Ενώ οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις είναι αναμφισβήτητα επιζήμιες για τη ρωσική οικονομία, δεν θεωρείται πιθανόν να οδηγήσουν στην κατάρρευση της – ενώ, αντίθετα, η Ευρώπη απειλείται με μία μεγάλη οικονομική παρακμή. Η ήπειρος μας χάνει την πρόσβαση της σε μία αγορά με μεγάλες δυνατότητες και διακινδυνεύει μία εμπορική διαμάχη με την Κίνα – ενώ την ίδια στιγμή, ακόμη και αν εξασφαλίσει την ενέργεια και τις πρώτες ύλες που χρειάζεται, οι τιμές τους θα είναι τέτοιες που δεν θα επιτρέπουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομία της. Ως εκ τούτου, εάν θέλει να είναι κανείς ρεαλιστής, δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί πως ευρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας – η οποία φαίνεται ήδη να αποχαιρετάει τη Δύση.
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Παρά τις διαδοχικές, τεράστιες κυρώσεις, η ρωσική οικονομία δεν φαίνεται να καταρρέει – ενώ, αντίθετα, η οικονομική θέση της Ευρώπης επιδεινώνεται συνεχώς. Έτσι, ενώ ο διακηρυγμένος στόχος του πρώτου πακέτου κυρώσεων που συνέταξαν η ΕΕ και οι ΗΠΑ ήταν να καταστραφεί η Ρωσία και να αναγκασθεί ο στρατός της να αποσυρθεί πλήρως από την Ουκρανία, το έβδομο πακέτο έχει πλέον ξεκινήσει, αλλά ο στόχος είναι μικρότερος: «η αποδυνάμωση του πολέμου της Ρωσίας|.
Η Αχίλλειος πτέρνα της χώρας αποδείχθηκε σθεναρή (ανάλυση), δεν φαίνεται να κινδυνεύει να χρεοκοπήσει (πηγή), η κατάχρηση των κυρώσεων λειτούργησε αρνητικά για το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα (ανάλυση), ενώ το ρούβλι ανέκαμψε ισχυρά – μετά την αυτονόητη επιβολή της χρήσης του, για τις πληρωμές φυσικού αερίου (πηγή).
Ο αρχικός στόχος της Δύσης τώρα φαινόταν δικαιολογημένος, αφού στηριζόταν στην υπόθεση ότι, ακόμη και χωρίς κυρώσεις η ρωσική οικονομία ήταν πολύ μικρή – ένας «οικονομικός νάνος», σε μία κλίμακα μεγέθους αντίστοιχη με την Ισπανία, με κριτήριο το ΑΕΠ των δύο χωρών σε δολάρια (γράφημα).
Βέβαια το ΑΕΠ μίας χώρας, ως δείκτης της οικονομικής της ισχύος, αμφισβητείται από πολλούς – ενώ ένα από τα πολλά και σημαντικά προβλήματα του, έγκειται στη μετατροπή του σε δολάρια. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως υπόκειται στις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του δολαρίου – οι οποίες δεν είναι καθόλου αμελητέες, όπως σε σύγκριση με το ευρώ, όπου από 1:1,57 τον Ιούνιο του 2008 μειώθηκε στο 1:1,02 σήμερα.
Εάν λοιπόν μετατρέψουμε το ΑΕΠ της Ρωσίας σε δολάρια, σίγουρα αντιστοιχεί στο μέγεθος της Ισπανίας. Εν τούτοις, εάν μετρηθεί σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης ή ΡΡΡ, δηλαδή σε δείκτες τιμών που υποδεικνύουν πόσες νομισματικές μονάδες κοστίζει ένα συγκεκριμένο καλάθι προϊόντων σε διαφορετικές χώρες, τότε αποφεύγεται το πρόβλημα των στρεβλώσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών – με αποτέλεσμα να είναι καλύτερα συγκρίσιμες οι χώρες μεταξύ τους.
Σε αυτήν την περίπτωση, σε όρους ΡΡΡ, η ρωσική οικονομική ισχύς με κριτήριο το ΑΕΠ, δεν είναι αντίστοιχη με αυτήν της Ισπανίας, αλλά με της Γερμανίας – ενώ η Κίνα ξεπερνάει ήδη τις ΗΠΑ (γράφημα). Υπάρχουν όμως σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το εάν το επίπεδο του ΑΕΠ είναι κατάλληλο για τον προσδιορισμό της ισχύος μίας οικονομίας – με αυτό δηλαδή που έχει πραγματική σημασία, για έναν οικονομικό πόλεμο.
Αυτό που έχει σημασία είναι το πόσο μπορείς να βλάψεις τον αντίπαλο σου, σε σχέση με τις οικονομικές εξαρτήσεις του – όπου, ένας από τους στόχους των οικονομικών κυρώσεων, ήταν η άσκηση πιέσεων στους Ρώσους Ολιγάρχες και στους Πολίτες, έτσι ώστε να αποδυναμωθεί ή/και να ανατραπεί ο Putin. Με δεδομένες δε τις οικονομικές ανισότητες στη Ρωσία, η επίτευξη αυτού του στόχου φαινόταν βάσιμη, εφικτή.
Εν τούτοις, σε σύγκριση με τις μεγάλες οικονομίες όπως των ΗΠΑ, της Κίνας ή της Γερμανίας, στη Ρωσία το μερίδιο στο εισόδημα (γράφημα αριστερά) και στον πλούτο (δεξιά) είναι μεν μεγαλύτερο στο ανώτερο 10% του πληθυσμού, αλλά είναι επίσης μεγαλύτερο στο κατώτερο 50% – οπότε υπάρχει μία σχετική ισορροπία.
Το κυριότερο βέβαια είναι το ότι, δεν έχουν σημειωθεί εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις – αφού τον Ιούνιο του 2022, σύμφωνα με τη γερμανική Statista, το 83% των Ρώσων ερωτηθέντων υποστήριζε τις ενέργειες του Ρώσου προέδρου. Πόσο μάλλον όταν έχει προσδώσει στον πόλεμο του την εικόνα της αντίδρασης απέναντι στην κυριαρχία του δολαρίου, στο δυτικό σύστημα του χρέους (ανάλυση) και στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση – ενώ η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα στο θέμα της Ταιβάν, ενίσχυσε το αφήγημα του. Έτσι, έχει κερδίσει τη συμπάθεια όλων εκείνων των χωρών που αντιδρούν στην αμερικανική ηγεμονία του πλανήτη – επίσης των Πολιτών που θεωρούνται «αντισυστημικοί».
Το γερμανικό και ευρωπαϊκό πρόβλημα
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία πληρώνει το τίμημα της κυριαρχικής συμπεριφοράς της μετά την κρίση του 2010, έχοντας δημιουργήσει παντού εχθρούς – επίσης την «παραγωγή» πλεονασμάτων εις βάρος των εταίρων της, αλλά και των ΗΠΑ. Εκτός αυτού, η Γερμανίδα υπουργός εξωτερικών εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία ότι, τυχόν πάγωμα της παροχής φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε λαϊκές εξεγέρσεις – όχι στη Ρωσία, αλλά στη Γερμανία.
Εν προκειμένω, οι κυρώσεις λειτούργησαν πολιτικά ως μπούμερανγκ – με κριτήριο τις πολιτικές εξελίξεις στη Μ. Βρετανία, στην Ιταλία, αλλά και στη Γαλλία. Εκτός αυτού, ενίσχυσαν τις φυγόκεντρες δυνάμεις στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη – όπως φαίνεται ήδη από τις αντιδράσεις της ισπανικής κυβέρνησης.
Ειδικά σε σχέση με τις οικονομικές εξαρτήσεις, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας – όσον αφορά τα βιομηχανικά προ-προϊόντα και τις πρώτες ύλες. Για παράδειγμα, η γερμανική βιομηχανία ειδικεύεται στη βελτίωση και στην περαιτέρω επεξεργασία προ-προϊόντων. Έχει ένα οικονομικό μοντέλο δηλαδή που μπορεί μεν να άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου σε ειρηνικές εποχές, αλλά θα αντέξει πολύ δύσκολα σε έναν όλο και πιο οξύτερο οικονομικό πόλεμο με τη Ρωσία.
Αναλυτικότερα, μπορεί μεν πριν από τον πόλεμο να προέρχονταν μόνο το 2,7% όλων των εισαγωγών της Γερμανίας από τη Ρωσία, αλλά η εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τις ρωσικές εισαγωγές είναι πολύ μεγαλύτερη, από ότι υποδηλώνουν οι αριθμοί – αφού η χώρα εισάγει κατά κύριο λόγο πρώτες ύλες, οι οποίες ευρίσκονται «στην αρχή της αλυσίδας αξίας».
Δηλαδή πρόκειται κυρίως για ενεργειακά προϊόντα, για πρώτες ύλες και για ενδιάμεσα αγαθά – ενώ τα πρώτα διαδραματίζουν άμεσο ρόλο σε κάθε βιομηχανική διαδικασία και μπορούν να αντικατασταθούν βραχυπρόθεσμα μόνο με το τίμημα μίας απόλυτης οικονομικής κατάρρευσης. Η αντικατάσταση εδώ της Ρωσίας από εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας είναι πολύ δύσκολη – ενώ ακόμη και χωρίς ρωσικό εμπάργκο φυσικού αερίου, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, καθώς επίσης η απειλούμενη ασφάλεια εφοδιασμού, προκαλούν μεγάλη ανησυχία στους Γερμανούς καταναλωτές, επιχειρηματίες και βιομηχάνους.
Η εξάρτηση από τις πρώτες ύλες
Συνεχίζοντας, η εξάρτηση από τις βασικές πρώτες ύλες είναι επίσης προβληματική – αφού η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς του πλανήτη. Μέταλλα όπως το νικέλιο, το χρώμιο, το παλλάδιο και το αλουμίνιο, δεν μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα, εάν όχι καθόλου – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Με δεδομένο δε το ότι, ο μεγαλύτερος προμηθευτής και εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, η Κίνα, είναι «σύμμαχος» της Ρωσίας, εάν προκύψει ένα νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα, η κατάσταση θα γίνει πολύ δύσκολη – όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά για ένα μεγάλο μέρος της ΕΕ.
Επίσης βέβαια για τη Ρωσία, το 57% των εξαγωγών της οποίας αφορά τις χώρες της Δύσης που της έχουν επιβάλει κυρώσεις – με την έννοια πως εάν πουλήσει λιγότερα προϊόντα στο εξωτερικό, η ανάγκη για εργατικό δυναμικό θα μειωθεί και η ανεργία θα αυξηθεί. Όλα όσα έχουν συμβεί με το στρόβιλο για τον Nord Stream 1 άλλωστε, τεκμηριώνουν τη σημασία της δυτικής τεχνολογίας ακόμη και για τον κλάδο της συγκεκριμένης βιομηχανίας – όπως επί πλέον για την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, δηλαδή για τις σεισμικές μετρήσεις και γεωτρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα είναι μακράν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας – με τον όγκο του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών να έχει αυξηθεί κατά 75% από το 2017. Οι δύο χώρες έχουν οικονομίες συμπληρωματικές μεταξύ τους – με την έννοια πως η Ρωσία διαθέτει την ενέργεια και τους πόρους, ενώ η Κίνα αποτελεί την παραγωγική μηχανή του πλανήτη, κερδίζοντας έδαφος σε όλους τους κλάδους.
Μόνο σε λίγα αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των επιβατηγών και φορτηγών πλοίων, των χημικών και των φαρμακευτικών προϊόντων, η Κίνα δεν είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας – ενώ ειδικά σε σχέση με την προμήθεια φαρμάκων η Ινδία, η οποία θεωρείται πλέον «το φαρμακείο του πλανήτη», αποτελεί την καλύτερη εναλλακτική λύση για τη Ρωσία. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η προσέγγιση της Ρωσίας με την Κίνα και με την Ινδία – με την Ινδία να ενδιαφέρεται για μία αξιόπιστη και φθηνή παροχή ενέργειας.
Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας
Περαιτέρω, λόγω της αστάθειας τους, καθώς επίσης της έλλειψης δοκιμασμένων τεχνολογιών αποθήκευσης, η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί να προωθηθεί εύλογα, μόνο σε συνδυασμό με το φυσικό αέριο – ως μεταβατική τεχνολογία. Εν προκειμένω η πυρηνική ενέργεια που έχει επανέλθει στην επικαιρότητα, δεν είναι πολύ κατάλληλη για να αντισταθμίσει τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις – ούτε για να αντικαταστήσει τις βιομηχανικές και ιδιωτικές ανάγκες για θερμότητα.
Εκτός αυτού οι μπαταρίες, τα φωτοβολταϊκά συστήματα, οι ανεμογεννήτριες (ανάλυση), τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι τεχνολογίες υδρογόνου, απαιτούν σημαντικά περισσότερα μέταλλα για την παραγωγή τους – ενώ προβλέπεται πως θα υπάρξουν παγκόσμια προβλήματα μετά το 2030, όσον αφορά τον εφοδιασμό με χαλκό, κοβάλτιο, λίθιο, νικέλιο και σπάνιες γαίες. Ακριβώς δηλαδή εκείνων των πρώτων υλών που ευρίσκονται αδρανείς στα ρωσικά εδάφη – καθιστώντας ακόμη πιο πολύτιμη τη συνεργασία με τη Ρωσία.
Από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα της Ρωσίας, η αποτυχία της δηλαδή να αναπτυχθεί τεχνολογικά, είναι σαφώς μικρότερο από αυτό της Δύσης – πόσο μάλλον όταν δεν έχει έλλειψη ενέργειας και πρώτων υλών, ενώ διαθέτει άριστους μηχανικούς και το μεγαλύτερο ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημίων στον κόσμο. Απαιτείται μόνο να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης οικονομίας – παύοντας να θεωρεί πως το παν είναι το ελάχιστο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, λόγω της οδυνηρής εμπειρίας από τη χρεοκοπία της, στραγγαλίζοντας έτσι την εγχώρια κατανάλωση της.
Είναι πάντως ήδη προβλέψιμο το ότι, η Ρωσία θα εντείνει τις συναλλαγές της με ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που δεν συμμετέχει στις κυρώσεις – καθώς επίσης πως η Κίνα, αργά ή γρήγορα, θα αντικαταστήσει πολλά δυτικά προϊόντα. Ως εκ τούτου δεν είναι υπερβολικό να αναφέρουμε πως η Ευρώπη έπεσε στην παγίδα της Ρωσίας – την οποία όμως «έστησαν» οι ΗΠΑ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ενώ οι δυτικές οικονομικές κυρώσεις είναι αναμφισβήτητα επιζήμιες για τη ρωσική οικονομία, δεν θεωρείται πιθανόν να οδηγήσουν στην κατάρρευση της – ενώ, αντίθετα, η Ευρώπη απειλείται με μία μεγάλη οικονομική παρακμή.
Η ήπειρος μας χάνει την πρόσβαση της σε μία αγορά με μεγάλες δυνατότητες και διακινδυνεύει μία εμπορική διαμάχη με την Κίνα – ενώ την ίδια στιγμή, ακόμη και αν εξασφαλίσει την ενέργεια και τις πρώτες ύλες που χρειάζεται, οι τιμές τους θα είναι τέτοιες που δεν θα επιτρέπουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομία της.
Ως εκ τούτου, εάν θέλει να είναι κανείς ρεαλιστής, δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί πως ευρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας – η οποία φαίνεται ήδη να αποχαιρετάει τη Δύση.