Κανείς δεν ήξερε τον Γολγοθά που ανέβαινε...
Από: menshouse.gr
τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε ένας αληθινός ζεν πρεμιέ, ένας άντρας που έκαιγε γυναικείες καρδιές. Ήταν ο Λευτέρης Μόρρος στο φημισμένο «Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας» και ο Ανδρέας Δενδρινός στην «Μια γυναίκα κατηγορείται». Μπορεί να μην ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα εκείνης της ιστορικής φουρνιάς ηθοποιών, μπορεί να υπήρξε μάλλον μόνιμος δευτεραγωνιστής αλλά δεν είναι τυχαίο πως στην τότε καλλιτεχνική πιάτσα της εποχής και στους γυναικείους κύκλους τον γνώριζαν όλοι και -κυρίως- όλες.
Ο λόγος για τον Λευτέρη Βουρνά, τον «ωραίο» του ελληνικού κινηματογράφου, που συμμετείχε σε περισσότερες από 30 ταινίες, όμως μόλις στα 45 του είπε αντίο στην ζωή αυτοκτονώντας και προκαλώντας τεράστια έκπληξη σε όλους εκείνους που δεν τους πήγαινε στο μυαλό πως κάποιος τόσο δημοφιλής θα μπορούσε να βιώνει κατάθλιψη και να έχει αυτοκτονικές τάσεις. Δεν είναι υπερβολικό μάλιστα να ειπωθεί πως η αυτοκτονία του, η οποία έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στα αθώα 80s, αποτέλεσε μια μαζική αιτία συνειδητοποίησης πως η φήμη δεν φέρνει την ευτυχία και την ηρεμία.
Για πολλούς, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ψυχολογική του κατάσταση το γεγονός ότι μεγάλωσε χωρίς πατέρα καθώς ο τελευταίος ήταν εξορισμένος κομμουνιστής, ζούσε στην Τασκένδη και δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Η έλλειψη της πατρικής παρουσίας οδήγησε τον Βουρνά, που μεγάλωνε με την μητέρα και τη θεία του, σε ένα σύνολο προβληματισμών, που με τις σειρά τους τον ώθησαν στο να γίνει ηθοποιός.
Μόλις στα 17 του, έκανε ντεμπούτο στον κινηματογράφο στο πλάι της Ειρήνης Παππά στην ταινία «Μπουμπουλίνα» ενώ τρία χρόνια αργότερα έκανε αίσθηση συμμετέχοντας στο θεατρικό «Κόκκινα Φανάρια». Μέσα στη δεκαετία του ’60 έπαιξε σε περισσότερες από 20 ταινίες στο πλευρό σημαντικών ηθοποιών της εποχής. Το γεγονός ότι είχε γυμνασμένο σώμα και όμορφο πρόσωπο του έδινε συνέχεια ρόλους και οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να τον περιτριγυρίζουν (ο ίδιος πάντως παντρεύτηκε το 1971). Παρά το γεγονός ωστόσο ότι τα πάντα έμοιαζαν ιδανικά, η έλλειψη του πατέρα του από τη ζωή του ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ.
Ο Βουρνάς επιχειρούσε για χρόνια να βρει τον πατέρα του, να του μιλήσει, να τον συναντήσει. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να τον γνωρίσει, αυτό ήταν το μεγάλο απωθημένο του. Τελικά, τα κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν και τα γράμματά του απέδωσαν καρπούς και ξεκίνησε μια αλληλογραφία με τον πατέρα. Οι δυο τους συναντήθηκαν για μια και μοναδική φορά το 1975 στο λιμάνι του Πειραιά. Ο πατέρας του κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα ωστόσο δεν έκατσε σχεδόν καθόλου. Μερικές μέρες αργότερα επέστρεψε για πάντα στη Ρωσία. Εκεί άλλωστε είχε δημιουργήσει μια νέα οικογένεια, είχε στήσει μια νέα ζωή και δεν ήθελε να μείνει στην Ελλάδα. Η οριστική φυγή του κλόνισε τον Βουρνά.
Η ζωή του πήρε την κάτω βόλτα από εκείνη τη στιγμή και μετά. Βυθίστηκε στην κατάθλιψη, χώρισε με τη γυναίκα του, η έλευση της δεκαετίας του ’80 και η εποχή της βιντεοκασέτας που του χάρισαν ορισμένους νέους ρόλους, δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να βρει τη χαμένη ψυχική υγεία του. Όταν πέθανε και η θεία του με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί, τα πράγματα έγιναν ολοκληρωτικά άσχημα για αυτόν.
Το 1987 αφού πήρε μερικά χάπια και έκοψε τις φλέβες του πήδηξε από τον τρίτο όροφο του σπιτιού του δίνοντας τέλος στη ζωή του και συγκλονίζοντας θαυμαστές και συναδέλφους. Οι φήμες πως έπασχε από AIDS -ασθένεια καινούρια εκείνη την εποχή- διαψεύστηκαν άμεσα και μαζί τους και μια ορθολογική εξήγηση για την άσχημη κατάστασή του: κανείς άλλωστε δεν ήξερε το παρασκήνιο της ζωής του. Ήταν ωστόσο η προσωποποίηση μιας πραγματικότητας πολύ βαριάς: η ψυχή δεν θεραπεύεται με φήμη και αναγνωρισιμότητα, ούτε καν με λεφτά…
τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε ένας αληθινός ζεν πρεμιέ, ένας άντρας που έκαιγε γυναικείες καρδιές. Ήταν ο Λευτέρης Μόρρος στο φημισμένο «Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας» και ο Ανδρέας Δενδρινός στην «Μια γυναίκα κατηγορείται». Μπορεί να μην ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα εκείνης της ιστορικής φουρνιάς ηθοποιών, μπορεί να υπήρξε μάλλον μόνιμος δευτεραγωνιστής αλλά δεν είναι τυχαίο πως στην τότε καλλιτεχνική πιάτσα της εποχής και στους γυναικείους κύκλους τον γνώριζαν όλοι και -κυρίως- όλες.
Ο λόγος για τον Λευτέρη Βουρνά, τον «ωραίο» του ελληνικού κινηματογράφου, που συμμετείχε σε περισσότερες από 30 ταινίες, όμως μόλις στα 45 του είπε αντίο στην ζωή αυτοκτονώντας και προκαλώντας τεράστια έκπληξη σε όλους εκείνους που δεν τους πήγαινε στο μυαλό πως κάποιος τόσο δημοφιλής θα μπορούσε να βιώνει κατάθλιψη και να έχει αυτοκτονικές τάσεις. Δεν είναι υπερβολικό μάλιστα να ειπωθεί πως η αυτοκτονία του, η οποία έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία στα αθώα 80s, αποτέλεσε μια μαζική αιτία συνειδητοποίησης πως η φήμη δεν φέρνει την ευτυχία και την ηρεμία.
Για πολλούς, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ψυχολογική του κατάσταση το γεγονός ότι μεγάλωσε χωρίς πατέρα καθώς ο τελευταίος ήταν εξορισμένος κομμουνιστής, ζούσε στην Τασκένδη και δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Η έλλειψη της πατρικής παρουσίας οδήγησε τον Βουρνά, που μεγάλωνε με την μητέρα και τη θεία του, σε ένα σύνολο προβληματισμών, που με τις σειρά τους τον ώθησαν στο να γίνει ηθοποιός.
Μόλις στα 17 του, έκανε ντεμπούτο στον κινηματογράφο στο πλάι της Ειρήνης Παππά στην ταινία «Μπουμπουλίνα» ενώ τρία χρόνια αργότερα έκανε αίσθηση συμμετέχοντας στο θεατρικό «Κόκκινα Φανάρια». Μέσα στη δεκαετία του ’60 έπαιξε σε περισσότερες από 20 ταινίες στο πλευρό σημαντικών ηθοποιών της εποχής. Το γεγονός ότι είχε γυμνασμένο σώμα και όμορφο πρόσωπο του έδινε συνέχεια ρόλους και οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να τον περιτριγυρίζουν (ο ίδιος πάντως παντρεύτηκε το 1971). Παρά το γεγονός ωστόσο ότι τα πάντα έμοιαζαν ιδανικά, η έλλειψη του πατέρα του από τη ζωή του ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ.
Ο Βουρνάς επιχειρούσε για χρόνια να βρει τον πατέρα του, να του μιλήσει, να τον συναντήσει. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να τον γνωρίσει, αυτό ήταν το μεγάλο απωθημένο του. Τελικά, τα κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν και τα γράμματά του απέδωσαν καρπούς και ξεκίνησε μια αλληλογραφία με τον πατέρα. Οι δυο τους συναντήθηκαν για μια και μοναδική φορά το 1975 στο λιμάνι του Πειραιά. Ο πατέρας του κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα ωστόσο δεν έκατσε σχεδόν καθόλου. Μερικές μέρες αργότερα επέστρεψε για πάντα στη Ρωσία. Εκεί άλλωστε είχε δημιουργήσει μια νέα οικογένεια, είχε στήσει μια νέα ζωή και δεν ήθελε να μείνει στην Ελλάδα. Η οριστική φυγή του κλόνισε τον Βουρνά.
Η ζωή του πήρε την κάτω βόλτα από εκείνη τη στιγμή και μετά. Βυθίστηκε στην κατάθλιψη, χώρισε με τη γυναίκα του, η έλευση της δεκαετίας του ’80 και η εποχή της βιντεοκασέτας που του χάρισαν ορισμένους νέους ρόλους, δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να βρει τη χαμένη ψυχική υγεία του. Όταν πέθανε και η θεία του με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί, τα πράγματα έγιναν ολοκληρωτικά άσχημα για αυτόν.
Το 1987 αφού πήρε μερικά χάπια και έκοψε τις φλέβες του πήδηξε από τον τρίτο όροφο του σπιτιού του δίνοντας τέλος στη ζωή του και συγκλονίζοντας θαυμαστές και συναδέλφους. Οι φήμες πως έπασχε από AIDS -ασθένεια καινούρια εκείνη την εποχή- διαψεύστηκαν άμεσα και μαζί τους και μια ορθολογική εξήγηση για την άσχημη κατάστασή του: κανείς άλλωστε δεν ήξερε το παρασκήνιο της ζωής του. Ήταν ωστόσο η προσωποποίηση μιας πραγματικότητας πολύ βαριάς: η ψυχή δεν θεραπεύεται με φήμη και αναγνωρισιμότητα, ούτε καν με λεφτά…