Μερικοί αναλυτές αναρωτιούνται εάν η σύγκρουση έχει ξεκινήσει μια διαδικασία διάλυσης ενός εμπορικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για την παράδοση αγαθών χαμηλού κόστους
Από: bankingnews.gr
Πριν ακόμη υπογραφεί η συμφωνία για τα σιτηρά μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, διά της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ, οι τιμές των βασικών τροφίμων είχαν πέσει κατακόρυφα.
Οι φόβοι για ύφεση, η αυξημένη συγκομιδή στη Ρωσία και οι ελπίδες για αναζωογόνηση των εμπορικών ροών συνέβαλαν θετικά.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Financial Times, η πτώση στις τιμές δεν σημαίνει ότι η επισιτιστική κρίση έχει τελειώσει.
Αναλυτές λένε ότι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν τις αγορές τροφίμων στο… κόκκινο παραμένουν αμετάβλητοι.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που συνεχίζεται, είναι μόνο ένα από τα προβλήματα που θα διατηρήσουν τα ποσοστά των πεινασμένων σε ιστορικά υψηλά για πολλά χρόνια ακόμα.
Η πολεμική σύγκρουση ήρθε σε μια εποχή κατά την οποία οι τιμές των τροφίμων είχαν ήδη πάρει την ανιούσα λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως η ξηρασία που επηρέασε τις βασικές χώρες παραγωγής και οι αλυσίδες εφοδιασμού που ακόμη είναι διαταραγμένες λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
Σε ό,τι αφορά τα φτωχότερα κράτη, των οποίων οι οικονομίες είχαν «διαρραγεί» λόγω του lockdown, ο πόλεμος απλώς επιδείνωσε μια ήδη ζοφερή κατάσταση.
«Αυτό που διαφοροποιεί αυτήν την επισιτιστική κρίση από προηγούμενες είναι ότι υπάρχουν πολλές σημαντικές αιτίες», λέει ο Cary Fowler, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για την επισιτιστική ασφάλεια.
Ο αντίκτυπος αυτού του συνδυασμού παραγόντων θα γίνει εμφανής μόνο το επόμενο έτος, λένε οι αναλυτές.
«Ανησυχώ περισσότερο για το 2023 παρά για το 2022», προσθέτει ο αξιωματούχος.
Σύννεφα στον ορίζοντα
Ο πόλεμος αναμφίβολα αποτέλεσε μεγάλο εμπόδιο στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων.
Με τα λιμάνια της Ουκρανίας αποκλεισμένα και εναλλακτικές διαδρομές να μην υπάρχουν, ο όγκος των εξαγωγών μειώθηκε σημαντικά.
Τον Ιούνιο, η χώρα εξήγαγε λίγο λιγότερο από 1 εκατομμύριο τόνους σιταριού, καλαμποκιού και κριθαριού (-40% από τον ίδιο μήνα του 2021), σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας της Ουκρανίας.
Η συγκομιδή στην Ουκρανία ξεκίνησε αυτόν τον μήνα, και οι καλλιεργητές αγωνίζονται να αποθηκεύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Αλλά εάν οι αγρότες δεν πουλήσουν τα δημητριακά τους, αυτό θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα το 2023, καθώς δεν θα έχουν κεφάλαια να πληρώσουν για σπόρους και λιπάσματα την επόμενη σεζόν.
Μπορεί να μην έχουν καν σοδειά, προειδοποιεί αξιωματούχος της διεθνούς πολιτικής τροφίμων.
Οι υψηλές τιμές στα εμπορεύματα στα τέλη της άνοιξης μπορεί να προσφέρουν κίνητρα για μεγαλύτερη παραγωγή αλλού.
Αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από την αύξηση του κόστους των εισροών για πολλούς αγρότες.
Οι αξιωματούχοι της επισιτιστικής πολιτικής προειδοποιούν ότι οι τιμές στην Ενέργεια, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω τον χειμώνα, έχουν επίσης πλήξει την παραγωγή αζωτούχου λιπάσματος, ενός βασικού συστατικού για τις καλλιέργειες.
«Αν δεν λύσουμε το ζήτημα με τις γεωργικές εισροές —ιδίως τα λιπάσματα—, τότε η κρίση της οικονομικής προσιτότητας θα μετατραπεί σε κρίση διαθεσιμότητας το επόμενο έτος» προειδοποιεί ο Arif Husain, επικεφαλής οικονομολόγος στο Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ.
Μέχρι στιγμής, η κύρια ανησυχία για τα τρόφιμα ήταν οι προμήθειες σιτηρών, ειδικά το σιτάρι και τα φυτικά έλαια, των οποίων η Ουκρανία είναι μεγάλος εξαγωγέας.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν για την τιμή του ρυζιού, τον ακρογωνιαίο λίθο της διατροφής σε όλη την Ασία.
Προς το παρόν, διαπιστώνονται υψηλά επίπεδα αποθεμάτων σε κορυφαίες χώρες παραγωγής όπως η Ινδία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ – αν και υπάρχει ανησυχία για τους περιορισμούς στις εξαγωγές εάν το υψηλό κόστος του σιταριού ωθήσει περισσότερους καταναλωτές να στραφούν στο ρύζι ως υποκατάστατο.
Μόνο το 10% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών εξάγεται, επομένως ένας περιορισμός από οποιονδήποτε εξαγωγέα μπορεί να έχει υπερβολικό αντίκτυπο στις διεθνείς τιμές.
Το 2007-08, οι περιορισμοί στις εξαγωγές από την Ινδία και το Βιετνάμ, σε συνδυασμό με τις αγορές πανικού από μεγάλους εισαγωγείς ρυζιού, όπως οι Φιλιππίνες, οδήγησαν σε υπερδιπλασιασμό των τιμών.
«Παρακολουθούμε στενά τις τιμές του ρυζιού» λένε οι αναλυτές της Nomura, της ιαπωνικής επενδυτικής τράπεζας, προσθέτοντας: «Εάν η αύξηση των τιμών στο σιτάρι οδηγήσει σε υποκατάσταση του ρυζιού, αυτό θα μπορούσε να μειώσει τα υπάρχοντα αποθέματα, να προκαλέσει περιορισμούς και να αύξησει τις τιμές στο ρύζι.
Οι επιπτώσεις
Πολύ πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, η επισιτιστική ανασφάλεια βρισκόταν σε επίπεδα ρεκόρ.
To 2021, λόγω της πανδημίας, της ξηρασίας και άλλων περιφερειακών συγκρούσεων, λίγο λιγότερο από 770 εκατομμύρια πεινούσαν - ο υψηλότερος αριθμός από το 2006, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO).
Ο FAO προβλέπει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αυξήσει τον αριθμό των υποσιτιζόμενων ατόμων κατά 13 εκατομμύρια φέτος και άλλα 17 εκατομμύρια το 2023.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, για κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις τιμές των τροφίμων, επιπλέον 10 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να πέφτουν σε ακραία φτώχεια.
Σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, η κατανάλωση βασικών προϊόντων υπερτερεί της παραγωγής.
Οι χώρες σε αυτές τις περιοχές είναι πιο εκτεθειμένες στις παγκόσμιες αυξήσεις τιμών, σύμφωνα με την ομάδα δεδομένων εμπορευμάτων Gro Intelligence.
Πολλές αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν το πρόσθετο βάρος της υποτίμησης των νομισμάτων τους, πέρα από την αύξηση στις τιμές των τροφίμων.
Ο αντίκτυπος στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που εξαρτώνται από εισαγωγές από την Ουκρανία και τη Ρωσία ήταν έντονος.
Η Αίγυπτος έχει στραφεί στο ΔΝΤ για βοήθεια, ο πληθωρισμός στην Τουρκία έχει εκτιναχθεί σχεδόν στο 80%, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα έχει περιγράψει την κρίση στο Λίβανο ως μια από τις πιο σοβαρές των τελευταίων 100 ετών.
Ακόμη και χώρες που δεν αγοράζουν από τη Ρωσία ή την Ουκρανία, αλλά είναι καθαροί εισαγωγείς γεωργικών προϊόντων, αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος.
Οι τιμές σε βασικά τρόφιμα όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα μαγειρικά έλαια έχουν αυξηθεί ραγδαία.
Ένα καρβέλι ψωμί στη Βουλγαρία κοστίζει σχεδόν 50% περισσότερο από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα.
Τα μαγειρικά έλαια στην Ισπανία έχουν διπλάσια τιμή από ό,τι πριν από ένα χρόνο και οι τιμές της ζάχαρης στην Πολωνία έχουν αυξηθεί κατά 40%.
Σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, όπου τα τρόφιμα αποτελούν μεγάλο μέρος των καταναλωτικών δαπανών, οι περικοπές για να αντισταθμιστεί το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι πολύ πιο δύσκολη.
Στην Αίγυπτο, όπου τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των δαπανών των νοικοκυριών, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης του 24%.
Οι αυξήσεις στα τρόφιμα το 2007-08 και το 2010-11 οδήγησαν σε ταραχές σε όλο τον κόσμο και ήταν βασικός παράγοντας για την αναταραχή που έπληξε πρόσφατα τη Σρι Λάνκα.
Οι κυβερνήσεις καταφέρνουν μέχρι στιγμής να συγκρατήσουν την κοινωνική αναταραχή δίνοντας επιδοτήσεις.
«Αυτό παρέχει ένα Band-Aid», λέει ο Michael Pond, αναλυτής της Barclays.
«Αλλά η πίεση μπορεί να γίνει τόσο ισχυρή που οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να παράσχουν αυτό το Band-Aid.
Και εκεί είναι που τα πράγματα θα ξεφύγουν», προσθέτει.
Πριν ακόμη υπογραφεί η συμφωνία για τα σιτηρά μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, διά της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ, οι τιμές των βασικών τροφίμων είχαν πέσει κατακόρυφα.
Οι φόβοι για ύφεση, η αυξημένη συγκομιδή στη Ρωσία και οι ελπίδες για αναζωογόνηση των εμπορικών ροών συνέβαλαν θετικά.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Financial Times, η πτώση στις τιμές δεν σημαίνει ότι η επισιτιστική κρίση έχει τελειώσει.
Αναλυτές λένε ότι οι βασικοί παράγοντες που οδήγησαν τις αγορές τροφίμων στο… κόκκινο παραμένουν αμετάβλητοι.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, που συνεχίζεται, είναι μόνο ένα από τα προβλήματα που θα διατηρήσουν τα ποσοστά των πεινασμένων σε ιστορικά υψηλά για πολλά χρόνια ακόμα.
Η πολεμική σύγκρουση ήρθε σε μια εποχή κατά την οποία οι τιμές των τροφίμων είχαν ήδη πάρει την ανιούσα λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως η ξηρασία που επηρέασε τις βασικές χώρες παραγωγής και οι αλυσίδες εφοδιασμού που ακόμη είναι διαταραγμένες λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.
Σε ό,τι αφορά τα φτωχότερα κράτη, των οποίων οι οικονομίες είχαν «διαρραγεί» λόγω του lockdown, ο πόλεμος απλώς επιδείνωσε μια ήδη ζοφερή κατάσταση.
«Αυτό που διαφοροποιεί αυτήν την επισιτιστική κρίση από προηγούμενες είναι ότι υπάρχουν πολλές σημαντικές αιτίες», λέει ο Cary Fowler, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για την επισιτιστική ασφάλεια.
Ο αντίκτυπος αυτού του συνδυασμού παραγόντων θα γίνει εμφανής μόνο το επόμενο έτος, λένε οι αναλυτές.
«Ανησυχώ περισσότερο για το 2023 παρά για το 2022», προσθέτει ο αξιωματούχος.
Σύννεφα στον ορίζοντα
Ο πόλεμος αναμφίβολα αποτέλεσε μεγάλο εμπόδιο στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων.
Με τα λιμάνια της Ουκρανίας αποκλεισμένα και εναλλακτικές διαδρομές να μην υπάρχουν, ο όγκος των εξαγωγών μειώθηκε σημαντικά.
Τον Ιούνιο, η χώρα εξήγαγε λίγο λιγότερο από 1 εκατομμύριο τόνους σιταριού, καλαμποκιού και κριθαριού (-40% από τον ίδιο μήνα του 2021), σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας της Ουκρανίας.
Η συγκομιδή στην Ουκρανία ξεκίνησε αυτόν τον μήνα, και οι καλλιεργητές αγωνίζονται να αποθηκεύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Αλλά εάν οι αγρότες δεν πουλήσουν τα δημητριακά τους, αυτό θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα το 2023, καθώς δεν θα έχουν κεφάλαια να πληρώσουν για σπόρους και λιπάσματα την επόμενη σεζόν.
Μπορεί να μην έχουν καν σοδειά, προειδοποιεί αξιωματούχος της διεθνούς πολιτικής τροφίμων.
Οι υψηλές τιμές στα εμπορεύματα στα τέλη της άνοιξης μπορεί να προσφέρουν κίνητρα για μεγαλύτερη παραγωγή αλλού.
Αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από την αύξηση του κόστους των εισροών για πολλούς αγρότες.
Οι αξιωματούχοι της επισιτιστικής πολιτικής προειδοποιούν ότι οι τιμές στην Ενέργεια, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω τον χειμώνα, έχουν επίσης πλήξει την παραγωγή αζωτούχου λιπάσματος, ενός βασικού συστατικού για τις καλλιέργειες.
«Αν δεν λύσουμε το ζήτημα με τις γεωργικές εισροές —ιδίως τα λιπάσματα—, τότε η κρίση της οικονομικής προσιτότητας θα μετατραπεί σε κρίση διαθεσιμότητας το επόμενο έτος» προειδοποιεί ο Arif Husain, επικεφαλής οικονομολόγος στο Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ.
Μέχρι στιγμής, η κύρια ανησυχία για τα τρόφιμα ήταν οι προμήθειες σιτηρών, ειδικά το σιτάρι και τα φυτικά έλαια, των οποίων η Ουκρανία είναι μεγάλος εξαγωγέας.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές ανησυχούν για την τιμή του ρυζιού, τον ακρογωνιαίο λίθο της διατροφής σε όλη την Ασία.
Προς το παρόν, διαπιστώνονται υψηλά επίπεδα αποθεμάτων σε κορυφαίες χώρες παραγωγής όπως η Ινδία, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ – αν και υπάρχει ανησυχία για τους περιορισμούς στις εξαγωγές εάν το υψηλό κόστος του σιταριού ωθήσει περισσότερους καταναλωτές να στραφούν στο ρύζι ως υποκατάστατο.
Μόνο το 10% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών εξάγεται, επομένως ένας περιορισμός από οποιονδήποτε εξαγωγέα μπορεί να έχει υπερβολικό αντίκτυπο στις διεθνείς τιμές.
Το 2007-08, οι περιορισμοί στις εξαγωγές από την Ινδία και το Βιετνάμ, σε συνδυασμό με τις αγορές πανικού από μεγάλους εισαγωγείς ρυζιού, όπως οι Φιλιππίνες, οδήγησαν σε υπερδιπλασιασμό των τιμών.
«Παρακολουθούμε στενά τις τιμές του ρυζιού» λένε οι αναλυτές της Nomura, της ιαπωνικής επενδυτικής τράπεζας, προσθέτοντας: «Εάν η αύξηση των τιμών στο σιτάρι οδηγήσει σε υποκατάσταση του ρυζιού, αυτό θα μπορούσε να μειώσει τα υπάρχοντα αποθέματα, να προκαλέσει περιορισμούς και να αύξησει τις τιμές στο ρύζι.
Οι επιπτώσεις
Πολύ πριν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, η επισιτιστική ανασφάλεια βρισκόταν σε επίπεδα ρεκόρ.
To 2021, λόγω της πανδημίας, της ξηρασίας και άλλων περιφερειακών συγκρούσεων, λίγο λιγότερο από 770 εκατομμύρια πεινούσαν - ο υψηλότερος αριθμός από το 2006, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO).
Ο FAO προβλέπει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αυξήσει τον αριθμό των υποσιτιζόμενων ατόμων κατά 13 εκατομμύρια φέτος και άλλα 17 εκατομμύρια το 2023.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, για κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις τιμές των τροφίμων, επιπλέον 10 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να πέφτουν σε ακραία φτώχεια.
Σε μεγάλο μέρος της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, η κατανάλωση βασικών προϊόντων υπερτερεί της παραγωγής.
Οι χώρες σε αυτές τις περιοχές είναι πιο εκτεθειμένες στις παγκόσμιες αυξήσεις τιμών, σύμφωνα με την ομάδα δεδομένων εμπορευμάτων Gro Intelligence.
Πολλές αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν το πρόσθετο βάρος της υποτίμησης των νομισμάτων τους, πέρα από την αύξηση στις τιμές των τροφίμων.
Ο αντίκτυπος στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που εξαρτώνται από εισαγωγές από την Ουκρανία και τη Ρωσία ήταν έντονος.
Η Αίγυπτος έχει στραφεί στο ΔΝΤ για βοήθεια, ο πληθωρισμός στην Τουρκία έχει εκτιναχθεί σχεδόν στο 80%, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα έχει περιγράψει την κρίση στο Λίβανο ως μια από τις πιο σοβαρές των τελευταίων 100 ετών.
Ακόμη και χώρες που δεν αγοράζουν από τη Ρωσία ή την Ουκρανία, αλλά είναι καθαροί εισαγωγείς γεωργικών προϊόντων, αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος.
Οι τιμές σε βασικά τρόφιμα όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα μαγειρικά έλαια έχουν αυξηθεί ραγδαία.
Ένα καρβέλι ψωμί στη Βουλγαρία κοστίζει σχεδόν 50% περισσότερο από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα.
Τα μαγειρικά έλαια στην Ισπανία έχουν διπλάσια τιμή από ό,τι πριν από ένα χρόνο και οι τιμές της ζάχαρης στην Πολωνία έχουν αυξηθεί κατά 40%.
Σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα, όπου τα τρόφιμα αποτελούν μεγάλο μέρος των καταναλωτικών δαπανών, οι περικοπές για να αντισταθμιστεί το αυξανόμενο κόστος ζωής είναι πολύ πιο δύσκολη.
Στην Αίγυπτο, όπου τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο των δαπανών των νοικοκυριών, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης του 24%.
Οι αυξήσεις στα τρόφιμα το 2007-08 και το 2010-11 οδήγησαν σε ταραχές σε όλο τον κόσμο και ήταν βασικός παράγοντας για την αναταραχή που έπληξε πρόσφατα τη Σρι Λάνκα.
Οι κυβερνήσεις καταφέρνουν μέχρι στιγμής να συγκρατήσουν την κοινωνική αναταραχή δίνοντας επιδοτήσεις.
«Αυτό παρέχει ένα Band-Aid», λέει ο Michael Pond, αναλυτής της Barclays.
«Αλλά η πίεση μπορεί να γίνει τόσο ισχυρή που οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να παράσχουν αυτό το Band-Aid.
Και εκεί είναι που τα πράγματα θα ξεφύγουν», προσθέτει.
Δεν υπάρχει επιστροφή…
Πολλοί δεν πιστεύουν ότι επισιτιστική κρίση θα χειροτερέψει.
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Morgan Stanley εξέδωσε μια αισιόδοξη έκθεση για το μέλλον των τροφίμων, υποδηλώνοντας ότι οι αυξήσεις το 2023 θα είναι χαμηλότερες από τις αναμενόμενες.
Η αυξημένη παραγωγή σιτηρών από τους αγρότες, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, θα μετριάσει τον πληθωρισμό των τροφίμων, αναφέρει η έκθεση.
Ωστόσο, ενώ ορισμένοι διεθνείς έμποροι ελπίζουν ότι το άνοιγμα της εμπορικής οδού της Μαύρης Θάλασσας θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας «de facto κατάπαυσης του πυρός», εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της Ρωσίας.
Και, βέβαια, ακόμη κι αν ο πόλεμος τελειώσει αύριο, οι γεωργικές και λιμενικές υποδομές της χώρας πρέπει να ανοικοδομηθούν, αλλά και να υπάρξει αποναρκοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα.
Οι αγρότες της χώρας μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα ή να μη θέλουν να επιστρέψουν στη γη τους.
Πολλοί δυτικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι και αναλυτές αναμένουν ότι η τρέχουσα επισιτιστική κρίση θα διαρκέσει χρόνια, με τον πόλεμο να επικάθεται στην κλιματική αλλαγή, την πανδημία και σε άλλες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο.
«Οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες που προκάλεσαν πληθωρισμό στα τρόφιμα [υψηλότερα] θα μπορούσε να συνεχιστεί» λέει ο Pond.
Η διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής σημαίνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και το ίδιο θα συμβεί στην ενέργεια, λέει η Laura Wellesley, ανώτερη ερευνήτρια της Chatham House.
«Η συνολική εικόνα έχει να κάνει με την περιορισμένη προσφορά».
Οι καταναλωτές θα χρειαστεί να συνηθίσουν τις μόνιμα υψηλές, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι.
Η Capital Economics προβλέπει ότι τα επίπεδα της αγοράς θα «παραμείνουν σε ιστορικά υψηλά» λόγω της αυξημένης αστάθειας του καιρού.
«Τα τελευταία χρόνια, λόγω της αυξανόμενης επίδρασης της κλιματικής αλλαγής, η παραγωγή ποικίλλει» λέει η Caroline Bain, επικεφαλής οικονομολόγος εμπορευμάτων στην ερευνητική εταιρεία.
Μερικοί αναλυτές αναρωτιούνται εάν η σύγκρουση έχει ξεκινήσει μια διαδικασία διάλυσης ενός εμπορικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για την παράδοση αγαθών χαμηλού κόστους, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων διατροφής, σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Το παγκόσμιο σύστημα εμπορίας τροφίμων που μας επέτρεψε να έχουμε πρόσβαση σε όλα τα είδη τροφίμων δεν πρόκειται να επιστρέψει στην κανονικότητα σύντομα, λέει η Wellesley. «Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα συνεχιστούν οι υψηλές τιμές στα τρόφιμα και τα λιπάσματα και μια αναδιάρθρωση των εμπορικών εξαρτήσεων, ίσως με μεγαλύτερη εστίαση σε περισσότερες περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού».