Από: topontiki.gr - Δημήτρης Χρυσικόπουλος
Το παράδοξο αυτό ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοιάζει να προσπαθεί διαρκώς να το εξορκίσει: εδώ και πολλούς μήνες ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της τετραετίας, προσδιορίζοντας, μάλιστα, τον χρόνο τους για την άνοιξη του 2023.
Μάλιστα, πριν από μία εβδομάδα, σε δύο περιστάσεις επανέλαβε τη δέσμευση αυτή, αποδεχόμενος, μάλιστα, και τον κίνδυνο πολιτικής φθοράς λόγω του δύσκολου χειμώνα που οι διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις προοιωνίζονται.
Η κρίση που εντείνεται
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη τα σύννεφα αυξάνονται, καθώς η Γηραιά Ήπειρος προετοιμάζεται για το «σενάριο τρόμου», δηλαδή για πλήρη διακοπή τροφοδοσίας με ρωσικό φυσικό αέριο. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για έναν εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα, με τον αρθρογράφο των «New York Times» Τόμας Φρίντμαν να αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάποιοι Ευρωπαίοι θα κληθούν να απαντήσουν στο δίλημμα «θέρμανση ή σίτιση» και τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς να λέει ανοιχτά ότι τα προβλήματα της ακρίβειας και του πληθωρισμού θα διατηρηθούν για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, η επιμονή του Μητσοτάκη στο «όχι» σε πρόωρες εκλογές προκαλεί κάποια ερωτήματα, καθώς μια πρόωρη προσφυγή σε κάλπες και μια ανανεωμένη λαϊκή εντολή θα επέτρεπε στην κυβέρνηση μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση της κρίσης και θα της επέτρεπε έναν πιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ τώρα τα χρονικά περιθώρια είναι δεδομένα και – καλώς ή κακώς – στενά.
Από την άλλη, τόσο οι δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού όσο και πληροφορίες από το κυβερνητικό στρατόπεδο δίνουν μια αρκετά σαφή εικόνα για τους λόγους που απορρίπτει το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες.
Θεσμοί και ελληνοτουρκικά
Κατ’ αρχάς, ο πρώτος λόγος που προβάλλουν η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Μητσοτάκης για να μην υπάρξουν πρόωρες εκλογές είναι ο σεβασμός στους θεσμούς. Από την αρχή, ο πρωθυπουργός έχει τονίσει ότι δεν πρόκειται να κάνει παιχνίδια με τους θεσμούς και να προβεί σε κινήσεις, όπως η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές – ή και η νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι θέλει να κάνει τη διαφορά και να εξαντλήσει το συνταγματικό όριο της θητείας της κυβέρνησης και οι εκλογές να γίνουν στο τέλος της τετραετίας.
Έχοντας επαναλάβει το συγκεκριμένο «μάντρα» πολλές φορές, ο Μητσοτάκης – πέραν του ότι δείχνει να το επιθυμεί – θα φαινόταν ανακόλουθος αν τελικά προχωρούσε σε πρόωρες εκλογές, ενώ έχει επενδύσει πολλά στην εικόνα τού συνεπούς και αξιόπιστου ηγέτη.
Παράλληλα (o δεύτερος λόγος), ο ίδιος ο πρωθυπουργός έθεσε και ένα αντικειμενικό ζήτημα, αποτρεπτικό για την πρόωρη προσφυγή σε κάλπες: την ένταση που επικρατεί στα ελληνοτουρκικά και τη διαρκή κλιμάκωση της επιθετικής ρητορικής της Άγκυρας, αλλά και την υπαρκτή ανησυχία από τα λόγια η ένταση να περάσει στο πεδίο, όπως έγινε το καλοκαίρι του 2020.
Η υφιστάμενη κατάσταση προφανώς δεν επιτρέπει στη χώρα να μπει σε προεκλογική περίοδο και την αστάθεια που αυτή εκ των πραγμάτων θα φέρει. Πολλώ δε μάλλον, αν κάποιος αναλογιστεί ότι από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να προκύψει κυβέρνηση, τότε η χώρα θα πρέπει να προχωρήσει με υπηρεσιακή κυβέρνηση για κάποιο διάστημα, με όλα όσα μπορεί η κατάσταση αυτή να προκαλέσει.
Ταμείο ανάκαμψης και Ευρώπη
Ένας τρίτος λόγος, τον οποίο ανέφερε ανοιχτά η Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας στα ΜΜΕ, είναι το ταμείο ανάκαμψης και οι δυνατότητες που αυτό δίνει στην οικονομία της χώρας. Η κυβέρνηση έχει επενδύσει πάρα πολλά στην αξιοποίηση των κονδυλίων του ταμείου, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης, αλλά και για τη δημιουργία μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών προοπτικών για τη χώρα.
Προφανώς, πρόωρες εκλογές θα προκαλούσαν σημαντικές καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις των κονδυλίων του ταμείου, αλλά και προβλήματα στην υλοποίηση των έργων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0», κάτι που η κυβέρνηση δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση, ιδίως σε μια περίοδο που η οικονομία χτυπιέται από τα κύματα του πληθωρισμού και της ακρίβειας, και κάθε σεντ μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο.
Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης την έχει παρομοιάσει με «αργοκίνητο υπερωκεάνιο», η Αθήνα συνεχίζει να έχει στραμμένο το βλέμμα προς την Ε.Ε., ελπίζοντας ότι εν τέλει οι Βρυξέλλες θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των χωρών – μελών και θα επιτύχουν συμφωνία για ένα κοινό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα η Ε.Ε. επιχειρεί να παρουσιάσει… σημεία ζωής και να καταλήξει σε μια συμφωνία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, αν και κατά τα φαινόμενα οι όποιες αποφάσεις παραπέμπονται για το φθινόπωρο και, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι αποτέλεσμα πολλών (και ενδεχομένως οδυνηρών) συμβιβασμών. Ακόμα κι έτσι, όμως, μια κοινή ευρωπαϊκή απόφαση για την ακρίβεια θα είναι πολύ καλύτερη από την υφιστάμενη κατάσταση, που έχει ρίξει το βάρος της αντιμετώπισης της κρίσης σε μία εκάστη χώρα της Ε.Ε.
Ακρίβεια και δημοσκοπήσεις
Μιλώντας περί ακρίβειας και πληθωρισμού, ένας από τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση εξορκίζει το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών είναι και το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μέτρων που έχουν ληφθεί τόσο για την αποκλιμάκωση των λογαριασμών της ενέργειας όσο και για τα καύσιμα. Η έναρξη των εκταμιεύσεων του Power Pass (αναμένεται να γίνει μέσα στις επόμενες ημέρες), η προσπάθεια να βρεθεί τρόπος ουσιαστικής ακύρωσης της ρήτρας αναπροσαρμογής και το νέο Fuel Pass αναμένεται να γίνουν μέσα στο επόμενο διάστημα και, προφανώς, η κυβέρνηση επιδιώκει να διαπιστώσει τον αντίκτυπό τους στο πορτοφόλι των νοικοκυριών, αλλά και να προχωρήσει σε νέα μέτρα, αν αυτά κριθούν απαραίτητα, αλλά και αν υπάρχει ο – εκ των ων ουκ άνευ – δημοσιονομικός χώρος για νέες παρεμβάσεις. Η κυβέρνηση επαίρεται ότι έχει διαθέσει ώς τώρα για την κρίση της ακρίβειας περισσότερα από 8 δισ. ευρώ και, προφανώς, επιθυμεί να καρπωθεί τα όποια οφέλη από αυτή την πολιτική.
Από την άλλη, βέβαια, η κυβέρνηση παρακολουθεί με προσοχή και τις δημοσκοπήσεις, στις οποίες αποτυπώνεται πλέον η δυσφορία των πολιτών για την ακρίβεια και η αμφιβολία τους για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που η κυβέρνηση λαμβάνει. Μπορεί στην πρόθεση ψήφου η Ν.Δ. να διατηρεί αξιόλογο προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σφυγμομετρήσεων προκαλούν ανησυχία και, προφανώς, δεν δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για εκλογές, πόσο μάλλον όταν οι ίδιες μετρήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν επιθυμεί πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να κερδίσει χρόνο ώστε να φανούν τα αποτελέσματα των πολιτικών της και να αναστρέψουν – όπως ελπίζει – το αρνητικό κλίμα που αποτυπώνεται στις μετρήσεις.
Τέλος, μια προσφυγή σε πρόωρες κάλπες πιθανόν θα έπληττε το αφήγημα της κυβέρνησης ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα απ’ όλους κρίσεις που παρουσιάζονται στη διάρκεια της θητείας της. Ο πρωθυπουργός έχει επανειλημμένα αναφερθεί στις μεγάλες κρίσεις που η κυβέρνηση έχει κληθεί να αντιμετωπίσει (προσφυγικό/μεταναστευτικό στον Έβρο, πανδημία, ελληνοτουρκικά, ακρίβεια και πληθωρισμός) και πώς κατόρθωσε να τις διαχειριστεί με επάρκεια, οπότε είναι λογικό να μην θέλει να χαλάσει το σερί της, αλλά και να φανεί ότι η τρέχουσα κρίση την ξεπερνά.
Ο ανασχηματισμός που δεν έρχεται
Με το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών να απομακρύνεται, πλέον το νέο ερώτημα που μπαίνει σε «πρώτο πλάνο» στο πολιτικό σκηνικό είναι αν και πότε και σε ποια έκταση ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, προκειμένου να στείλει το μήνυμα της «τελικής ευθείας» για τις εκλογές του 2023.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει εκφραστεί αρνητικά ενώπιον του ενδεχομένου των λεγόμενων «δομικών ανασχηματισμών» της κυβέρνησης, κάνοντας λόγο για σημειακές παρεμβάσεις όπου κρίνει ότι χρειάζονται αλλαγές ή βελτιώσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι τελευταίες – ας πούμε ευρείες – αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα έγιναν πριν από περίπου έναν χρόνο, κυρίως με αφορμή την ίδρυση του υπουργείου Κλιματικής Αλλαγής.
Από την άλλη, όσο δεν γίνεται ανασχηματισμός της κυβέρνησης τόσο διατηρείται υποβόσκουσα η συζήτηση περί «εκλογικού αιφνιδιασμού», ενώ, ταυτόχρονα, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ όσο στο παρελθόν, επανέρχονται στο προσκήνιο και σενάρια για νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου, από τη στιγμή, ειδικά, που ο Μητσοτάκης χαρακτήρισε την απλή αναλογική ως «βόμβα».
Τα σενάρια αυτά κάνουν λόγο για ένα νέο εκλογικό σύστημα, το οποίο θα αυξάνει το μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα και θα «ταπεινώνει» το όριο της αυτοδυναμίας κάτω από το 38% που είναι σήμερα, ώστε να καταστεί εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης στις δεύτερες εκλογές, αφού «καεί» η απλή αναλογική.
Το σενάριο αυτό, ωστόσο, πέφτει σε «βράχο»: στην κατηγορηματική διάψευση από τον ίδιο τον Μητσοτάκη ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου και ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν με τον Νόμο Θεοδωρικάκου, ο οποίος είχε ψηφιστεί σχεδόν με την έναρξη της θητείας της κυβέρνησης της Ν.Δ. Στο πλαίσιο αυτό, και παρά το γεγονός ότι ο εκλογικός νόμος μπορεί να αλλάξει με μόλις 151 βουλευτές, θα θεωρηθεί μεγάλη «παραφωνία» μια τέτοια κίνηση, αλλά και σημάδι ηττοπάθειας.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κ. Μητσοτάκης σήκωσε πολύ τους τόνους κατά του ΣΥΡΙΖΑ στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή. Με αφορμή την κατακριτέα ανάρτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χριστόφορου Βερναρδάκη κατά της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «εκτσογλανισμό της δημόσιας ζωής», για το «τελευταίο σκαλοπάτι του λαϊκισμού», για «κανόνα και όχι εξαίρεση», προσθέτοντας ότι «όλα αυτά από ένα κόμμα το οποίο μιλά για την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου και της ενημέρωσης. Επειδή λέει έτσι το είπαν κάποιοι “ρεπόρτερ χωρίς σύνορα” και μάλιστα την ίδια μέρα που μπήκαν βόμβες στα γραφεία ενός σταθμού που χθες κατέκρινε με μεγάλη αυστηρότητα τις δηλώσεις Βερναρδάκη».