H εβδομάδα που ξεκίνησε θα δείξει εάν το πλωτό τουρκικό γεωτρύπανο «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν» θα πραγματοποιήσει έρευνες σε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου την οποία η Τουρκία θεωρεί ότι είναι αμφισβητήσιμη ως προς την εθνική κυριαρχία.
Από: newsbomb.gr / Αλεξία Τασούλη
Το καλοκαίρι του 2022 που διανύουμε τώρα δεν είναι ίδιο με το καλοκαίρι του 2020 όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis εισήλθε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ανεβάζοντας στο κόκκινο το θερμόμετρο της έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά, τόσο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, στις σχέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της ενώ και οι διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδες με πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής δεν είναι στο ίδιο σημείο όπως ήταν πριν από 2 χρόνια.
Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια θα είναι η στάση της διεθνούς κοινότητας σε περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Καταρχήν το βέβαιο είναι ότι οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση θερμό επεισόδιο. Το έχουν διαμηνύσει τόσο στον υπουργό εξωτερικών όσο και στον υπουργό εθνικής άμυνας. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο και τα θερμά λόγια που ειπώθηκαν από πλευράς του ίδιου του Αμερικανού προέδρου ενδυνάμωσαν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και έδωσαν ένα σημαντικο διπλωματικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Όμως οι Αμερικανοί και κατ’ επέκταση το ΝΑΤΟ δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση να υπάρξει «ατύχημα» στο Αιγαίο, πολύ περισσότερο που η προσοχή τους παραμένει στραμμένη στον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και στην πρόσφατη ένταση που προέκυψε με την Κίνα με αφορμή την επίσκεψη της προέδρου της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ταϊβάν.
Επομένως οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι οι Αμερικανοί θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους να περάσει αυτό το καλοκαίρι χωρίς ένταση στο Αιγαίο.
Από το καλοκαίρι του 2020 μέχρι σήμερα η Τουρκία έχει γίνει ακόμη πιο επιθετική στη ρητορική της. Το θέμα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών και η σύνδεση με την κυριαρχία είναι πλέον στην καθημερινή ατζέντα της στρατηγικής της. Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές του 2023 στην Τουρκία, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα υιοθετήσει ακόμη πιο εθνικιστικό αφήγημα προκειμένου να διατηρήσει το κύρος του στο εσωτερικό.
Τη ρητορική ακολουθούν και οι υπουργοί του ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και ο υπουργός εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Ακόμη και ο πιο μετριοπαθής και προσεκτικός Ιμπραήμ Καλίν πήρε τη σκυτάλη:
«Κάνουν πολλή φασαρία όταν εισερχόμαστε σε περιοχές που θεωρούν ντε φάκτο ως δικές τους. Εμείς στην πραγματικότητα δεν αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό, ακριβώς όπως στο παρελθόν το Oruç Reis και άλλα πλοία πραγματοποίησαν έρευνες σε αυτές τις περιοχές, έτσι το πλοίο Sultan Abdülhamid Han θα κάνει τις ίδιες έρευνες. Οι αμφισβητούμενες περιοχές συνδέονται με τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Ελλάδας. Από την πλευρά μας δεν υπάρχει καμία διαμφισβητούμενη περιοχή» είναι οι τελευταίες δηλώσεις του κατηγορώντας την Ελλάδα ότι έχει τέτοιες τέτοιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις για τα νησιά – που για 7-8 μικρά νησιά στην περιοχή απαιτεί κυριαρχικά δικαιώματα για τη θαλάσσια έκταση των 40 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Η Ελλάδα όμως τα τελευταία δύο χρόνια έχει δουλέψει πολύ τις σχέσεις της και με τη Γαλλία και με τη Γερμανία. Με το Παρίσι υπέγραψε την αμυντική συμφωνία που περιλαμβάνει τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής ενώ οι πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ ενόχλησαν την Αγκυρα που πλέον δεν περιμένουν καμία στήριξη από το Βερολίνο σε περίπτωση που προκαλέσουν ένταση επί του πεδίου. Στην παρούσα φάση μόνο η Ρωσία μοιάζει να είναι η μόνη σύμμαχος της Τουρκίας. Η Μόσχα όμως δύσκολα να προσθέσει ακόμη ένα μέτωπο με τη Δύση παρά το γεγονός ότι η τελευταία συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν θετική και για τους δύο.
Με αυτά τα δεδομένα η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι δεν θα είναι μόνη της σε περίπτωση σοβαρής τουρκικής πρόκλησης εάν και εφόσον το τουρκικό γεωτρύπανο επιχειρήσει να παραβιάσει την εθνική κυριαρχία. Στην πράξη όμως κρίνονται οι φίλοι.
Το καλοκαίρι του 2022 που διανύουμε τώρα δεν είναι ίδιο με το καλοκαίρι του 2020 όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis εισήλθε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ανεβάζοντας στο κόκκινο το θερμόμετρο της έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά, τόσο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, στις σχέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της ενώ και οι διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδες με πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής δεν είναι στο ίδιο σημείο όπως ήταν πριν από 2 χρόνια.
Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια θα είναι η στάση της διεθνούς κοινότητας σε περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Καταρχήν το βέβαιο είναι ότι οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση θερμό επεισόδιο. Το έχουν διαμηνύσει τόσο στον υπουργό εξωτερικών όσο και στον υπουργό εθνικής άμυνας. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο και τα θερμά λόγια που ειπώθηκαν από πλευράς του ίδιου του Αμερικανού προέδρου ενδυνάμωσαν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και έδωσαν ένα σημαντικο διπλωματικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Όμως οι Αμερικανοί και κατ’ επέκταση το ΝΑΤΟ δεν επιθυμούν σε καμία περίπτωση να υπάρξει «ατύχημα» στο Αιγαίο, πολύ περισσότερο που η προσοχή τους παραμένει στραμμένη στον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και στην πρόσφατη ένταση που προέκυψε με την Κίνα με αφορμή την επίσκεψη της προέδρου της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ταϊβάν.
Επομένως οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι οι Αμερικανοί θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους να περάσει αυτό το καλοκαίρι χωρίς ένταση στο Αιγαίο.
Από το καλοκαίρι του 2020 μέχρι σήμερα η Τουρκία έχει γίνει ακόμη πιο επιθετική στη ρητορική της. Το θέμα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών και η σύνδεση με την κυριαρχία είναι πλέον στην καθημερινή ατζέντα της στρατηγικής της. Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές του 2023 στην Τουρκία, οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα υιοθετήσει ακόμη πιο εθνικιστικό αφήγημα προκειμένου να διατηρήσει το κύρος του στο εσωτερικό.
Τη ρητορική ακολουθούν και οι υπουργοί του ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και ο υπουργός εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Ακόμη και ο πιο μετριοπαθής και προσεκτικός Ιμπραήμ Καλίν πήρε τη σκυτάλη:
«Κάνουν πολλή φασαρία όταν εισερχόμαστε σε περιοχές που θεωρούν ντε φάκτο ως δικές τους. Εμείς στην πραγματικότητα δεν αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό, ακριβώς όπως στο παρελθόν το Oruç Reis και άλλα πλοία πραγματοποίησαν έρευνες σε αυτές τις περιοχές, έτσι το πλοίο Sultan Abdülhamid Han θα κάνει τις ίδιες έρευνες. Οι αμφισβητούμενες περιοχές συνδέονται με τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις της Ελλάδας. Από την πλευρά μας δεν υπάρχει καμία διαμφισβητούμενη περιοχή» είναι οι τελευταίες δηλώσεις του κατηγορώντας την Ελλάδα ότι έχει τέτοιες τέτοιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις για τα νησιά – που για 7-8 μικρά νησιά στην περιοχή απαιτεί κυριαρχικά δικαιώματα για τη θαλάσσια έκταση των 40 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Η Ελλάδα όμως τα τελευταία δύο χρόνια έχει δουλέψει πολύ τις σχέσεις της και με τη Γαλλία και με τη Γερμανία. Με το Παρίσι υπέγραψε την αμυντική συμφωνία που περιλαμβάνει τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής ενώ οι πρόσφατες δηλώσεις της υπουργού εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ ενόχλησαν την Αγκυρα που πλέον δεν περιμένουν καμία στήριξη από το Βερολίνο σε περίπτωση που προκαλέσουν ένταση επί του πεδίου. Στην παρούσα φάση μόνο η Ρωσία μοιάζει να είναι η μόνη σύμμαχος της Τουρκίας. Η Μόσχα όμως δύσκολα να προσθέσει ακόμη ένα μέτωπο με τη Δύση παρά το γεγονός ότι η τελευταία συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν θετική και για τους δύο.
Με αυτά τα δεδομένα η ελληνική κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι δεν θα είναι μόνη της σε περίπτωση σοβαρής τουρκικής πρόκλησης εάν και εφόσον το τουρκικό γεωτρύπανο επιχειρήσει να παραβιάσει την εθνική κυριαρχία. Στην πράξη όμως κρίνονται οι φίλοι.