Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επρόκειτο να συμβεί μια «ουσιαστικού» τύπου επίθεση εκ μέρους των Ουκρανών κατά κατεχόμενων πόλεων, με μεγάλους τεθωρακισμένους σχηματισμούς, διακλαδικές επιχειρήσεις πεζικού, πυροβολικού και αεροπορίας, οι οποίες θα ανάγκαζαν τελικά τις ρωσικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τα μεγάλα αστικά κέντρα
Από: simerini.sigmalive.com / Ανδρέας Πογιατζή
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εισέλθει σε μια φάση, κατά την οποία δεν σημειώνονται μεγάλες εδαφικές αλλαγές. Η κόπωση, η φθορά και η απροθυμία για νέο αιματοκύλισμα ανάγκασαν τα ρωσικά και τα ουκρανικά επιτελεία σε πιο προσεγμένες, στοχευμένες κινήσεις επί του εδάφους, ελαχιστοποιώντας τις απώλειές τους σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμούς.
Επί του παρόντος, παρατηρούνται μικρότερης κλίμακας κυκλωτικές επιχειρήσεις από τις ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες επελαύνουν αργά, σε διάστημα εβδομάδων, για την κατάληψη αστικών κέντρων στο Ντονμπάς.
Από την πλευρά του, ο ουκρανικός στρατός και συγκεκριμένα η στρατιά της ανατολικής Ουκρανίας οργανώνεται σε νέες γραμμές άμυνας, υποχωρώντας από ορισμένες τοποθεσίες σε πιο συμφέρουσες τακτικές θέσεις. Αυτή η εικόνα συνθέτει το σκηνικό του πολέμου μετά την κατάληψη της Λουγκάνσκ από τον ρωσικό στρατό πριν από ένα μήνα περίπου.
Η ουκρανική αντεπίθεση
Παράλληλα με τις εχθροπραξίες στην ανατολική Ουκρανία, η νότια γραμμή του πυρός παραμένει στάσιμη από την αρχή του πολέμου. Αυτή η στασιμότητα, σε συνδυασμό με κάποιες υπεραισιόδοξες δηλώσεις αξιωματούχων του Κιέβου, δημιούργησαν την εντύπωση ότι ο ουκρανικός στρατός είναι έτοιμος να ανακαταλάβει τον ουκρανικό νότο.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, η εντύπωση ότι επρόκειτο να συμβεί μια «ουσιαστικού» τύπου επίθεση κατά κατεχομένων πόλεων με μεγάλους τεθωρακισμένους σχηματισμούς, διακλαδικές επιχειρήσεις πεζικού, πυροβολικού και αεροπορίας, οι οποίες θα ανάγκαζαν τελικά τις ρωσικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Χερσώνα, η Μελιτούπολη, το Μπριάνσκ και τελικά τη Μαριούπολη.
Για πολλούς λόγους, αυτού του είδους η αντεπίθεση είναι δύσκολη έως και ακατόρθωτη. Κατ’ αρχάς, στον ουκρανικό νότο, σε αντίθεση με άλλες κατεχόμενες από τη Ρωσία περιοχές, κατοικούν εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί πολίτες και ζουν και εργάζονται κανονικά στα κέντρα των πόλεων. Έτσι, ενδεχομένως αυτόματα οι Ουκρανοί να απέκλεισαν το σενάριο μιας επίθεσης κατά των πόλεων και κατ’ επέκτασιν των πολιτών και των υποδομών τους.
Ένας άλλος βραχνάς, που εμποδίζει την Ουκρανία από το να πραγματοποιήσει μια ουσιαστική αντεπίθεση, είναι η επάρκεια τόσο σε προσωπικό και εξοπλισμούς όσο και σε πολεμοφόδια. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις απαιτούν την κινητοποίηση μεγάλου όγκου αποθεμάτων, κάτι που αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να ρισκάρει το Κίεβο. Αν υπολογίσει κανείς το μέγεθος της γραμμής αντιπαράταξης, το οποίο ξεπερνά τα 700 χιλιόμετρα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι χρειάζονται τεράστιοι αριθμοί προσωπικού, εξοπλισμών και υλικοτεχνικής υποστήριξης για μια τέτοια επιχείρηση.
Μάλιστα, Ουκρανοί αξιωματούχοι ανησυχούν ότι η μάχη για την ανάκτηση του ελέγχου της Χερσώνας μπορεί να είναι η μόνη ουσιαστική αντεπίθεση που είναι σε θέση να εκτελέσει ο ουκρανικός στρατός πριν από τον χειμώνα.
Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο προστίθεται και η ισχυρή παρουσία ρωσικών δυνάμεων σε αυτές τις περιοχές. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στη Χερσώνα, δυτικά του ποταμού Δνείπερου, η Μόσχα έχει επανδρώσει στρατηγικής σημασίας περιοχές με 28 τάγματα (BG) σε πλήρη μαχητική σύνθεση. Το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου ανέφερε σε καθημερινή αξιολόγηση ότι η ενίσχυση της Χερσώνας από τη Ρωσία έγινε «σε βάρος των προσπαθειών για την κατάληψη του Σλόβιανσκ», μιας πόλης στο Ντόνετσκ, «την οποία φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει οι Ρώσοι».
Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύεται ότι το Κίεβο δεν θα προχωρήσει σε μια παράτολμη αντεπίθεση, η οποία σε περίπτωση αποτυχίας θα προκαλέσει ολέθριες επιπτώσεις και ανεπανόρθωτες απώλειες.
Το πλάνο του Κιέβου
Ο ουκρανικός νότος είναι πολύτιμος από κάθε άποψη, τόσο για το Κίεβο όσο και για τη Μόσχα. Έπεσε με σχετική ευκολία στην κατοχή των ρωσικών δυνάμεων, σε μια περίοδο κατά την οποία οι επίλεκτες δυνάμεις της Ρωσίας βρίσκονταν μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πρωτεύουσας.
Δεν θα ανακτηθεί εύκολα από τον ουκρανικό στρατό και αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι Ουκρανοί επιτελείς. Το πλάνο, ωστόσο, του Κιέβου αποκαλύπτεται μέσα από τα αιτήματα που εκφράζει προς τη διεθνή κοινότητα για όπλα μεγάλης εμβέλειας.
Εάν το Κίεβο είχε ως αντικειμενικό σκοπό μια ουσιαστική αντεπίθεση, τότε ο προσανατολισμός του στους εξοπλισμούς από άλλες χώρες θα αφορούσε κατά κύριο λόγο σε περισσότερα ατομικά όπλα και τεθωρακισμένα οχήματα για να εξοπλίσει τους τεράστιους αριθμούς της ουκρανικής εφεδρείας.
Μάλιστα, πολλές φορές ο ίδιος ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έκανε έκκληση για όπλα μεγάλης εμβέλειας, ενώ εκθείασε τα αμερικανικά HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System) για τη δράση και την αποτελεσματικότητά τους.
Στοιχεία για το πλάνο του Κιέβου αντλούνται και από το νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο αφορά σε μικρό αριθμό αντιαρματικών πυραύλων Javelin, μικρό αριθμό φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων (MANPADS) Stinger, 75.000 βλήματα πυροβολικού των 155 χιλιοστών και πυραύλους για τα συστήματα πολλαπλών εκτοξευτών HIMARS.
Οι πολύτιμοι και ακριβοί πύραυλοι των φονικών HIMARS δεν αποκτήθηκαν από το Κίεβο απλώς και μόνο ως ακόμη ένα «εξωτικό» όπλο, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου σχεδιασμού.
Μετά την παραλαβή των HIMARS, το Κίεβο κατέστρεψε περισσότερους από 100 ρωσικούς στόχους υψηλής αξίας, όπως θέσεις διοίκησης, αποθήκες πυρομαχικών, θέσεις αεράμυνας, σταθμούς ραντάρ και επικοινωνίες και θέσεις πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας.
Στόχος του Κιέβου είναι, μεταξύ άλλων, να αποδυναμώσει την ικανότητα του ρωσικού στρατού να ανεφοδιάζει τις δυνάμεις του. Χωρίς τις γραμμές ανεφοδιασμού, οι Ρώσοι δεν θα μπορούν να διατηρήσουν τη συχνότητα των επιθέσεών τους, δεδομένης της τεράστιας κατανάλωσης του ρωσικού πυροβολικού.
Οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν επίσης τα HIMARS για πυραυλικά χτυπήματα σε γέφυρες, όπως τη γέφυρα Antonivsky πάνω από τον ποταμό Δνείπερο, καθιστώντας το πέρασμα μήκους 1,4 χιλιομέτρων άχρηστο για βαρέα στρατιωτικά φορτηγά και όπλα, αποσυνδέοντας τις οδούς ανεφοδιασμού από την Κριμαία.
Μια άλλη επίθεση των HIMARS τον περασμένο μήνα έπληξε ένα τρένο που μετέφερε προμήθειες και στρατιώτες στον κατεχόμενο νότο. Από την επίθεση καταστράφηκε μέρος της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία θα χρειαστεί εβδομάδες να επισκευαστεί. Πρόκειται για χτυπήματα που προκαλούν λογιστικό πονοκέφαλο στη Μόσχα.
Επιτομή και αποκορύφωμα της ουκρανικής στρατηγικής είναι η επίθεση στη ρωσική αεροπορική βάση Νοβοφεντορίφκα, στην πόλη Σάκι στη δυτική Κριμαία, εκεί όπου στάθμευαν δεκάδες μαχητικά αεροσκάφη υψηλής αξίας. Από την επίθεση, όπως καταμαρτυρούν τα οπτικά υλικά, καταστράφηκαν αρκετά σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη. Ωστόσο το σημαντικότερο για την Ουκρανία είναι ότι η συγκεκριμένη βάση τέθηκε εκτός μάχης για τις ρωσικές δυνάμεις. Επίσης, μετά την επίθεση χιλιάδες τουρίστες και Ρώσοι πολίτες εγκατέλειψαν τη χερσόνησο για ασφαλέστερα μέρη, αφού ο πόλεμος για πρώτη φορά έφτασε στην Κριμαία.
Με αυτήν την τακτική, το Κίεβο, παρά τα καταστροφικά πλήγματα που δέχεται καθημερινά, αναγκάζει τη Μόσχα να αναθεωρεί τις φιλοδοξίες της στην Ουκρανία και να σκέφτεται πιο αμυντικά, παρά να έχει βλέψεις για νέες κατακτήσεις.
Η κατάσταση στον νότο εξελίσσεται σε «ασύμφορη» για τη Ρωσία. Δεκάδες αποθήκες πυρομαχικών, θωρακισμένα οχήματα, φορτηγά, σταθμοί ραντάρ έχουν πλέον καταστραφεί. Σε αυτήν την κατάσταση προστίθεται και η δράση των Ουκρανών παρτιζάνων, οι οποίοι προχωρούν σε πράξεις δολιοφθοράς με στόχο κυρίως Ρώσους αξιωματικούς.
Η «φυσική» εξέλιξη του πολέμου
Το σχέδιο της Μόσχας είναι να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη στο πεδίο της μάχης. Να διεξαγάγει ψευδή δημοψηφίσματα στις κατεχόμενες ουκρανικές πόλεις ως προοίμιο για την προσάρτησή τους και να υπονομεύσει την ενότητα στην υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία, διακόπτοντας τις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναμένεται, επίσης, να αποκλειστούν ξανά τα ουκρανικά λιμάνια από τον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας, για τη δημιουργία νέων ελλείψεων στα τρόφιμα. Για όλους αυτούς τους σκοπούς, η Μόσχα χρειάζεται χρόνο. Πράγμα που σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είναι αναγκασμένοι να διατηρήσουν την πίεση στη Μόσχα, ενισχύοντας το Κίεβο με όπλα.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αναμένεται ο πόλεμος να διαρκέσει αρκετούς ακόμη μήνες. Ωστόσο ο χειμώνας θα αποδειχθεί καθοριστικός. Το διακύβευμα για το Κίεβο είναι να καταφέρει να αντέξει στη ρωσική επέλαση και να συνεχίσει να προξενεί «πανάκριβα» πλήγματα στη Μόσχα. Ο ρυθμός αυτός εξασφαλίζει αφενός τη σχετική «ασφάλεια» ότι οι ρωσικές δυνάμεις δεν θα σκέφτονται πλέον επιθετικά και, αφετέρου, αφήνει ανοικτό το παράθυρο της «τακτικής υποχώρησης» των Ρώσων από κάποια εδάφη.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα και προβλέψεις για το μέλλον. Επίσης δεν προσφέρεται για λάθη και επιπολαιότητες, διότι η Ουκρανία δεν είναι ούτε η Συρία, ούτε η Γεωργία. Η «ουσιαστική» αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού θα ξεκινήσει μόνον όταν οι συνθήκες είναι απόλυτα ευνοϊκές και μη αναστρέψιμες υπέρ της Μόσχας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εισέλθει σε μια φάση, κατά την οποία δεν σημειώνονται μεγάλες εδαφικές αλλαγές. Η κόπωση, η φθορά και η απροθυμία για νέο αιματοκύλισμα ανάγκασαν τα ρωσικά και τα ουκρανικά επιτελεία σε πιο προσεγμένες, στοχευμένες κινήσεις επί του εδάφους, ελαχιστοποιώντας τις απώλειές τους σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμούς.
Επί του παρόντος, παρατηρούνται μικρότερης κλίμακας κυκλωτικές επιχειρήσεις από τις ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες επελαύνουν αργά, σε διάστημα εβδομάδων, για την κατάληψη αστικών κέντρων στο Ντονμπάς.
Από την πλευρά του, ο ουκρανικός στρατός και συγκεκριμένα η στρατιά της ανατολικής Ουκρανίας οργανώνεται σε νέες γραμμές άμυνας, υποχωρώντας από ορισμένες τοποθεσίες σε πιο συμφέρουσες τακτικές θέσεις. Αυτή η εικόνα συνθέτει το σκηνικό του πολέμου μετά την κατάληψη της Λουγκάνσκ από τον ρωσικό στρατό πριν από ένα μήνα περίπου.
Η ουκρανική αντεπίθεση
Παράλληλα με τις εχθροπραξίες στην ανατολική Ουκρανία, η νότια γραμμή του πυρός παραμένει στάσιμη από την αρχή του πολέμου. Αυτή η στασιμότητα, σε συνδυασμό με κάποιες υπεραισιόδοξες δηλώσεις αξιωματούχων του Κιέβου, δημιούργησαν την εντύπωση ότι ο ουκρανικός στρατός είναι έτοιμος να ανακαταλάβει τον ουκρανικό νότο.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, η εντύπωση ότι επρόκειτο να συμβεί μια «ουσιαστικού» τύπου επίθεση κατά κατεχομένων πόλεων με μεγάλους τεθωρακισμένους σχηματισμούς, διακλαδικές επιχειρήσεις πεζικού, πυροβολικού και αεροπορίας, οι οποίες θα ανάγκαζαν τελικά τις ρωσικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Χερσώνα, η Μελιτούπολη, το Μπριάνσκ και τελικά τη Μαριούπολη.
Για πολλούς λόγους, αυτού του είδους η αντεπίθεση είναι δύσκολη έως και ακατόρθωτη. Κατ’ αρχάς, στον ουκρανικό νότο, σε αντίθεση με άλλες κατεχόμενες από τη Ρωσία περιοχές, κατοικούν εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί πολίτες και ζουν και εργάζονται κανονικά στα κέντρα των πόλεων. Έτσι, ενδεχομένως αυτόματα οι Ουκρανοί να απέκλεισαν το σενάριο μιας επίθεσης κατά των πόλεων και κατ’ επέκτασιν των πολιτών και των υποδομών τους.
Ένας άλλος βραχνάς, που εμποδίζει την Ουκρανία από το να πραγματοποιήσει μια ουσιαστική αντεπίθεση, είναι η επάρκεια τόσο σε προσωπικό και εξοπλισμούς όσο και σε πολεμοφόδια. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις απαιτούν την κινητοποίηση μεγάλου όγκου αποθεμάτων, κάτι που αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να ρισκάρει το Κίεβο. Αν υπολογίσει κανείς το μέγεθος της γραμμής αντιπαράταξης, το οποίο ξεπερνά τα 700 χιλιόμετρα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι χρειάζονται τεράστιοι αριθμοί προσωπικού, εξοπλισμών και υλικοτεχνικής υποστήριξης για μια τέτοια επιχείρηση.
Μάλιστα, Ουκρανοί αξιωματούχοι ανησυχούν ότι η μάχη για την ανάκτηση του ελέγχου της Χερσώνας μπορεί να είναι η μόνη ουσιαστική αντεπίθεση που είναι σε θέση να εκτελέσει ο ουκρανικός στρατός πριν από τον χειμώνα.
Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο προστίθεται και η ισχυρή παρουσία ρωσικών δυνάμεων σε αυτές τις περιοχές. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στη Χερσώνα, δυτικά του ποταμού Δνείπερου, η Μόσχα έχει επανδρώσει στρατηγικής σημασίας περιοχές με 28 τάγματα (BG) σε πλήρη μαχητική σύνθεση. Το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου ανέφερε σε καθημερινή αξιολόγηση ότι η ενίσχυση της Χερσώνας από τη Ρωσία έγινε «σε βάρος των προσπαθειών για την κατάληψη του Σλόβιανσκ», μιας πόλης στο Ντόνετσκ, «την οποία φαίνεται να έχουν εγκαταλείψει οι Ρώσοι».
Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύεται ότι το Κίεβο δεν θα προχωρήσει σε μια παράτολμη αντεπίθεση, η οποία σε περίπτωση αποτυχίας θα προκαλέσει ολέθριες επιπτώσεις και ανεπανόρθωτες απώλειες.
Το πλάνο του Κιέβου
Ο ουκρανικός νότος είναι πολύτιμος από κάθε άποψη, τόσο για το Κίεβο όσο και για τη Μόσχα. Έπεσε με σχετική ευκολία στην κατοχή των ρωσικών δυνάμεων, σε μια περίοδο κατά την οποία οι επίλεκτες δυνάμεις της Ρωσίας βρίσκονταν μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πρωτεύουσας.
Δεν θα ανακτηθεί εύκολα από τον ουκρανικό στρατό και αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι Ουκρανοί επιτελείς. Το πλάνο, ωστόσο, του Κιέβου αποκαλύπτεται μέσα από τα αιτήματα που εκφράζει προς τη διεθνή κοινότητα για όπλα μεγάλης εμβέλειας.
Εάν το Κίεβο είχε ως αντικειμενικό σκοπό μια ουσιαστική αντεπίθεση, τότε ο προσανατολισμός του στους εξοπλισμούς από άλλες χώρες θα αφορούσε κατά κύριο λόγο σε περισσότερα ατομικά όπλα και τεθωρακισμένα οχήματα για να εξοπλίσει τους τεράστιους αριθμούς της ουκρανικής εφεδρείας.
Μάλιστα, πολλές φορές ο ίδιος ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έκανε έκκληση για όπλα μεγάλης εμβέλειας, ενώ εκθείασε τα αμερικανικά HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System) για τη δράση και την αποτελεσματικότητά τους.
Στοιχεία για το πλάνο του Κιέβου αντλούνται και από το νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο αφορά σε μικρό αριθμό αντιαρματικών πυραύλων Javelin, μικρό αριθμό φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων (MANPADS) Stinger, 75.000 βλήματα πυροβολικού των 155 χιλιοστών και πυραύλους για τα συστήματα πολλαπλών εκτοξευτών HIMARS.
Οι πολύτιμοι και ακριβοί πύραυλοι των φονικών HIMARS δεν αποκτήθηκαν από το Κίεβο απλώς και μόνο ως ακόμη ένα «εξωτικό» όπλο, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου σχεδιασμού.
Μετά την παραλαβή των HIMARS, το Κίεβο κατέστρεψε περισσότερους από 100 ρωσικούς στόχους υψηλής αξίας, όπως θέσεις διοίκησης, αποθήκες πυρομαχικών, θέσεις αεράμυνας, σταθμούς ραντάρ και επικοινωνίες και θέσεις πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας.
Στόχος του Κιέβου είναι, μεταξύ άλλων, να αποδυναμώσει την ικανότητα του ρωσικού στρατού να ανεφοδιάζει τις δυνάμεις του. Χωρίς τις γραμμές ανεφοδιασμού, οι Ρώσοι δεν θα μπορούν να διατηρήσουν τη συχνότητα των επιθέσεών τους, δεδομένης της τεράστιας κατανάλωσης του ρωσικού πυροβολικού.
Οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν επίσης τα HIMARS για πυραυλικά χτυπήματα σε γέφυρες, όπως τη γέφυρα Antonivsky πάνω από τον ποταμό Δνείπερο, καθιστώντας το πέρασμα μήκους 1,4 χιλιομέτρων άχρηστο για βαρέα στρατιωτικά φορτηγά και όπλα, αποσυνδέοντας τις οδούς ανεφοδιασμού από την Κριμαία.
Μια άλλη επίθεση των HIMARS τον περασμένο μήνα έπληξε ένα τρένο που μετέφερε προμήθειες και στρατιώτες στον κατεχόμενο νότο. Από την επίθεση καταστράφηκε μέρος της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία θα χρειαστεί εβδομάδες να επισκευαστεί. Πρόκειται για χτυπήματα που προκαλούν λογιστικό πονοκέφαλο στη Μόσχα.
Επιτομή και αποκορύφωμα της ουκρανικής στρατηγικής είναι η επίθεση στη ρωσική αεροπορική βάση Νοβοφεντορίφκα, στην πόλη Σάκι στη δυτική Κριμαία, εκεί όπου στάθμευαν δεκάδες μαχητικά αεροσκάφη υψηλής αξίας. Από την επίθεση, όπως καταμαρτυρούν τα οπτικά υλικά, καταστράφηκαν αρκετά σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη. Ωστόσο το σημαντικότερο για την Ουκρανία είναι ότι η συγκεκριμένη βάση τέθηκε εκτός μάχης για τις ρωσικές δυνάμεις. Επίσης, μετά την επίθεση χιλιάδες τουρίστες και Ρώσοι πολίτες εγκατέλειψαν τη χερσόνησο για ασφαλέστερα μέρη, αφού ο πόλεμος για πρώτη φορά έφτασε στην Κριμαία.
Με αυτήν την τακτική, το Κίεβο, παρά τα καταστροφικά πλήγματα που δέχεται καθημερινά, αναγκάζει τη Μόσχα να αναθεωρεί τις φιλοδοξίες της στην Ουκρανία και να σκέφτεται πιο αμυντικά, παρά να έχει βλέψεις για νέες κατακτήσεις.
Η κατάσταση στον νότο εξελίσσεται σε «ασύμφορη» για τη Ρωσία. Δεκάδες αποθήκες πυρομαχικών, θωρακισμένα οχήματα, φορτηγά, σταθμοί ραντάρ έχουν πλέον καταστραφεί. Σε αυτήν την κατάσταση προστίθεται και η δράση των Ουκρανών παρτιζάνων, οι οποίοι προχωρούν σε πράξεις δολιοφθοράς με στόχο κυρίως Ρώσους αξιωματικούς.
Η «φυσική» εξέλιξη του πολέμου
Το σχέδιο της Μόσχας είναι να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη στο πεδίο της μάχης. Να διεξαγάγει ψευδή δημοψηφίσματα στις κατεχόμενες ουκρανικές πόλεις ως προοίμιο για την προσάρτησή τους και να υπονομεύσει την ενότητα στην υποστήριξη της Δύσης προς την Ουκρανία, διακόπτοντας τις προμήθειες φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αναμένεται, επίσης, να αποκλειστούν ξανά τα ουκρανικά λιμάνια από τον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας, για τη δημιουργία νέων ελλείψεων στα τρόφιμα. Για όλους αυτούς τους σκοπούς, η Μόσχα χρειάζεται χρόνο. Πράγμα που σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είναι αναγκασμένοι να διατηρήσουν την πίεση στη Μόσχα, ενισχύοντας το Κίεβο με όπλα.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αναμένεται ο πόλεμος να διαρκέσει αρκετούς ακόμη μήνες. Ωστόσο ο χειμώνας θα αποδειχθεί καθοριστικός. Το διακύβευμα για το Κίεβο είναι να καταφέρει να αντέξει στη ρωσική επέλαση και να συνεχίσει να προξενεί «πανάκριβα» πλήγματα στη Μόσχα. Ο ρυθμός αυτός εξασφαλίζει αφενός τη σχετική «ασφάλεια» ότι οι ρωσικές δυνάμεις δεν θα σκέφτονται πλέον επιθετικά και, αφετέρου, αφήνει ανοικτό το παράθυρο της «τακτικής υποχώρησης» των Ρώσων από κάποια εδάφη.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προσφέρεται για ασφαλή συμπεράσματα και προβλέψεις για το μέλλον. Επίσης δεν προσφέρεται για λάθη και επιπολαιότητες, διότι η Ουκρανία δεν είναι ούτε η Συρία, ούτε η Γεωργία. Η «ουσιαστική» αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού θα ξεκινήσει μόνον όταν οι συνθήκες είναι απόλυτα ευνοϊκές και μη αναστρέψιμες υπέρ της Μόσχας.