Από: Το Παρόν - Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Ακόμα και έμπειροι στρατιωτικοί συμμερίζονταν την άποψη ότι ο πόλεμος δεν θα είχε μεγάλη διάρκεια και ότι τα ρωσικά στρατεύματα θα αποσύρονταν σύντομα από το ουκρανικό έδαφος. Οι εξελίξεις απέδειξαν το αντίθετο. Σε λίγες ημέρες θα έχουν συμπληρωθεί πέντε ολόκληροι μήνες από την ημέρα της εισβολής, με τις πολεμικές συγκρούσεις να συνεχίζονται σε ολόκληρη σχεδόν την ουκρανική επικράτεια, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ελπίδα για κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων για ειρήνευση.
Όπως έγραφε ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης στο μνημειώδες έργο του «Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος», στο οποίο δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή των γεγονότων του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών αλλά αναλύει και την ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, οι πόλεμοι γίνονται για τρεις κυρίως λόγους: Το συμφέρον, το δέος και τη δόξα. Ποιο ήταν το συμφέρον για την Αθήνα; Να εξασθενήσει τη Σπάρτη, αποσπώντας από την επιρροή της τη Σικελία, και να τη μετατρέψει σε αποικία της. Το δέος μεταφράζεται σε φόβο έναντι της αντιπάλου Σπάρτης και η δόξα –ή γόητρο– αποδίδεται στις φιλοδοξίες των ηγετών.
Αν οι αναλύσεις του Θουκυδίδη, στον οποίο ανατρέχουν και σύγχρονοι ιστορικοί και πολιτικοί στοχαστές, έχουν αιώνια αξία, τι ισχύει για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη; Εκτιμάται ότι ισχύουν και οι τρεις λόγοι που αναφέρει ο Θουκυδίδης. Πρώτον, ο φόβος της Μόσχας για επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, που κατοικούνται στη μεγίστη πλειοψηφία από ρωσόφωνους και ρωσικής καταγωγής. Ευνόητο το συμφέρον, όπως και το τρίτο στοιχείο, η δόξα, την οποία επιδιώκει να αποκτήσει ο ρώσος Πρόεδρος, στον οποίο οι δυτικοί αποδίδουν δικτατορική άσκηση των εξουσιών του. Αν υποθέσουμε ότι ο βασικός στόχος της εισβολής, που ήταν η αποτροπή ένταξης της Ουκρανίας στη Νατοϊκή Συμμαχία, επιτεύχθηκε –τουλάχιστον προς το παρόν–, τότε γιατί συνεχίζεται ο πόλεμος και δεν αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για σύναψη ειρήνης, που θα μπορούσαν να διεξαχθούν υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ; Βασικός λόγος, η σθεναρή αντίσταση που προβάλλει ο Ουκρανικός Στρατός και οι αδυναμίες που, σύμφωνα με ξένους και έλληνες στρατιωτικούς, εμφάνισε εξαρχής η ρωσική πολεμική επιχείρηση. Θα πρέπει να προστεθεί και η στάση και η έμπρακτη συνδρομή των τρίτων χωρών, και δη των ευρωατλαντικών, προς την Ουκρανία.
Το σύνολο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή, παρέχοντας συγχρόνως στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, γεγονός που συνέβαλε στην προβολή σθεναρής αντίστασης και στην παράταση του πολέμου. Η παρεχόμενη έμπρακτη συνδρομή στο Κίεβο εξυπηρετούσε πρωτίστως τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τους σχεδιασμούς της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, οι οποίες, ως μακρινός θεατής, παρέμεναν ανέγγιχτες από τις συνέπειες του πολέμου. Στόχος της πολιτικής Μπάιντεν ήταν η απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση, ενώ παράλληλα πέτυχε να επιβεβαιώσει την ηγεμονία της στον Δυτικό Κόσμο και να καταστήσει μακρινό όνειρο την ενοποίηση της ΕΕ, με την απόκτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Στο μεταξύ, η καταστροφή της Ουκρανίας συνεχίζεται, με τις πολυεθνικές να αναμένουν εναγωνίως να αναλάβουν το έργο της ανασυγκρότησης της χώρας με τη γενναιόδωρη εξωτερική βοήθεια, που αναμένεται να χορηγηθεί από τη Δύση.
Αλλά και η Ρωσία του Πούτιν τι θα έχει επιτύχει με την εισβολή; Πιθανόν υπολογίζει και προσδοκά την προσάρτηση των ανατολικών ουκρανικών γεωγραφικών περιοχών, κατά το προηγούμενο της Κριμαίας. Όμως το τίμημα που ήδη πληρώνει είναι λίαν υψηλό. Η απομόνωση από τον Δυτικό Κόσμο, στον οποίο αναμφίβολα ανήκει, όπως και η απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος που διέθετε έναντι πολλών δυτικών χωρών. Αξίζει και μια αναφορά στα κυρωτικά μέτρα που η Δύση εξακολουθεί να επιβάλλει κατά της Ρωσίας, που πρέπει να συνεκτιμηθούν σε όλη την πορεία του πολέμου, όπως και στη μεταπολεμική εποχή, η οποία ευχόμαστε να μην καθυστερήσει.
Τα κυρωτικά μέτρα έβλαψαν περισσότερο τις χώρες που τα επέβαλαν, παρά τη Ρωσία, η οποία όχι μόνο δεν χρεοκόπησε, όπως προσδοκούσαν, αλλά μάλλον αύξησε τις εισπράξεις της από την πώληση φυσικού και πετρελαίου. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την απόφαση που έλαβε προ ημερών για την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 1, ο οποίος διοχετεύει φυσικό αέριο στη Γερμανία, με το επιχείρημα –ή πρόσχημα– ότι μία από τις τουρμπίνες χρειάζεται επισκευή! Είναι αφελές να περιμένεις να χρεοκοπήσει κάποιος, όταν αυτός διαθέτει διαμάντια και χρυσάφι, για τα οποία δεν θα δυσκολευθεί να βρει αγοραστές. Στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη ανησυχούν ήδη σφόδρα για τις συνέπειες της διακοπής προμήθειας φυσικού αερίου. Μια άλλη διάσταση του ρωσοουκρανικού πολέμου που αφορά ιδιαίτερα τη χώρα μας είναι ο ρόλος της Τουρκίας.
Δεν συμμερίζομαι πλήρως τις θέσεις όσων υποστηρίζουν ότι η πλέον ωφελημένη χώρα από την ουκρανική κρίση είναι η Τουρκία, η οποία με τη στάση του επιτήδειου ουδέτερου που τήρησε και εξακολουθεί να τηρεί αναβαθμίστηκε στρατηγικά σε υψηλότατο βαθμό. Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για το αν αυτό ισχύει και στην πράξη. Ο μεσολαβητικός ρόλος που αρχικά ανατέθηκε στην Τουρκία δεν απέφερε ουσιώδη αποτελέσματα, ενώ η αρχική αντίδρασή της (βέτο) στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ κλόνισε την εμπιστοσύνη που πολλές δυτικές χώρες έτρεφαν προς την Τουρκία. Εξάλλου η πολιτική Ερντογάν, να συνεργάζεται με τη Μόσχα και να εκβιάζει τη Δύση προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά και στρατηγικής φύσης οφέλη, ενίσχυσε την αντίληψη όσων πιστεύουν ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι αξιόπιστος σύμμαχος και ότι με τη συμπεριφορά της απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον Δυτικό Κόσμο. Όμως η γεωπολιτική της θέση, όπως και τα σοβαρά οικονομικά συμφέροντα ορισμένων δυτικών χωρών συντελούν αποφασιστικά στην επίδειξη μεγάλης ανοχής έναντι της Άγκυρας, συμπεριλαμβανομένης της παραβατικής συμπεριφοράς και της απειλής κατά της Ελλάδος. Το Ουκρανικό, εξαιτίας και των πολιτικών επιλογών στην εξωτερική μας πολιτική, λειτούργησε αρνητικά για την πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων.
Η αποκατάσταση απαιτεί χρόνο και γενναίες πρωτοβουλίες. Το επιβάλλει και η θέση που η Ρωσία κατέχει στον σύγχρονο κόσμο, όπως και η φιλία και η ιστορική πορεία των δύο λαών.