Από: edromos.gr - Ρούντι Ρινάλντι
Υπόγεια, βέβαια, υπάρχουν διεργασίες. Αλλά αυτές δεν ανησυχούν σοβαρά τα επιτελεία των κομμάτων και των ελίτ. Και φαίνεται ότι δρομολογούνται εξελίξεις που θα περάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και από τη δοκιμασία της κάλπης και των ποσοστών. Όπως κι αν λογαριαστούν τα δεδομένα της πολιτικής συγκυρίας και του συσχετισμού ανάμεσα στα κόμματα του πολιτικού συστήματος, φαίνεται ότι θα περάσουμε μια περίοδο αναταράξεών του. Και μάλιστα σε μια εποχή που δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό «κανονικότητας». Τόσο πολύ, που ακόμα και η φαινομενική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και η μη έμπρακτη αμφισβήτησή του, μπορούν να αποδειχθούν πολύ εύθραυστα, και οι ρωγμές που πιθανόν να προκληθούν να μην συμμαζεύονται ευκόλως.
Ας εξετάσουμε λοιπόν από πιο κοντά τα δεδομένα του «παιχνιδιού».
Η χαμένη «κανονικότητα» και οι αντοχές του πολιτικού συστήματος
Το πολιτικό σύστημα της χώρας έζησε πολλά τα τελευταία 12 χρόνια: Χρεοκοπία, Μνημόνια, εναλλαγές κυβερνήσεων, πρώτη φορά Αριστερά, αυτοδυναμία Ν.Δ., διασπάσεις και εξαφάνιση κομμάτων, δημιουργία άλλων, μεγάλα κινήματα ριζοσπαστισμού, γκρέμισμα του δικομματισμού κ.ο.κ. Μπορούμε όμως να πούμε πως αποκαταστάθηκε μια ορισμένη «κανονικότητα» όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών της χώρας σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Δανειστών/Δυναστών της, και τη συμμόρφωση-ευθυγράμμιση προς τις «συμμαχικές της υποχρεώσεις». Το 2020 υπήρξε μια μεγάλη ένταση στα σύνορα της χώρας με την Τουρκία, αλλά ούτε αυτή διατάραξε τις προδιαγραφές της «κανονικότητας».
Τώρα όμως υπάρχει μια εντελώς καινούρια γεωπολιτική-οικονομική συνθήκη, η οποία αρχίζει με δραματικό τρόπο να φαίνεται έκδηλα μόλις αρχίζει ο πόλεμος στην Ουκρανία – γεγονός που τροποποιεί και ξαναϊεραρχεί όλα τα δεδομένα, δημιουργώντας μια νέα κι απρόβλεπτη συγκυρία. Αυτό το νέο δεδομένο, ας το πούμε, του πολέμου της Ουκρανίας –στην πραγματικότητα του νέου παγκόσμιου συσχετισμού που διαμορφώνεται και που δεν έχει ακόμα παγιωθεί– διαρρηγνύει τις μέχρι τώρα «κανονικότητες». Μας εισάγει σε μια περιοχή αβεβαιότητας και κλυδωνισμών, τέτοια που οι προδιαγραφές του πολιτικού συστήματος δεν είναι εύκολο να σηκώσουν όλο το βάρος των εξελίξεων με τον τρόπο που γινόταν μέχρι σήμερα. Γιατί; Επειδή:
- Τόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ελληνική εμπλοκή σε αυτόν με την απόλυτη πρόσδεση σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, και οι ευρύτεροι αναδασμοί που σχεδιάζονται ή επιχειρούνται από Μεγάλες Δυνάμεις και από περιφερειακές υποψήφιες μεγάλες δυνάμεις από τη μια, όσο και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης και τα μέτρα επιβολής της «οικονομίας πολέμου» με πρόσχημα την ενεργειακή και την επισιτιστική κρίση από την άλλη, δημιουργούν ένα νέο και πολύ βαρύ πλαίσιο συνολικά για την πολιτική ηγεσία της χώρας, το πολιτικό σύστημα και τις σχέσεις του με τον ελληνικό λαό.
- Είναι ήδη στο τραπέζι σχέδια και κινήσεις που μαθηματικά οδηγούν σε μεγάλες υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς σε κρίσιμα ζητήματα κυριαρχίας και υπόστασης της χώρας, αλλά και σε πιέσεις να κλείσουν ζητήματα όπως το Κυπριακό.
- Όλες οι μεγάλες δυνάμεις –για διαφορετικούς λόγους η καθεμία– δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις σχέσεις τους με την Τουρκία (που ήδη είναι κι αυτή μια μεγάλη περιφερειακή χώρα) παρά με την Ελλάδα, και παράλληλα πιέζουν την ελληνική πλευρά για απαράδεκτες «διευθετήσεις». Ήδη η Τουρκία με τις επεκτατικές και προκλητικές απαιτήσεις της έχει θέσει θέμα «αποστρατιωτικοποίησης» των νησιών, δηλαδή θέτει άμεσα ζήτημα κυριαρχίας και αλλαγής συνόρων στην περιοχή. Απειλεί με πόλεμο, και διεξάγει ένα υβριδικό πόλεμο.
Ο χρόνος πυκνώνει, οι πιέσεις για συνεργασίες εντείνονται
Υπάρχει όμως ένα ακόμα «Γιατί;», και αυτό είναι ο χρόνος. Υπάρχει μια πύκνωση γεγονότων και ρευστότητας, αλλαγής συσχετισμών (σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και εντός της Ευρώπης, στα Βαλκάνια, σε όλη την περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου), και είναι η στιγμή που γίνονται κινήσεις οι οποίες τροποποιούν τα στάτους κβο που υπήρχαν μεταπολεμικά και τις «κανονικότητες» της διαχείρισης οικονομίας και διακρατικών σχέσεων. Η γεωπολιτική ήρθε εδώ και μερικά χρόνια να πάρει κεντρική θέση στις εξελίξεις. Και ιδιαίτερα ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε και ενεργοποίησε διεργασίες και αναδασμούς μεγάλης έκτασης.
Όλα αυτά ασκούν μια μεγάλη πίεση στον πολιτικό στίβο της χώρας, άσχετα με το τι λένε τα κόμματα, οι αρχηγοί τους και οι εκπρόσωποί τους. Και θα βαρύνουν σε όλες τις εξελίξεις. Το βάρος που θα έχουν οι προδιαγραφόμενες εξελίξεις και τάσεις διαφέρει πολύ από αυτό που ορίζονταν μέχρι σήμερα ως «πολιτικό κόστος» μιας κυβέρνησης και μιας εναλλαγής σχετικά ομαλής στη διακυβέρνηση από ένα άλλο σχετικά μεγάλο κόμμα. Ο ορίζοντας μιας βαθιάς εθνικής και κοινωνικής κρίσης οδηγεί σε τραντάγματα και αναταράξεις που ξεπερνούν την όποια διαχειριστική ή απλά εκτονωτική πολιτική λειτουργία.
Ο ορίζοντας μιας βαθιάς εθνικής και κοινωνικής κρίσης οδηγεί σε τραντάγματα και αναταράξεις που ξεπερνούν την όποια διαχειριστική ή απλά εκτονωτική πολιτική λειτουργία
Το υπάρχουν πολιτικό σύστημα τελεί υπό διαρκή λαϊκή αμφισβήτηση. Βρίσκεται σε κατάσταση ανυποληψίας, και ο λαός διαισθάνεται πως παραμονεύουν σημαντικοί κίνδυνοι και ότι το πολιτικό σύστημα ποιεί την νήσσα ή εκτελεί παραγγελίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε.
Η συζήτηση –και η απόφαση– για επίσπευση των εκλογών δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτήν την ιδιαίτερη συγκυρία (και την αβεβαιότητα που αυτή φέρει), ούτε από τις πιέσεις που ασκούνται για μεγάλες υποχωρήσεις προς την Τουρκία, ή από το τι μπορεί να πυροδοτήσει ένα «επεισόδιο» με την ερντογανική Τουρκία. Όλα αυτά μαζί, μια κυβέρνηση ενός κόμματος (έστω και μαζί με κάποιον μικρό σύμμαχο) δεν μπορεί εύκολα να τα «σηκώσει» ή έστω να τα διεκπεραιώσει – ιδιαίτερα όταν το λαϊκό αίσθημα θα βλέπει ένα άρωμα ενδοτισμού και απαράδεκτων υποχωρήσεων.
Άλλωστε εδώ και καιρό κυκλοφορεί η ιδέα της δημιουργίας –κάτω από ειδικούς όρους και περιστάσεις– μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, μιας κυβέρνησης συνεργασίας των συστημικών κομμάτων. Σε καταστάσεις έντασης και κρίσης, οι Δυνατοί θέλουν όλες τις σοβαρές αποφάσεις να τις συνυπογράφουν τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Ο «συγχρονισμός» Ελλάδας-Ευρώπης…
Ας υποθέσουμε ότι ο σχεδιασμός του Κ. Μητσοτάκη τον οδηγεί να επισπεύσει τις εκλογές, να γίνουν μέσα στον Σεπτέμβριο με απλή αναλογική, να μην κατορθωθεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, να πάμε σε δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη πλέον αναλογική, και να ασκηθεί μεγάλη πίεση στο ΚΙΝΑΛ πολιτικά αλλά και εκλογικά. Όλα αυτά, υπό κανονικές συνθήκες, μαζί με τις διερευνητικές εντολές και τους χρόνους προεκλογικής περιόδου, μας πάνε ίσαμε Νοέμβριο – με αβέβαιο το πολιτικό σκηνικό και τον συσχετισμό που θα έχει καταγραφεί. Και φυσικά με μια μεγάλη αφαίρεση: δηλαδή χωρίς να λάβουμε υπόψη τι είδους γεγονότα και εξελίξεις θα συμβούν σε όλα τα ανοικτά μέτωπα που περιγράψαμε.
Το πιο ήπιο επακόλουθο όλων αυτών των σχεδιασμών είναι να προκληθεί ένας «συγχρονισμός» της Ελλάδας με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Εννοούμε τη δυσκολία διακυβέρνησης, τη μεγάλη δυσκολία συγκρότησης κυβερνήσεων και την ευθραυστότητα των συμμαχιών και συμφωνιών που συνάπτονται. Η Ευρώπη είναι πολιτικά άρρωστη και διέρχεται περίοδο αναταράξεων σε πολιτικό επίπεδο. Η Γαλλία είναι ένα πρόσφατο χτυπητό παράδειγμα. Αλλά και η Αγγλία έχει τεράστια προβλήματα, η Γερμανία το ίδιο. Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν βρει μια «λύση» διακυβέρνησης, αλλά και εκεί όλα είναι επισφαλή όσον αφορά τη σταθερότητά τους. Πολιτικές ηγεσίες δεν υπάρχουν, και ο πληθυσμός απομακρύνεται από την πολιτική διεργασία. Αυτός ο συγχρονισμός προς την αβεβαιότητα και την πολιτική κρίση (θεσμών και αντιπροσώπευσης), προς την εκδήλωση έντονων φαινομένων ακυβερνησίας ή μεγάλων δυσκολιών να υπάρχουν κυβερνητικά σχήματα κάπως αξιόλογα, θα αποτελέσει ένα καινούριο χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής και στην Ελλάδα.
…και η διαφορά με την Ευρώπη
Με μία μόνη (βασική όμως) διαφορά: Το πολιτικό στοιχείο είναι πολύ πιο έντονο στην Ελλάδα, και εμπλέκονται έντονα τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, δημιουργώντας όρους ανοικτής πολιτικής κρίσης και ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα. Γενικά η διαχείριση προβλέπεται (για τους διαχειριστές, και εν προκειμένω το πολιτικό σύστημα της χώρας) να είναι μια δύσκολη υπόθεση. Οι εκλογικές διαδικασίες συνήθως έπαιζαν και έναν ρόλο εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού, κάτι σαν δικλείδα ασφαλείας που επέτρεπε μια κοινωνική αποσυμπίεση. Τα περιθώρια για κάτι τέτοιο στενεύουν, επειδή τόσο τα γεωπολιτικά και οι αναδασμοί όσο και οι όροι της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργούν όρους να ανατιναχθούν πολλοί από τους μικροκομματικούς σχεδιασμούς των κομματικών επιτελείων.
Το
ερώτημα που έχει ενδιαφέρον είναι: Τι χρειάζεται ο λαϊκός παράγοντας, τι
έχει ανάγκη η κοινωνία και η χώρα από τη μια, και τι μπορεί να τους
προσφέρουν οι εκλογικές αναμετρήσεις από την άλλη; Η απάντηση απαιτεί
σοβαρότητα, εκτίμηση όλων των δεδομένων –που οδηγούν σε πανεθνική κρίση
μεγάλων διαστάσεων– και ρεαλισμό. Ρεαλισμό απέναντι σε ένα χρόνια
άρρωστο, δεδομένο και δεμένο (από πρεσβείες και οικονομικά συμφέροντα)
πολιτικό σύστημα. Τι μπορεί να βοηθήσει, να συμβάλλει ουσιαστικά στην
ανάταξη του λαϊκού παράγοντα; Τα «ψήφισέ με, να σε σώσω» μοιάζουν με
χάντρες και καθρεφτάκια…