Ποια είναι η καταγωγή της αρωμουνικής γλώσσας; - Ποια είναι η σχέση της με τη ρουμανική γλώσσα; - Σε ποιες περιοχές της Ελλάδας ομιλείται σήμερα
Από: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας
Με μία ακόμα από τις γλώσσες μικρής ή
χαμηλής βιωσιμότητας που ομιλείται στη χώρα μας, μετά τα Αρβανίτικα και
την ελληνική Ρομανί, των αθίγγανων, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας
άρθρο. Θα μας απασχολήσει συγκεκριμένα η γλώσσα των Βλάχων ή Αρωμουνική ή
(Κουτσο)βλαχική. Πρόκειται για μια "γλώσσα απόκλισης" (Abstand) σε
σχέση με την πλειοψηφούσα γλώσσα της χώρας μας. Ένα βασικό
χαρακτηριστικό της είναι το γεωγραφικό ασυνεχές, δηλαδή οι περιοχές στις
οποίες ομιλείται, δεν γειτνιάζουν.
Η καταγωγή της Αρωμουνικής γλώσσας
Η Αρωμουνική είναι ρομανική (λατινογενής) γλώσσα και πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Αχιλλέα Λαζάρου, δημώδης ανατολική λατινική ή αλλιώς "νεολατινική" που, αν και συγγενεύει με τη Ρουμανική είναι διαφορετική από αυτή (M. Signan 1990). Κάποιοι ρουμανικοί, κυρίως, κύκλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για διάλεκτο της Ρουμανικής γλώσσας, κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Πρόκειται για "τέκνο" της Λατινικής, όπως και οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες και προέρχεται από τη γλώσσα των ρωμαϊκών στρατευμάτων που είχαν εγκατασταθεί στα Βαλκάνια. Η έντονη παρουσία του ρωμαϊκού στρατού έδωσε τέσσερις νεολατινικές γλώσσες:
Τη Δακορουμανική (Ρουμανική) και την Ιστρορομανική στον Δούναβη, την (Κουτσο)βλαχική ή Αρωμουνική και τη Μογλενιτική, γύρω από την Εγνατία. Η Αρωμουνική και η Δακορουμανική γλώσσα έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Η πρώτη είναι συντηρητικότερη και εμφανίζει αρχαιότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη δεύτερη, γεγονός που κάνει την (Κουτσο) βλαχική πλησιέστερη προς τη λαϊκή Λατινική.
Τη Δακορουμανική (Ρουμανική) και την Ιστρορομανική στον Δούναβη, την (Κουτσο)βλαχική ή Αρωμουνική και τη Μογλενιτική, γύρω από την Εγνατία. Η Αρωμουνική και η Δακορουμανική γλώσσα έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Η πρώτη είναι συντηρητικότερη και εμφανίζει αρχαιότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη δεύτερη, γεγονός που κάνει την (Κουτσο) βλαχική πλησιέστερη προς τη λαϊκή Λατινική.
Ρουμάνοι και Βλάχοι
Όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερα άρθρα μας, οι Ρουμάνοι προσπάθησαν να προσεταιριστούν τους Βλάχους και να δείξουν ότι αυτοί έχουν ρουμανική καταγωγή.
Η εκκλησιαστική και εκπαιδευτική πολιτική των Ρουμάνων απέναντι στους βλαχόφωνους της Ελλάδας, οδήγησε στην ίδρυση δεκάδων ρουμανόφωνων σχολείων στα τέλη του 19ου αιώνα, με στόχο τη διαμόρφωση ρουμανικής εθνικής συνείδησης. Η πολιτική αυτή δεν απέδωσε και το 1945 έκλεισε και το τελευταίο ρουμανόφωνο σχολείο που λειτουργούσε στο Άνω Γραμματικό Πέλλας. Αυτή η πολιτική των Ρουμάνων έφερε σε αντιπαράθεση τους Βλάχους μεταξύ τους. Μια μικρή μειοψηφία βλαχόφωνων, ρουμανικής εθνικής συνείδησης εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λόγοι της μετοίκησης αυτής ωστόσο φαίνεται ότι ήταν περισσότερο οικονομικοί παρά ιδεολογικοί.
Η μετακίνηση είχε τοπικό χαρακτήρα καθώς η χάραξη των ελληνοβουλγαρικών συνόρων διαχώρισε τις ορεινές εγκαταστάσεις από καλύβες, από τα παραδοσιακά χειμαδιά και δεν έθιξε τις εύρωστες οικονομικά περιοχές της Πίνδου και του Ολύμπου. Σήμερα μόνο Ρουμάνοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η Αρωμουνική είναι διάλεκτος, ενώ η πλειοψηφία των δυτικών συναδέλφων τους, όπως αποδεικνύεται στο έργο «Manuel des langues romanes» (2014), υποστηρίζουν ότι πρόκειται για αυτόνομη γλώσσα, διαφορετική από τη Ρουμανική.
Η Ελληνική και η Αρωμουνική γλώσσα
Η επίδραση της ελληνικής γλώσσας στην (Κουτσο)βλαχική είναι μεγάλη. Υπάρχουν μάλιστα μερικά γλωσσικά στοιχεία που ενσωματώθηκαν από την αρχαία Ελληνική σ’ αυτή, τα οποία δεν απαντούν σε νεοελληνικά ιδιώματα.
Η Αρωμουνική όμως, δεν ακολούθησε την πορεία των υπόλοιπων λατινογενών γλωσσών που εξελίχθηκαν σε επίσημες και καλλιέργησαν την λογοτεχνία και τον πολιτισμό τους.
Μαρτυρίες γραφής της Αρωμουνικής έχουν σημειωθεί από τις αρχές του 18ου αιώνα, κυρίως ως επιγράμματα εικόνων, με μετάφραση στην Ελληνική, καθώς και τη Λατινική και την Αλβανική. Στη συνέχεια έγιναν προσπάθειες καταγραφής βλάχικων τραγουδιών και παραμυθιών, όπως επίσης και σύνταξης Γραμματικών, Γλωσσαρίων και Λεξικών (δίγλωσσων Αρωμουνικής – Ελληνικής ή τρίγλωσσων επιπλέον, και στην Αλβανική).
Ωστόσο αυτά δεν αποτελούν δείγματα αρωμουνικής λογοτεχνίας. Η Βλαχική δεν ανέπτυξε γραπτή μορφή λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών διαβίωσης των ομιλητών της. Για τη γραφή της χρησιμοποιήθηκε άλλοτε το ελληνικό και άλλοτε το λατινικό αλφάβητο και στις επιστημονικές καταγραφές, συνδυασμός και των δύο με την προσθήκη περιορισμένου αριθμού φωνητικών συμβόλων. Από σχετικά πρόσφατες μελέτες (Λαζάρου 1976/1986, Μπουσμπούκης 1982 και Κατσάνης & Ντίνας 1990) αποδεικνύεται ότι λόγω της μακραίωνης επαφής της Αρωμουνικής με την Ελληνική, υπάρχει πληθώρα γλωσσικών δανείων, όχι μόνο στο φωνολογικό και το λεξιλογικό όπου σύμφωνα με τον Αχιλλέα Λαζάρου τα ελληνικά δάνεια φτάνουν το 52%, αλλά και συντακτικό επίπεδο.
Η Αρωμουνική βρισκόταν σε χρήση παράλληλα με την Ελληνική. Μάλιστα μελέτες (Winnifrith 1992), απέδειξαν ότι ήδη από τον 6ο μ.Χ. αιώνα υπήρχαν δίγλωσσοι Έλληνες Ελληνικής-Λατινικής. Όπως αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης Mathias Gyoni, όλα συνηγορούν υπέρ της «ιστορικής διγλωσσίας» των Βλάχων: «tout porte a croire que les Vlaques doivent avoir ete bilingues pendant toute leur histoire» δηλαδή: «Όλα φαίνεται να συνηγορούν ότι οι Βλάχοι υπήρξαν δίγλωσσοι σε όλη την ιστορία τους».
Η Ελληνική, διατηρήθηκε ως όργανο του γραπτού λόγου και θεωρείται γλώσσα με κύρος και αίγλη.
Η Αρωμουνική όμως, δεν ακολούθησε την πορεία των υπόλοιπων λατινογενών γλωσσών που εξελίχθηκαν σε επίσημες και καλλιέργησαν την λογοτεχνία και τον πολιτισμό τους.
Μαρτυρίες γραφής της Αρωμουνικής έχουν σημειωθεί από τις αρχές του 18ου αιώνα, κυρίως ως επιγράμματα εικόνων, με μετάφραση στην Ελληνική, καθώς και τη Λατινική και την Αλβανική. Στη συνέχεια έγιναν προσπάθειες καταγραφής βλάχικων τραγουδιών και παραμυθιών, όπως επίσης και σύνταξης Γραμματικών, Γλωσσαρίων και Λεξικών (δίγλωσσων Αρωμουνικής – Ελληνικής ή τρίγλωσσων επιπλέον, και στην Αλβανική).
Ωστόσο αυτά δεν αποτελούν δείγματα αρωμουνικής λογοτεχνίας. Η Βλαχική δεν ανέπτυξε γραπτή μορφή λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών διαβίωσης των ομιλητών της. Για τη γραφή της χρησιμοποιήθηκε άλλοτε το ελληνικό και άλλοτε το λατινικό αλφάβητο και στις επιστημονικές καταγραφές, συνδυασμός και των δύο με την προσθήκη περιορισμένου αριθμού φωνητικών συμβόλων. Από σχετικά πρόσφατες μελέτες (Λαζάρου 1976/1986, Μπουσμπούκης 1982 και Κατσάνης & Ντίνας 1990) αποδεικνύεται ότι λόγω της μακραίωνης επαφής της Αρωμουνικής με την Ελληνική, υπάρχει πληθώρα γλωσσικών δανείων, όχι μόνο στο φωνολογικό και το λεξιλογικό όπου σύμφωνα με τον Αχιλλέα Λαζάρου τα ελληνικά δάνεια φτάνουν το 52%, αλλά και συντακτικό επίπεδο.
Η Αρωμουνική βρισκόταν σε χρήση παράλληλα με την Ελληνική. Μάλιστα μελέτες (Winnifrith 1992), απέδειξαν ότι ήδη από τον 6ο μ.Χ. αιώνα υπήρχαν δίγλωσσοι Έλληνες Ελληνικής-Λατινικής. Όπως αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης Mathias Gyoni, όλα συνηγορούν υπέρ της «ιστορικής διγλωσσίας» των Βλάχων: «tout porte a croire que les Vlaques doivent avoir ete bilingues pendant toute leur histoire» δηλαδή: «Όλα φαίνεται να συνηγορούν ότι οι Βλάχοι υπήρξαν δίγλωσσοι σε όλη την ιστορία τους».
Η Ελληνική, διατηρήθηκε ως όργανο του γραπτού λόγου και θεωρείται γλώσσα με κύρος και αίγλη.
Σε ποιες περιοχές της Ελλάδας ομιλείται σήμερα η Αρωμουνική;
Η αρωμουνική γλώσσα ομιλείται σήμερα από τους Βλάχους που ζουν κυρίως στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και ασχολούνται, παραδοσιακά, με την κτηνοτροφία.
Βέβαια τις τελευταίες δεκαετίες, μετά το 1960, οι περισσότεροι. Αρωμούνοι νεαρής ηλικίας εγκαταλείπουν αυτή την ενασχόληση. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Βλάχων, όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλα άρθρα μας διαφέρουν. Ο M. Signan υπολογίζει (1990) ότι είναι περίπου 200.000. Ο P. Trudgill γράφει (2006), για 50.000 τουλάχιστον βλαχόφωνους ομιλητές. Η τελευταία ελληνική γλωσσική απογραφή (1951) κατέγραψε 39.855 Έλληνες με μητρική την Αρωμουνική, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν στην Πίνδο. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως εγκαταλείπουν τα ορεινά και εγκαθίστανται σε μεγάλα αστικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Μεγαλύτερες αστικές συγκεντρώσεις Αρωμούνων εμφανίζονται στα Τρίκαλα (61.653 κάτοικοι κατά την απογραφή του 2011) και το Μέτσοβο (5.924 κάτοικοι το 2011).
Ποιο είναι το μέλλον της αρωμουνικής γλώσσας;
Η αρωμουνική γλώσσα χρησιμοποιείται σήμερα από τους βλαχόφωνους της Ελλάδας, μόνο στους κόλπους της οικογένειας, αν και οι νέοι σύμφωνα με τον M. Signan (1990) την αποφεύγουν, προτιμώντας την Ελληνική.
Σε έρευνά του το 2000 μεταξύ των Αρωμούνων του Μετσόβου, ο Σ. Μπέης επιβεβαίωσε τη διγλωσσική συμπεριφορά τους, αλλά και την τάση εγκατάλειψης της (Κουτσο)βλαχικής. Πρόκειται για μία γλωσσική στροφή (language shift) η οποία χρονολογείται ήδη από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και παρατηρείται μεταξύ των νεότερων γενεών Βλάχων που δεν μεταβιβάζουν τη μητρική γλώσσα τους στα παιδιά τους. Αλλά και νεότερες έρευνες (2005 και 2008) της Α. Κουφογιώργου επιβεβαιώνουν τα παραπάνω και δείχνουν μάλιστα ότι οι νεότερες γενιές των Αρωμούνων δεν είναι καν δίγλωσσοι, αλλά «μονόγλωσσοι» ελληνόφωνοι. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει η αλλαγή της ενδογαμίας στους γάμους, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι και περισσότερες νέες αρωμουνικής καταγωγής νυμφεύονται μονόγλωσσα ελληνόφωνα άτομα.
Έτσι το μέλλον της (Κουτσο)βλαχικής διαγράφεται αβέβαιο, καθώς υπάρχει σαφής τάση προς την ελληνοφωνία. Τα παιδιά των Αρωμούνων σήμερα όχι μόνο αισθάνονται ότι έχουν περιορισμένη γνώση της (Κουτσο)βλαχικής, αλλά και ότι αυτή περιορίζει τις εκφραστικές τους δυνατότητες.
Πρόσθετα ιστορικά στοιχεία για τους Βλάχους
Στις διάφορες απόψεις για την καταγωγή των Βλάχων έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν. Ας δούμε όμως μερικά ακόμα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη της αρωμουνικής γλώσσας.
Οι πιο πρόσφατες εκδοχές συγκλίνουν στην άποψη ότι οι Βλάχοι και η γλώσσα τους εμφανίστηκαν στην ελληνική χερσόνησο, ως συνέπεια του εκλατινισμού γηγενών πληθυσμών Ελλήνων Μακεδόνων, Ηπειρωτών, Θεσσαλών κλπ, ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Κάτι ανάλογο έγινε και στη Δακία τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Υπέρ του αυτόχθονος χαρακτήρα των Βλάχων, συνηγορεί και η μελέτη της Αρωμουνικής στην οποία διασώζονται ως «απολιθώματα», στοιχεία της ελληνικής γλώσσας ή παρουσιάζονται παράλληλες εξελίξεις.
Από τον 17ο αιώνα οι βλάχικοι πληθυσμοί άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον βαλκανικό χώρο ως νομαδοκτηνοτρόφοι όσο και ως εμποροβιοτέχνες, επαγγελματίες και μεταπράτες, αλλά και ως ικανότατοι πολεμιστές (αρματολοί και κλέφτες). Η τάξη των βλαχόφωνων εμπόρων προώθησε την ελληνική παιδεία και την ελληνική γλώσσα, καθώς η ελληνική, ως γλώσσα πολιτισμού, τους διευκόλυνε στις εμπορικές τους δραστηριότητες, ενώ και ως γλώσσα των Ορθοδόξων Χριστιανών λειτουργούσε ως «ασπίδα προστασίας» απέναντι στις οθωμανικές αυθαιρεσίες. Οι Αρωμούνοι ελέγχοντας μεγάλο μέρος του εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήρθαν σε επαφή με τη Δύση τον 18ο αιώνα.
Έτσι από τις αρχές του 18ου αιώνα τα χωριά των Αγράφων προμηθεύουν ραμμένες κάπες τον γαλλικό στρατό και τα πληρώματα των στόλων της Μεσογείου. Μετσοβίτες έμποροι την ίδια εποχή διατηρούν εμπορικούς οίκους στη Βενετία, τη Νεάπολη της Ιταλίας, την Τεργέστη, τη Μασσαλία, τη Μόσχα, την Οδησσό, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πουλώντας μάλλινα είδη, κάπες, γούνες ή το περίφημο μετσοβίτικο τυρί, ενώ οικογένειες από το Συρράκο της Ηπείρου παρασκευάζουν το τυρί μανούρι και το εξάγουν σε Ιταλία, Μάλτα και Σμύρνη.
Η ελληνική γλώσσα εξαπλώνεται μέσω των δίγλωσσων Βλάχων εμπόρων ως lingua franca (γλώσσα που χρησιμοποιούν κατά κανόνα άνθρωποι με διαφορετικές μητρικές γλώσσες για να διευκολύνουν ή να πετύχουν επικοινωνία μεταξύ τους) του εμπορίου σε όλα τα Βαλκάνια. Οι έμποροι αισθάνονται την ανάγκη να μάθουν την Ελληνική όχι μόνο για επαγγελματικούς, αλλά και διοικητικούς και πολιτισμικούς λόγους. Οι ελληνόφωνοι λόγιοι και κληρικοί παράλληλα επηρεάζουν την πνευματική ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων και διευρύνουν τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. Από τα μέσα του 18ου αιώνα ιδρύονται Σχολές ελληνικής παιδείας σε βλαχόφωνα χωριά, όπως οι Καλαρρύτες και το Συρράκο. Στις βιβλιοθήκες τους υπάρχουν συγγράμματα αρχαίων Ελλήνων κλασικών, αλλά και έργα γραμμένα στην Ιταλική και τη Γαλλική. Όπως γράφει ο Β. Νιτσιάκος (2006), η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των Βλάχων διαμόρφωσε ελληνική εθνική συνείδηση. Σε αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν η ελληνική παιδεία που ταυτίζεται με την οικονομική και κοινωνική πρόοδο, όσο και η Ορθοδοξία, η οποία ταυτίζεται με τον Ελληνισμό κατά την εποχή της εμφάνισης των εθνικισμών στα Βαλκάνια. Η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων τάχθηκε υπέρ της επιλογής του ελληνισμού, όπως αυτή διατυπώθηκε από τον Ρήγα Φεραίο και υπερασπίσθηκε σθεναρά το δικαίωμα του σεβασμού της πολιτισμικής και γλωσσικής τους διαφορετικότητας.
Είναι η Αρωμουνική μειονοτική γλώσσα;
Σύμφωνα με την Ελένη Σελλά-Μάζη, η Αρωμουνική είναι μειονοτική ή λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα, με την έννοια ότι πρόκειται για γλώσσα που διαφέρει από την πλειοψηφούσα Ελληνική και χρησιμοποιείται από μια σχετικά μικρή αριθμητικά ομάδα ομιλητών, τους βλαχόφωνους, όμως η ομάδα αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γλωσσική μειονότητα καθώς δεν πληροί τα κριτήρια του ορισμού της γλωσσικής μειονότητας. Οι βλαχόφωνοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν εκφράζουν ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα. Όσο για τη γλώσσα τους, δεν κατηγοριοποιείται κοινωνικά, ούτε θίγεται το κύρος της. Οι βλαχόφωνοι δεν εκδηλώνουν συλλογική βούληση διατήρησης ή προαγωγής της, άλλωστε έστω κι αν δεν διδάσκεται η Αρωμουνική δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στους ομιλητές της. Τα πεδία χρήσης της Αρωμουνικής έχουν μειωθεί σημαντικά και έτσι μετατρέπεται σταδιακά από επικοινωνιακή σε συμβολική. Παρ’ όλα αυτά και την «επικράτηση» της Ελληνικής, μια μεγάλη πλειοψηφία βλαχοφώνων, σε περιοχές όπως στο Μέτσοβο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την (Κουτσο)βλαχική, η οποία σε μερικά χωριά, όπως στο Ανήλιο του Μετσόβου, συνεχίζει να λειτουργεί ως μητρική γλώσσα των παιδιών.
Και όπως αναφέραμε σε πρόσφατο άρθρο μας, οι Βλάχοι δεν αποτελούν μειονότητα στην Ελλάδα, παρά τα όσα λένε ή πιστεύουν κάποιοι. Άλλωστε στη χώρα μας δεν υπάρχουν μειονότητες εντάσεων ή συγκρούσεων. Και η μοναδική μειονότητα που υπάρχει, αναγνωρισμένη άλλωστε από τη Συνθήκη της Λωζάνης είναι θρησκευτική. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, που οι όποιες προσπάθειες εργαλειοποίησής της από την Τουρκία έπεσαν και θα πέφτουν στο κενό…
Πηγή: ΕΛΕΝΗ ΣΕΛΛΑ – ΜΑΖΗ, «Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΕΙΜΩΝ», ΑΘΗΝΩΝ, 2016.