει στρατιωτικά στη Κ κατά τη διάρκεια τριών περιόδων του Ιουλίου-Αυγούστου 1974:
  • α) 20-22 Ιουλίου (περίοδος Αττίλα 1),
  • β) 22 Ιουλίου – 14 Αυγούστου (περίοδος «εκεχειρίας» και διασκέψεων Γενεύης) και
  • γ) 14-17 Αυγούστου (Αττίλας 2).

Υπάρχει ασάφεια και σύγχυση για το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να παρέμβει σε μία από αυτές τις περιόδους, ή/και σε όλες. Η πιο δημοφιλής –και επικρατούσα– άποψη είναι αυτή που εκφράστηκε πιο πρόσφατα από τον Αλέξη Παπαχελά στη μελέτη του, «Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο», όπου επικρατεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ούτε αεροπορικής ούτε και ναυτικής βοήθειας στην Κύπρο σε όλες τις περιόδους. Δεν προκύπτει αυτό από την απόρρητη έκθεση.

Τα βασικά σημεία της έκθεσης (62 σελίδων) έχουν ως εξής:

Μελέτη αμυντικού προβλήματος 

Εκτός κι αν υπάρξει ελληνοτουρκική σύρραξη, την πρωτοβουλία κίνησης στην Κύπρο θα έχουν οι τουρκικές δυνάμεις. Η άμυνα της Κύπρου δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την επιτυχή διεξαγωγή του αγώνα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι ούτε οι δυνάμεις του ΟΗΕ ούτε και η Βρετανία θα παρέμβουν. Δεν θα πρέπει να εμπλακούν πολλές ελληνικές δυνάμεις στην Κύπρο διότι ήττα στην Κύπρο,  θα θεωρηθεί «ήττα των ελληνικών όπλων».

Γι΄αυτό και θα πρέπει να εκπαιδευτούν ελληνοκύπριοι, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να μειωθεί κατά το δυνατόν η στελέχωση της Εθνοφρουράς (ΕΦ) από Ελλαδίτες αξιωματικούς.

Το έδαφος και η γραμμή αντιπαράταξης (περίπου 180 χλμ.) δεν ευνοούν την άμυνα, διότι η γραμμή αντιπαράθεσης έχει καθοριστεί κατ’ επιλογή του εχθρού. Υπάρχει η επικίνδυνη εξοχή της Λουρουτζίνας, και η ευνοϊκή πεδινή περιοχή του Λιμνίτη -Λευκωσίας που προσφέρεται για επιθετικές επιχειρήσεις.

Δυτικά, το αεροδρόμιο της Λευκωσίας είναι σχετικά εύκολο να καταληφθεί απ’ τους Τούρκους, ενώ ανατολικά είναι η πεδιάδα της Μεσαορίας η οποία είναι εξόχως αρματική, δηλ. ευνοϊκή για προέλαση αρμάτων. Έτσι, η Λευκωσία δύναται να περικυκλωθεί και ν’ απομονωθεί εύκολα.

Εκτιμάται ότι από εκεί θα επιχειρήσει ο εχθρός, στοχοποιώντας Λάρνακα, Λεμεσό, το αεροδρόμιο της Λάρνακας και τα διϋλιστήρια.

Η έκθεση αποφαινόταν πως οποιαδήποτε σύνδεση αμυντικού προβλήματος της Ελλάδας μ’ αυτό της Κύπρου, από τη στιγμή που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, θα πρέπει ν’ αποφευχθεί.

Η μόνη ισχυρή φυσική γραμμή άμυνας είναι η οροσειρά του Τρόοδος, αλλά αυτή είναι αρκετά πίσω και συνεπάγεται απώλεια πολλών εδαφών.

Εκτιμάται ότι οι επιθετικές επιχειρήσεις της Τουρκίας επιβάλουν αποκλεισμό της Κύπρου από αέρα και θάλασσα. Η Τουρκία ενδέχεται να επιχειρήσει αεραποβατικές επιχειρήσεις στα νώτα της Εθνικής Φρουράς και ν’ αποβιβάσει στρατεύματα στις ελεύθερες περιοχές.

Ακόμα, διαπιστώνεται ότι εκτός της «γραμμής επαφής» οι Τούρκοι έχουν οργανώσει τρεις οχυρωματικές γραμμές με βάθος και έχουν ναρκοθετήσει πολλές περιοχές, άλλες με σήμανση άλλες χωρίς. Και αφού αναλύει την στρατιωτική ισχύ της Εθνικής Φρουράς, της ΕΛΔΥΚ και του στρατού κατοχής, η έκθεση θα πει ότι τα κατεχόμενα εδάφη, λόγω σύνθεσης πληθυσμού αλλά και λόγω του ότι η Τουρκία μπορεί να «επιχειρήσει αντίποινα τύπου Ισραήλ» δεν προσφέρονται για ανορθόδοξο πόλεμο. Βασικά, η Τουρκία μπορεί να κάνει τα πάντα: είτε περιορισμένες επιχειρήσεις για βελτίωση της θέσης της, είτε να καταλάβει όλη την Κύπρο.

Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε πολιτική λύση σ’ όλη την Κύπρο. Ποια είναι τα τρωτά σημεία του εχθρού; Ρωτάνε οι συντάκτες της απόρρητης έκθεσης. Τρωτά σημεία δεν υπάρχουν, θα απαντήσουν. Η άμυνα της Κύπρου εξαρτάται αποκλειστικά από την Εθνική Φρουρά, την ΕΛΔΥΚ και τη μοίρα καταδρομών της ΕΛΔΥΚ.

Η Κύπρος μπορεί να ενισχύεται μόνο στο βαθμό που δεν εξασθενεί η άμυνα της Ελλάδος και η επιχειρησιακή δυνατότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, το άμεσο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι «ενιαίο αμυντικό δόγμα» δεν υπήρχε το 1977-78 και, σίγουρα, δεν υπήρχε ούτε το 1974.

Ωστόσο, η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεισφέρει ένα-δύο υποβρύχια – όσα είχε επιχειρήσει να στείλει και στον Αττίλα 1 –(Ο Πέτρος Αραπάκης, αρχηγός ΓΕΝ, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Το τέλος της σιωπής», Λιβάνης, Αθήνα, 2000, ισχυρίζεται ότι τα υποβρύχια αναγκάστηκε να τα σταματήσει μετά από εντολή του Γρηγόρη Μπονάνου, αρχηγού του ΑΕΔ.

Αυτό είναι αμφίβολο, διότι ήταν ο Αραπάκης – «ο μόνος που μιλούσε Αγγλικά», όπως είπε ο Σίσκο – που μπορούσε να βρεθεί και να συμφωνήσει εκ μέρους μιας ανύπαρκτης ελληνικής κυβέρνησης την 22α Ιουλίου την «εκεχειρία».

Το αντίθετο, βέβαια, ισχυρίζεται ο Μπονάνος)– και περισσότερα στο μέλλον όταν γίνει παραλαβή των γερμανικών υποβρυχίων, ενώ θα μπορούσε και από επιφάνειας θαλάσσης να συνδράμει μερικώς με καταδρομική επιχείρηση με την απόκτηση ταχύπλοων φρεγατών.

Τονίζεται, ότι για να μπορέσουν να επιχειρήσουν τα υποβρύχια στην Κύπρο από τη βάση τους στη Σαλαμίνα και με δεδομένο ότι έχουν ταχύτητα 8 κόμβων την ώρα, χρειάζονται 64 ώρες να φτάσουν στην Κύπρο και άρα πρέπει να αποπλεύσουν απ’ την αρχή των εχθροπραξιών.

Επίσης, η έκθεση δεν αναφέρει πουθενά ότι η ελληνική Αεροπορία δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει στην Κύπρο και ότι θα έπρεπε τα μαχητικά είτε να προσγειωθούν στη Συρία είτε να καταστραφούν στη θάλασσα με αυτοθυσία των πιλότων –αυτό που ισχυρίζεται η μελέτη του Παπαχελά.

(Κι όχι μόνο. Για τους μυημένους, θα είναι γνωστή η συζήτηση μεταξύ Ευάνθη Χατζηβασιλείου – που έχει την ίδια άποψη με του Παπαχελά εφόσον αντιγράφει την επιχειρησιακή γνωμοδότηση των χουντικών προς τους Καραμανλή-Αβέρωφ τόσο κατά τη περίοδο της «εκεχειρίας» όσο και την 14 Αυγούστου, πριν τον Αττίλα 2 – με τους Γεώργιο Σκαρλάτο (επίτιμο αρχηγό ΓΕΕΘΑ και ένας απ’ τους πιλότους των F-4) και Παναγιώτη Μπαλέ (ένας από τους αρχηγούς σχηματισμού των F-4), αντιπτέραρχος ε.α.

Τη συζήτηση φιλοξένησε «Η Καθημερινή» τον Μάρτιο-Απρίλιο 2020 και είναι προσβάσιμη διαδικτυακά. Ο Μπαλές υπογραμμίζει ότι στον Αττίλα 1 η επιχείρηση ήταν απολύτως εφικτή, διότι θα περιοριζόταν μόνο στην καταστροφή του προγεφυρώματος στο Πέντε Μίλι και των πολεμικών πλοίων. Τα πράγματα δυσκόλευαν για την αεροπορία με το πέρασμα του χρόνου. Οι πιλότοι αποδομούν παντελώς τη τοποθέτηση του Χατζηβασιλείου και, κατ’ επέκταση, του Παπαχελά).

Τουναντίον, τονίζει ότι Α/Φ (αεροσκάφη) τύπου Α-7 και F-4E μπορούν να επιχειρήσουν στην Κύπρο, αν και μπορούν να το κάνουν για μικρό χρονικό διάστημα. Καλύτερο αποτέλεσμα θα ερχόταν μόνο όταν είχαν προηγουμένως καταστραφεί τα τουρκικά Α/Φ – η έκθεση, αν και δεν το λέει ρητά, υπονοεί καταστροφή τους είτε σε ελληνοτουρκικές αερομαχίες στο Αιγαίο είτε στις βάσεις τους στα αεροδρόμια της Τουρκίας.

Θα ήταν λάθος, τονίζει η έκθεση, η διάθεση μεγάλου αριθμού Α/Φ στη Κ αν υπάρχει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Έτσι, προτείνεται πρώτα επιτυχή έκβαση ελληνοτουρκικού πολέμου και μετά στροφή στην άμυνα της Κύπρου.

  • Απόλυτη η εξάρτηση της κυπριακής άμυνας από ελλαδική νίκη σε πόλεμο

Οι επιχειρήσεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ αντλούν από δύο σχέδια, το ΑΣΠΙΣ –το οποίο αφορά τη γραμμή αντιπαράταξης η οποία δίνει όλα τα πλεονεκτήματα στον επιτιθέμενο εχθρό– και το σχέδιο ΑΧΙΛΛΕΥΣ – που αναφέρεται στη γραμμή σύμπτυξης στην οροσειρά Τρόοδος, η οποία προσφέρεται για σθεναρή και επιτυχή άμυνα.

Η αποστολή του ΓΕΕΦ είναι η διατήρηση όλων των εδαφών, η αποτροπή αεραποβατικών ενεργειών του εχθρού και η αποφυγή απόβασης στα ελεύθερα εδάφη.

Αν το σχέδιο άμυνας στη γραμμή επαφής σπάσει (ΑΣΠΙΣ), τότε τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο σύμπτυξης (ΑΧΙΛΛΕΥΣ). Η Εθνική Φρουρά δεν διαθέτει αεροπορία και ναυτικές δυνάμεις και δεν έχει στρατιωτική παράδοση. Η τοποθεσία του σχεδίου ΑΣΠΙΣ είναι σχεδόν αδύνατο να οχυρωθεί λόγω έκτασης. Έχουν όμως γίνει σοβαρές προσπάθειες οχύρωσης της τοποθεσίας ΑΧΙΛΛΕΥΣ.

Η Εθνική Φρουρά, της οποίας η δύναμη είναι μικρή με πολλές διάσπαρτες μονάδες και ποσοστό επάνδρωσης κάτω του 50%, δεν έχει ουδεμία δυνατότητα αιφνιδιασμού ή ανορθόδοξου πολέμου (ο Πενταδάκτυλος δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο). Υπάρχει εκτεταμένο και καλά οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών του εχθρού και δυνατότητα πολλαπλασιασμού της ισχύος του λόγω γειτνίασης με την Τουρκία. Συνεπώς, ποια είναι η προτεινόμενη λύση για την άμυνα της Κύπρου και πως θεραπεύονται οι αδυναμίες;

Η έκθεση θεωρεί ως βασική προϋπόθεση για επιτυχή έκβαση άμυνας της Κύπρου τη νίκη των ελλαδικών όπλων στον ελληνοτουρκικό χώρο σε σύρραξη η οποία θα κρατήσει «το πολύ 3-4 μέρες». Νίκη στο Αιγαίο σημαίνει δέσμευση αεροναυτικής ισχύος της Ελλάδας στην Κύπρο.

Αλλά αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει ότι η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ θα μπορούν να κρατήσουν τον επιτιθέμενο εχθρό με βάση το σχέδιο ΑΣΠΙΣ για όσο διαρκέσει η ελληνοτουρκική σύρραξη, δηλ. 3-4 μέρες. Οι δυσκολίες δεν είναι τόσο στο μέτωπο του Αιγαίου –οι συντάκτες της έκθεσης είναι εδώ αισιόδοξοι– όσο στη γραμμή αντιπαράθεσης στην Κύπρο.

Πέρα από τις αδυναμίες που επισημάνθηκαν, η έκθεση βλέπει την επιστράτευση ως πρόβλημα λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου και λόγω πανικού που θα δημιουργηθεί στον πληθυσμό δυσκολεύοντας τις επιχειρήσεις της Εθνικής Φρουράς και πιθανή της σύμπτυξη (σχέδιο ΑΧΙΛΛΕΥΣ).

Συνεπώς, η επιτυχής άμυνας στη γραμμή αντιπαράθεσης (σχέδιο ΑΣΠΙΣ) είναι συνάρτηση της στάσης του πληθυσμού. Ακόμα, η άμυνα της Κύπρου, την κρίσιμη περίοδο που θα διαρκεί η ελληνοτουρκική σύρραξη (3-4 μέρες) θα πρέπει να στηριχθεί σε όπλα εδάφους-αέρος και αξιόπιστα πυραυλικά συστήματα, παράλληλα με τρόπο ευρέσεως μεταφοράς αρμάτων στην Κύπρο ώστε να μην αντιδράσει η Τουρκία.

Η έκθεση τονίζει ότι θα πρέπει να γίνει σαφές στην Τουρκία ότι οποιαδήποτε επιθετική κίνησή της επί του εδάφους της Κύπρου θα σημαίνει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Εν κατακλείδι, οποιαδήποτε σύνδεση αμυντικού προβλήματος της Ελλάδας μ’ αυτό της Κύπρου, από τη στιγμή που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, θα πρέπει ν’ αποφευχθεί.

  • Η Ελλάδα μπορούσε να καταστρέψει τον Αττίλα

Δεν υπήρχε «ενιαίο αμυντικό δόγμα» το 1977-78 και, σίγουρα, δεν υπήρχε ούτε το 1974. (Ωστόσο, υπό προϋποθέσεις οι οποίες δεν μπορούν να συζητηθούν εδώ λόγω έλλειψης χώρου, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι «ενιαίο αμυντικό δόγμα» υπήρχε όταν υπήρχε η ελληνική μεραρχία στη Κύπρο (1964-67).

Η έκθεση, ακόμα, καταδείχνει και κάτι πολύ σημαντικό, ότι η Ελλάδα, με αιχμές τα υποβρύχια και την Πολεμική Αεροπορία, μπορούσαν να πλήξουν με επιτυχία και να καταστρέψουν τον Αττίλα 1, ενώ θα μπορούσαν να απειλήσουν την περίοδο της «εκεχειρίας» για καλύτερα διπλωματικά αποτελέσματα στις διασκέψεις της Γενεύης. Δεν το έπραξαν, διότι οι τελικές εντολές εμπλοκής δεν δόθηκαν απ’ τη χουντική ηγεσία.

Η ίδια ηγεσία γνωμοδότησε και στους Καραμανλή-Αβέρωφ τόσο την περίοδο της «εκεχειρίας» όσο και στον Αττίλα 2, αντιτασσόμενη στην επέμβαση. Ο μη-πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας ήταν η ΝΑΤΟϊκή γραμμή του Σίσκο, δηλ. του Κίσινγκερ και η χούντα υπηρετούσε δουλικά αυτή τη γραμμή. Η δημοκρατική κυβέρνηση της εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή δεν έπρεπε να την προσυπογράψει.

Ούτε και οι σύγχρονες ιστορικές μελέτες που αναφέραμε επιλεκτικά. ( Για μια καυστική κριτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, δες Βασίλης Κ. Φούσκας, «Ποιος δικαιούται τον τίτλο του Εθνάρχη;», Ο Φιλελεύθερος, 16 Ιανουαρίου 2022).

Έτσι, η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου όταν πληροφορείται ορκωμοσία κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Καραμανλή, ότι «στην Ελλάδα συντελείται αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ», εμπεριέχει μία μεγάλη δόση ιστορικής αλήθειας. Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα ίσως είναι ακόμη το ζητούμενο.

*Βασίλης Φούσκας
Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου.

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail