Nick115 / pixabay |
Από: capital.gr - Του Ανδρέα Μήλιου
Τι είναι αυτό που ώθησε τους πολυπληθέστερους αλλοεθνείς πληθυσμούς, που ζούσαν στον ελληνικό χώρο την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρβανίτες, Ρωμανόβλαχους, Σλαβομακεδόνες, Εβραίους, Αρμένιους, κ.ά.), να υιοθετήσουν την ελληνική κοινωνική τάξη πραγμάτων και να ενσωματωθούν στην κοινωνική δομή του ολιγοπληθέστερου ελληνικού πληθυσμού; Σύμφωνα με τον φλογερό Σκωτσέζο Φιλέλληνα ιστορικό Τζωρτζ Φίνλευ (1799-1875), ο οποίος έλαβε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε και πέθανε στην Ελλάδα, ο ελληνικός πληθυσμός της Ηπειρωτικής Ελλάδας, στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο, ενώ ο συνολικός, συμπεριλαμβανομένου της Κωνσταντινούπολης, των παραλίων της Μ. Ασίας, της Κύπρου και των Παραδουνάβιων Περιοχών και της Μαύρης Θάλασσας, ανερχόταν στα τρεισήμισι εκατομμύρια. Την ίδια περίοδο ο πληθυσμός της Ρουμανοβλάχικης φυλής αριθμούσε περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια και της Σλαβικής, συμπεριλαμβανομένης της βουλγαρικής, υπερέβαινε τα πέντε εκατομμύρια.
Η απάντηση είναι η ελληνικότητα και η εθνική ταυτότητα. Το κράμα σκέψης, αίσθησης και θεώρησης του κόσμου που έχει τη δύναμη να διαπλάθει συνειδήσεις και το άυλο οικοδόμημα που συντίθεται από τη βιολογική και πολιτισμική συγγένεια του ελληνισμού με την αρχαία Ελλάδα, την ιδιαίτερη ηθικοπνευματική και πολιτισμική κληρονομιά, την επί δυόμιση αιώνες ομιλούμενη ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη πίστη και τις ανθρωποφυσικές ιδιότητες και ικανότητες των Ελλήνων. Η ελληνικότητα και η εθνική ταυτότητα έχουν τα θεμέλιά τους στο στέρεο και διεθνώς ελκυστικό έδαφος του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και της αρχαιοελληνικής παιδείας και δίνουν την αίσθηση της συνέχειας στον χρόνο και της ενότητας στον χώρο. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι υπαίτια για την κινητοποίηση της εγγενούς συναισθηματικής διαδικασίας των αλλοεθνών κοινοτήτων που ζούσαν στο ελληνικό έδαφος και την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνική τάξη, καθώς και για το γεγονός ότι ο ελληνισμός μπόρεσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις κοινωνικές διαδικασίες των περιόδων του Βυζαντίου και της οθωμανικής δουλείας.
Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έδωσε στην ανθρωπότητα πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα, ηθικοπολιτικές αξίες και φιλοσοφικές αισθητικές αντιλήψεις με οικουμενική διάσταση και καθολική διαχρονική αξία. Για περισσότερους από είκοσι πέντε αιώνες αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές επιστήμες και έχει επηρεάσει καθοριστικά την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος και των επιστημών. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και η αρχαιοελληνική παιδεία διαπερνούν σαν άρωμα τον Δυτικό Πολιτισμό στο σύνολό του και, ως υιοθετημένα παιδιά του, διαμόρφωσαν σε καθοριστικό βαθμό τα κοινωνικοπολιτικά και πολιτισμικά πεδία του και, εν τέλει, τις ίδιες τις Δυτικές Κοινωνίες. Το πνεύμα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού είναι αυτό που λειτούργησε ως υπομόχλιο κατανόησης της ζωής και του ευ ζην σε μεγάλο μέρος της Δύσης και του πλανήτη.
Σε αυτά τα δύο και στην θρησκευτική συγγένεια με τη Δύση οφείλει η σύγχρονη Ελλάδα την κρατική υπόστασή της, τη σημερινή θέση της στην Ευρώπη και την αποδοχή της στον κόσμο. Από την Ναυμαχία του Ναβαρίνου, τη γενικότερη υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την οικονομική υποστήριξη στην τελευταία δεκαετή κρίση και χρεοκοπία αυτά ήταν που επηρέασαν καταλυτικά τις αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων και των συμμάχων της Δύσης.
Η ιδεαλιστική λατρεία των Δυτικών για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και η θρησκευτική συγγένεια ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αυτά που άρδευσαν το φιλελληνικό κίνημα στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Οι φιλέλληνες ταυτίστηκαν με τον αγώνα της Παλιγγενεσίας επειδή τον εξέλαβαν ως πολιτισμική μάχη του φωτός εναντίον του οθωμανικού σκότους. Η ισχύς των νοηματοδοτικών μηνυμάτων που εκπέμπει ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός ακόμη και σήμερα στα πεδία της γνώσης, των τεχνών, των αξιών, των παραδόσεων και των δοξασιών στις κοινωνίες της Δύσης είναι καταλυτικός, γι’ αυτό και αποτελεί το σημαντικότερο άυλο περιουσιακό αγαθό της χώρας.
Και όμως αυτό το υπερόπλο δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς από τους διαχρονικούς κυβερνήτες. Δεν έχει εκπονηθεί ποτέ ένα ολιστικό, συνεκτικό, εθνικό στρατηγικό σχέδιο που να αναδεικνύει τα μοναδικά χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού και να θεραπεύει τις διαχρονικές παθογένειες του αυτοσχεδιασμού, της προχειρότητας και του ωχαδερφισμού. Ένα τέτοιο σχέδιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει τον εκσυγχρονισμό και την ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων, την διεύρυνση του ωραρίου επισκεψιμότητας των μουσείων με ταυτόχρονη υιοθέτηση των ψηφιακών τεχνολογιών, την παρουσίαση των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών σε εμβληματικές θεατρικές αίθουσες μεγάλων πόλεων του εξωτερικού, την παρουσίαση των έργων τέχνης σε μεγάλα μουσεία του εξωτερικού, κ.α. Επιπλέον, σημαντικές κομβικές ελλείψεις εντοπίζονται στη μη ύπαρξη στην Ελλάδα διεθνώς αναγνωρισμένων πρωτοκλασάτων Σχολών Αρχαιολογίας και Αρχαίας Ιστορίας, στις οποίες η διδασκαλία να γίνεται στην αγγλική γλώσσα, καθώς και στην έλλειψη σύγχρονων πρωτοποριακών μελετών και βιβλίων στην ελληνική γλώσσα που να πραγματεύονται και να αξιολογούν τα έργα των κλασικών και να διδάσκονται στα ξένα πανεπιστήμια. Στον τομέα αυτόν έχουμε απεμπολήσει το, λόγω γλώσσας, συγκριτικό μας πλεονέκτημα της αρχαιογνωσίας, έχουμε παραχωρήσει το μοναδικό μας προνόμιο στους ξένους και λειτουργούμε ως μεταπράτες και επανεισαγωγείς ελληνικής αρχαιογνωσίας. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο ακαδημαϊκός Θεόδωρος Παπαγγελής, "διεκδικούμε μεν την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας, αρνούμαστε, όμως, κατά κανόνα, να καταβάλλουμε το τίμημα της αποδοχής της. Διαθέτουμε μπόλικους πανηγυριστές "του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού" και άλλους τόσους ερασιτέχνες….Αυτό που μας χρειάζεται είναι περισσότερη γνώση και λιγότερος επαρχιωτισμός."
Εν κατακλείδι, το σύγχρονο ελληνικό κράτος και η σύγχρονη ελληνική σκέψη δεν αξιοποίησαν επαρκώς την αρχαιοελληνική σκέψη, όπως συνέβη στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις αγγλοσαξονικές δημοκρατίες. Στην Ελλάδα δεν μετουσιώσαμε την αρχαία κληρονομιά μας σε νεωτερικούς θεσμούς και κοινωνικές πρακτικές και διαδικασίες, ούτε εντάξαμε τις αξίες της στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και παιδείας. Παρόλα αυτά, μια υπερχειλίζουσα προγονολατρεία μας καταδυναστεύει διαχρονικά σε αδικαιολόγητο βαθμό. Μήπως είναι καιρός να ενσκύψουμε στο "γνώθι σ’ αυτόν" και στο "μηδέν άγαν";
* Ο κ. Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο "Εθνική εικόνα και οικονομική ανάπτυξη" κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ.