Ο Αττίλας ετοιμαζόταν αλλά δεν το… έβλεπαν: Όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι για μήνες ο τουρκικός στρατός ασκείτο για απόβαση στην Κύπρο αλλά η χουντική ηγεσία ήταν καθησυχαστική
Από: hellasjournal.com / Του Κώστα Βενιζέλου
-Στις 25 Μαΐου του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή, αναφέρει Τούρκος στρατιωτικός… περίμεναν το πράσινο φως, το πραξικόπημα, για να υλοποιήσουν τα σχέδια της εισβολής
Οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Κύπρο από την Τουρκία δεν άρχισαν προφανώς μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που διενεργήθηκε από τη χούντα και την ΕΟΚΑ Β΄ για την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου. Όλα τα στοιχεία που υπάρχουν υποστηρίζουν πως οι σχεδιασμοί υπήρχαν, οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει προ πολλού και στην Άγκυρα ανέμεναν το πράσινο φως. Και το πράσινο φως δόθηκε με το πραξικόπημα.
Προς ενίσχυση των πιο πάνω είναι και τα όσα ανέφερε ο Τούρκος Διοικητής του 230ου Συντάγματος Συνταγματάρχης Νεζίχ Σιράλ στις αναμνήσεις του για το 1974. Αναφέρει τα εξής: «Τελικά στις 25 Μαΐου του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Ανακλήθηκαν οι άδειες.
Στο Σύνταγμα και στη Μεραρχία και σε κάποιες Μονάδες κλήθηκαν πίσω οι στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν στη διοίκηση. Πήραμε μέτρα κατά της κατασκοπείας και για την ασφάλεια. Περιορίσαμε τις επισκέψεις για τους στρατιώτες. Στις 18 Ιουνίου 1974 κάναμε ασκήσεις με το Τάγμα Ελικοπτέρων του 2ου Σώματος Στρατού. Στις 19 και 20 Ιουνίου κάναμε όλη μέρα ασκήσεις για τη φόρτωση εφοδίων και βαρέως εξοπλισμού».
Είναι σαφές, λοιπόν, πως η Άγκυρα προετοιμαζόταν είτε γιατί γνώριζε για το τι θα γινόταν είτε γιατί εκτιμούσε πως οι εξελίξεις εκεί θα οδηγούσαν. Οι πληροφορίες για τις τουρκικές προετοιμασίες ήταν γνωστές και στην ελληνική πλευρά, που σκοπίμως σφύριζε αδιάφορα!
Ο Διοικητής του κλιμακίου της Ελληνικής ΚΥΠ που έδρευε στην Κερύνεια, υπολοχαγός, τότε, Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή για το «Φάκελο της Κύπρου», της Ελληνικής Βουλή είπε πως «ένα – δύο χρόνια πριν, νομίζω μεταξύ των ετών 1970-1973, οι Τούρκοι είχαν κάνει χαρτογράφηση της περιοχής στα βόρεια της Κερύνειας. Οι προετοιμασίες για την εισβολή άρχισαν από τον Απρίλιο του 1974.
…Η Ηγεσία δεν έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς την επικείμενη Τουρκική ενέργεια…. Στις 15 Ιουνίου 1974 απαγορεύτηκαν οι άδειες, οι μετακινήσεις κ.λπ. Οι αποβατικές δυνάμεις που έδρευαν στη Μερσίνα (ναυτικό, αεροπορία, στρατός) ήταν προσανατολισμένες για την Κύπρο. Πέντε χρόνια που εγώ τα παρακολουθούσα αυτά ήξερα όλες τις λεπτομέρειες των Μονάδων. Τον Απρίλιο, αν θυμάμαι καλά του 1974, κατεβάζει ένα Σύνταγμα το 14ο, κάνει μια βδομάδα ασκήσεις και το ανεβάζει επάνω. Παράξενο. Μετά την άλλη εβδομάδα το άλλο Σύνταγμα το 49ο και τελευταίο το 50ό. Στη συνέχεια άρχισαν να πετάνε αεροπλάνα με ανώτερους αξιωματικούς (σμήναρχο, αντισμήναρχο, επισμηναγό), ενώ οι εκπαιδευτικές ασκήσεις γίνονται με μικρούς αξιωματικούς για εκπαίδευση. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις μετέδιδα και σε όποιο από αυτά τα στοιχεία χρειαζόταν, είχε μία παράγραφο για σχόλιο … που το έκανα».
Ο Πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής είχε ρωτήσει τον Σημαιοφορίδη: «Συνεπώς η ΚΥΠ και της Κύπρου και της Ελλάδος, γνώριζε όλα αυτά που λέτε εσείς;». Απάντησε: «Βεβαίως, και πολύ πιο πριν από τις 15 Ιουλίου 1974.» (Φάκελος της Κύπρου, Α τόμος, σελ. 84).
Στις 19 Ιουλίου
Ένα άκρως απόρρητο τηλεγράφημα της ελληνικής ΚΥΠ, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1974, είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Με την ένδειξη άκρως απόρρητο ειδικού χειρισμού άμεσου χειρισμού/ αμέσου επιδόσεως ώρα 23.20 αναφέρεται στην εμφάνιση στα ανοικτά της Κύπρου τουρκικών πολεμικών σκαφών.
«Κλιμάκιον ΚΥΠ γνωρίζει ημίν εξής: Κατά πληροφορίας παρασχεθείσας υπό ΓΕΕΦ, 5 τουρκικά πλοία πλέουν εις απόστασιν 12 μιλίων βορείως Ακρωτηρίου Αποστόλου Ανδρέου. Ταύτα ακολουθούνται υπό 10 σκαφών αποβατικής δυνάμεως. Άτινα πλέουν εις απόστασιν 28 έως 30 μιλίων βορείως αυτού Ακρωτηρίου. ΓΕΕΦ δεν ανησυχεί. Υπογραφή Σέρμπος.
Το σημαντικότερο; «ΓΕΕΦ ΔΕΝ ανησυχεί!
Το πολεμικό ημερολόγιο
Σύμφωνα με το ΓΕΕΦ, όπως αναφέρει στο Πολεμικό Ημερολόγιο, «από τις πρώτες πρωινές ώρες τα ραντάρ της 3ης και 4ης ΜΣΕΠ εντόπιζαν αυξημένη δραστηριότητα ιχνών επιφάνειας στον κόλπο της Μερσίνας. Συγκεκριμένα εντοπίσθηκαν κινήσεις 16 πλοίων με νότια κατεύθυνση και στη συνέχεια επιστροφή με διαφορετική διάταξη. Στις 19:30, 19 Ιουλίου 1974, τα πλοία αυτά εντοπίσθηκαν από τα ραντάρ της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου (Ριζοκαρπάσου και Κορμακίτη). Εξ αυτών, τα 10 κατευθύνονταν ΝΔ και παρέμειναν σε απόσταση 25-35 ναυτικών μιλίων ΒΔ του Ακρωτηρίου Απόστολου Αντρέα, ενώ τα άλλα 6 κατευθύνονταν ΝΑ σε απόστασή 15 μιλίων από τις Ανατολικές ακτές και στις 23:55Ω άρχισαν να κινούνται προς Βορρά. Την 20ή 02:00 Ιουλίου 1974, δέκα (10) από τα πιο πάνω σκάφη στάθμευσαν έναντι της πόλεως ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ και σε απόσταση 25 νμ περίπου. Περί την 20ή 04:40 Ιουλίου 1974 μέρος των πιο πάνω πλοίων, κατευθύνθηκε προς ΚΕΡΥΝΕΙΑ και στάθμευσε σε απόσπαση 10 νμ περίπου από αυτή, ενώ τα αντιτορπιλικά συνοδείας εισήλθαν εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου και σε απόσταση 3 νμ περίπου από της ακτής. Ο Διοικητής της ελληνικής ΚΥΠ αναφέρει ότι στις 04:45Ω αριθμός πλοίων είχαν πλησιάσει στο 1 χιλιόμετρο από την ακτή».
Το ΓΕΕΦ, όπως προκύπτει και από το τηλεγράφημα Σημαιοφορίδη, θεώρησε ότι επρόκειτο για αποβατική άσκηση της 39ης ΜΠ και ούτε ανησύχησε αλλά και ούτε προέβη σε καμία ενέργεια…
Η Κύπρος καιγόταν και η Αθήνα «εφησύχαζε στα θέρετρα»
Στις 5.20 το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, όπως αναφέρουν πηγές του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, η Τουρκική Αεροπορία προσέβαλε, διά πολυβολισμών, ρουκετών και βομβών, τις περιοχές των βορείων ακτών της νήσου, στρατόπεδα Μονάδων της ΕΦ, θέσεις ραντάρ, το Στρατηγείο ΓΕΕΦ.
Παράλληλα, πολεμικά πλοία, προσέβαλαν τις ακτές, από τον Παχύαμμο μέχρι τα Πάναγρα ενώ τα επί των υψωμάτων του Αγίου Ιλαρίωνα τουρκοκυπριακά τμήματα ενίσχυσαν διά των πυρών των, την προπαρασκευή της περιοχής αποβάσεως και εισβολή του Αττίλα.
Για το γεγονός ότι δεν λήφθηκαν μέτρα αποτροπής πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής κατηγορούνται στο πόρισμα του Φακέλου της Κύπρου, η στρατιωτική ηγεσία στο νησί (εξ Ελλάδος) αλλά και της Ελλάδος, που «εφησύχαζε στα θέρετρα».
«Ευθύνες ολόκληρης της στρατιωτικής ηγεσίας του ΓΕΕΦ, της Ναυτικής και Αεροπορικής Διοίκησης της Κύπρου (Γεωργίτσης, Γιαννακοδήμος, Πλοίαρχος Παπαγιάννης, Καραστατήρας κ.λπ.), αλλά και των λοιπών ηγητόρων επιμέρους στρατιωτικών σχηματισμών και τμημάτων για αυτή την απαράδεκτη στάση που τήρησαν και η οποία συγκροτεί κατά την άποψη μας σοβαρότατες αξιόποινες πράξεις, τόσο περισσότερο που έλαβαν χώρα ‘’εν καιρώ πολέμου΄΄ και που οι υπεύθυνοι είναι όλοι Έλληνες στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν πλήρη και σαφή γνώση, ότι ο τρόπος αυτός, δηλαδή η μη προβολή αντίδρασης στην τουρκική εισβολή στο νησί που είχε αρχίσει, μπορούσε να ωφελήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εχθρού, όπως και τις ωφέλησε, και να βλάψει τις πολεμικές δυνάμεις της σύμμαχης χώρας της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως και τις έβλαψε.
Τα ίδια αδικήματα διέπραξαν κατά τη γνώμη μας και όσοι αποτελούσαν την ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα ( Μπονάνος κ.λπ.), αλλά και διάφοροι άλλοι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί ( Αρχηγοί κλάδων, Διοικητές Επιτελικών γραφείων όπως Χανιώτης, Πολίτης κ.λπ.), που σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις του αρχηγού του ΓΕΕΦ και άλλων στελεχών του για το πώς έπρεπε να ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά, ότι πρόκειται για άσκηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και συνιστούσαν μέχρι τις 8.20 πμ 20ής Ιουλίου 1974 «αυτοσυγκράτηση», χρησιμοποιώντας έτσι έναν όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία…» ( Πόρισμα «Φακέλου της Κύπρου», Ελληνικής Βουλής, τόμος Α, σελ. 98-99).
Ηρωικές πράξεις και ο μονόδρομος για απελευθέρωση
Παρά την προδοσία, η αντίσταση των Ελλήνων της Κύπρου και των Ελλαδιτών, που δεν ήταν μέρος του σχεδίου, συγκλονίζει. Στάθηκαν απέναντι σε έναν τακτικό στρατό, με υπεροπλία, και του προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Στάθηκαν κατά του εισβολέα και υπερασπίστηκαν τη γη τους. Αυτό είναι μια οφειλόμενη αναφορά, για όσους έπεσαν στις μάχες, χάθηκαν και αγνοούνται, αιχμαλωτίστηκαν, πολέμησαν με όποια μέσα διέθεταν. Πολλές οι ηρωικές πράξεις, σε έναν προδομένο πόλεμο.
Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, πέραν από τα βαρύγδουπα και πολλές φορές κενού περιεχομένου μηνύματα, τη μνήμη που έχει φθαρεί, η πορεία δεν μπορεί να είναι διαφορετική: Παραμένει μόνος στόχος η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και η πλήρης απελευθέρωση.
Από: hellasjournal.com / Του Κώστα Βενιζέλου
-Στις 25 Μαΐου του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή, αναφέρει Τούρκος στρατιωτικός… περίμεναν το πράσινο φως, το πραξικόπημα, για να υλοποιήσουν τα σχέδια της εισβολής
Οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Κύπρο από την Τουρκία δεν άρχισαν προφανώς μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που διενεργήθηκε από τη χούντα και την ΕΟΚΑ Β΄ για την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου. Όλα τα στοιχεία που υπάρχουν υποστηρίζουν πως οι σχεδιασμοί υπήρχαν, οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει προ πολλού και στην Άγκυρα ανέμεναν το πράσινο φως. Και το πράσινο φως δόθηκε με το πραξικόπημα.
Προς ενίσχυση των πιο πάνω είναι και τα όσα ανέφερε ο Τούρκος Διοικητής του 230ου Συντάγματος Συνταγματάρχης Νεζίχ Σιράλ στις αναμνήσεις του για το 1974. Αναφέρει τα εξής: «Τελικά στις 25 Μαΐου του 1974 οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Ανακλήθηκαν οι άδειες.
Στο Σύνταγμα και στη Μεραρχία και σε κάποιες Μονάδες κλήθηκαν πίσω οι στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν στη διοίκηση. Πήραμε μέτρα κατά της κατασκοπείας και για την ασφάλεια. Περιορίσαμε τις επισκέψεις για τους στρατιώτες. Στις 18 Ιουνίου 1974 κάναμε ασκήσεις με το Τάγμα Ελικοπτέρων του 2ου Σώματος Στρατού. Στις 19 και 20 Ιουνίου κάναμε όλη μέρα ασκήσεις για τη φόρτωση εφοδίων και βαρέως εξοπλισμού».
Είναι σαφές, λοιπόν, πως η Άγκυρα προετοιμαζόταν είτε γιατί γνώριζε για το τι θα γινόταν είτε γιατί εκτιμούσε πως οι εξελίξεις εκεί θα οδηγούσαν. Οι πληροφορίες για τις τουρκικές προετοιμασίες ήταν γνωστές και στην ελληνική πλευρά, που σκοπίμως σφύριζε αδιάφορα!
Ο Διοικητής του κλιμακίου της Ελληνικής ΚΥΠ που έδρευε στην Κερύνεια, υπολοχαγός, τότε, Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή για το «Φάκελο της Κύπρου», της Ελληνικής Βουλή είπε πως «ένα – δύο χρόνια πριν, νομίζω μεταξύ των ετών 1970-1973, οι Τούρκοι είχαν κάνει χαρτογράφηση της περιοχής στα βόρεια της Κερύνειας. Οι προετοιμασίες για την εισβολή άρχισαν από τον Απρίλιο του 1974.
…Η Ηγεσία δεν έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς την επικείμενη Τουρκική ενέργεια…. Στις 15 Ιουνίου 1974 απαγορεύτηκαν οι άδειες, οι μετακινήσεις κ.λπ. Οι αποβατικές δυνάμεις που έδρευαν στη Μερσίνα (ναυτικό, αεροπορία, στρατός) ήταν προσανατολισμένες για την Κύπρο. Πέντε χρόνια που εγώ τα παρακολουθούσα αυτά ήξερα όλες τις λεπτομέρειες των Μονάδων. Τον Απρίλιο, αν θυμάμαι καλά του 1974, κατεβάζει ένα Σύνταγμα το 14ο, κάνει μια βδομάδα ασκήσεις και το ανεβάζει επάνω. Παράξενο. Μετά την άλλη εβδομάδα το άλλο Σύνταγμα το 49ο και τελευταίο το 50ό. Στη συνέχεια άρχισαν να πετάνε αεροπλάνα με ανώτερους αξιωματικούς (σμήναρχο, αντισμήναρχο, επισμηναγό), ενώ οι εκπαιδευτικές ασκήσεις γίνονται με μικρούς αξιωματικούς για εκπαίδευση. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις μετέδιδα και σε όποιο από αυτά τα στοιχεία χρειαζόταν, είχε μία παράγραφο για σχόλιο … που το έκανα».
Ο Πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής είχε ρωτήσει τον Σημαιοφορίδη: «Συνεπώς η ΚΥΠ και της Κύπρου και της Ελλάδος, γνώριζε όλα αυτά που λέτε εσείς;». Απάντησε: «Βεβαίως, και πολύ πιο πριν από τις 15 Ιουλίου 1974.» (Φάκελος της Κύπρου, Α τόμος, σελ. 84).
Στις 19 Ιουλίου
Ένα άκρως απόρρητο τηλεγράφημα της ελληνικής ΚΥΠ, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1974, είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Με την ένδειξη άκρως απόρρητο ειδικού χειρισμού άμεσου χειρισμού/ αμέσου επιδόσεως ώρα 23.20 αναφέρεται στην εμφάνιση στα ανοικτά της Κύπρου τουρκικών πολεμικών σκαφών.
«Κλιμάκιον ΚΥΠ γνωρίζει ημίν εξής: Κατά πληροφορίας παρασχεθείσας υπό ΓΕΕΦ, 5 τουρκικά πλοία πλέουν εις απόστασιν 12 μιλίων βορείως Ακρωτηρίου Αποστόλου Ανδρέου. Ταύτα ακολουθούνται υπό 10 σκαφών αποβατικής δυνάμεως. Άτινα πλέουν εις απόστασιν 28 έως 30 μιλίων βορείως αυτού Ακρωτηρίου. ΓΕΕΦ δεν ανησυχεί. Υπογραφή Σέρμπος.
Το σημαντικότερο; «ΓΕΕΦ ΔΕΝ ανησυχεί!
Το πολεμικό ημερολόγιο
Σύμφωνα με το ΓΕΕΦ, όπως αναφέρει στο Πολεμικό Ημερολόγιο, «από τις πρώτες πρωινές ώρες τα ραντάρ της 3ης και 4ης ΜΣΕΠ εντόπιζαν αυξημένη δραστηριότητα ιχνών επιφάνειας στον κόλπο της Μερσίνας. Συγκεκριμένα εντοπίσθηκαν κινήσεις 16 πλοίων με νότια κατεύθυνση και στη συνέχεια επιστροφή με διαφορετική διάταξη. Στις 19:30, 19 Ιουλίου 1974, τα πλοία αυτά εντοπίσθηκαν από τα ραντάρ της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου (Ριζοκαρπάσου και Κορμακίτη). Εξ αυτών, τα 10 κατευθύνονταν ΝΔ και παρέμειναν σε απόσταση 25-35 ναυτικών μιλίων ΒΔ του Ακρωτηρίου Απόστολου Αντρέα, ενώ τα άλλα 6 κατευθύνονταν ΝΑ σε απόστασή 15 μιλίων από τις Ανατολικές ακτές και στις 23:55Ω άρχισαν να κινούνται προς Βορρά. Την 20ή 02:00 Ιουλίου 1974, δέκα (10) από τα πιο πάνω σκάφη στάθμευσαν έναντι της πόλεως ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ και σε απόσταση 25 νμ περίπου. Περί την 20ή 04:40 Ιουλίου 1974 μέρος των πιο πάνω πλοίων, κατευθύνθηκε προς ΚΕΡΥΝΕΙΑ και στάθμευσε σε απόσπαση 10 νμ περίπου από αυτή, ενώ τα αντιτορπιλικά συνοδείας εισήλθαν εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου και σε απόσταση 3 νμ περίπου από της ακτής. Ο Διοικητής της ελληνικής ΚΥΠ αναφέρει ότι στις 04:45Ω αριθμός πλοίων είχαν πλησιάσει στο 1 χιλιόμετρο από την ακτή».
Το ΓΕΕΦ, όπως προκύπτει και από το τηλεγράφημα Σημαιοφορίδη, θεώρησε ότι επρόκειτο για αποβατική άσκηση της 39ης ΜΠ και ούτε ανησύχησε αλλά και ούτε προέβη σε καμία ενέργεια…
Η Κύπρος καιγόταν και η Αθήνα «εφησύχαζε στα θέρετρα»
Στις 5.20 το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, όπως αναφέρουν πηγές του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, η Τουρκική Αεροπορία προσέβαλε, διά πολυβολισμών, ρουκετών και βομβών, τις περιοχές των βορείων ακτών της νήσου, στρατόπεδα Μονάδων της ΕΦ, θέσεις ραντάρ, το Στρατηγείο ΓΕΕΦ.
Παράλληλα, πολεμικά πλοία, προσέβαλαν τις ακτές, από τον Παχύαμμο μέχρι τα Πάναγρα ενώ τα επί των υψωμάτων του Αγίου Ιλαρίωνα τουρκοκυπριακά τμήματα ενίσχυσαν διά των πυρών των, την προπαρασκευή της περιοχής αποβάσεως και εισβολή του Αττίλα.
Για το γεγονός ότι δεν λήφθηκαν μέτρα αποτροπής πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής κατηγορούνται στο πόρισμα του Φακέλου της Κύπρου, η στρατιωτική ηγεσία στο νησί (εξ Ελλάδος) αλλά και της Ελλάδος, που «εφησύχαζε στα θέρετρα».
«Ευθύνες ολόκληρης της στρατιωτικής ηγεσίας του ΓΕΕΦ, της Ναυτικής και Αεροπορικής Διοίκησης της Κύπρου (Γεωργίτσης, Γιαννακοδήμος, Πλοίαρχος Παπαγιάννης, Καραστατήρας κ.λπ.), αλλά και των λοιπών ηγητόρων επιμέρους στρατιωτικών σχηματισμών και τμημάτων για αυτή την απαράδεκτη στάση που τήρησαν και η οποία συγκροτεί κατά την άποψη μας σοβαρότατες αξιόποινες πράξεις, τόσο περισσότερο που έλαβαν χώρα ‘’εν καιρώ πολέμου΄΄ και που οι υπεύθυνοι είναι όλοι Έλληνες στρατιωτικοί, οι οποίοι είχαν πλήρη και σαφή γνώση, ότι ο τρόπος αυτός, δηλαδή η μη προβολή αντίδρασης στην τουρκική εισβολή στο νησί που είχε αρχίσει, μπορούσε να ωφελήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εχθρού, όπως και τις ωφέλησε, και να βλάψει τις πολεμικές δυνάμεις της σύμμαχης χώρας της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως και τις έβλαψε.
Τα ίδια αδικήματα διέπραξαν κατά τη γνώμη μας και όσοι αποτελούσαν την ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα ( Μπονάνος κ.λπ.), αλλά και διάφοροι άλλοι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί ( Αρχηγοί κλάδων, Διοικητές Επιτελικών γραφείων όπως Χανιώτης, Πολίτης κ.λπ.), που σε επίμονες αιτήσεις-παρακλήσεις του αρχηγού του ΓΕΕΦ και άλλων στελεχών του για το πώς έπρεπε να ενεργήσει, απαντούσαν καθησυχαστικά, ότι πρόκειται για άσκηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και συνιστούσαν μέχρι τις 8.20 πμ 20ής Ιουλίου 1974 «αυτοσυγκράτηση», χρησιμοποιώντας έτσι έναν όρο άγνωστο μέχρι τότε στη στρατιωτική ορολογία…» ( Πόρισμα «Φακέλου της Κύπρου», Ελληνικής Βουλής, τόμος Α, σελ. 98-99).
Ηρωικές πράξεις και ο μονόδρομος για απελευθέρωση
Παρά την προδοσία, η αντίσταση των Ελλήνων της Κύπρου και των Ελλαδιτών, που δεν ήταν μέρος του σχεδίου, συγκλονίζει. Στάθηκαν απέναντι σε έναν τακτικό στρατό, με υπεροπλία, και του προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Στάθηκαν κατά του εισβολέα και υπερασπίστηκαν τη γη τους. Αυτό είναι μια οφειλόμενη αναφορά, για όσους έπεσαν στις μάχες, χάθηκαν και αγνοούνται, αιχμαλωτίστηκαν, πολέμησαν με όποια μέσα διέθεταν. Πολλές οι ηρωικές πράξεις, σε έναν προδομένο πόλεμο.
Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, πέραν από τα βαρύγδουπα και πολλές φορές κενού περιεχομένου μηνύματα, τη μνήμη που έχει φθαρεί, η πορεία δεν μπορεί να είναι διαφορετική: Παραμένει μόνος στόχος η ανατροπή των κατοχικών δεδομένων και η πλήρης απελευθέρωση.