Γουότεργκεϊτ, το σκάνδαλο υποκλοπών που οδήγησε στην παραίτηση τον Νίξον

Ο Ρίτσαρντ Νίξον χαιρετάει τους συνεργάτες του, λίγο πριν αναχωρήσει με το Marine One από τον Λευκό Οίκο, την ημέρα της επίσημης παραίτησής του από το προεδρικό αξίωμα (9/8/1974). - 1974 CΗΙCΚ ΗΑRRΙΤΥ/ASSΟCΙΑΤΕD ΡRΕSS
Η πορεία του Ρίτσαρντ Νίξον προς την κορυφή και η πτώση του λόγω του σκανδάλου Watergate. Οι "υδραυλικοί", η επιχείρηση συγκάλυψης, οι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν, το "βαθύ λαρύγγι", οι παράνομες ηχογραφήσεις, η "Saturday night massacre", το "smoking gun" και η παραίτηση, σαν σήμερα (9/8/1974) πριν 48 χρόνια. 

Από: news247.gr - Θανάσης Κρεκούκιας

Το ημερολόγιο έδειχνε την 9η Αυγούστου του 1974, όταν ο πρώην πλέον Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, χαιρετούσε τους συνεργάτες του στον Λευκό Οίκο και μαζί με την οικογένειά του, επιβιβαζόταν σε ένα στρατιωτικό ελικόπτερο με προορισμό αρχικά την αεροπορική βάση Άντριους στο Μέριλαντ και κατόπιν, με στρατιωτικό αεροπλάνο και ενδιάμεση στάση στην αεροπορική βάση των Πεζοναυτών, "Ελ Τόρο", στην Καλιφόρνια, την οικία του - "Λα Κάσα Πασίφικα" - στο Σαν Κλεμέντε. Λίγες ώρες νωρίτερα, το βράδυ της 8ης Αυγούστου, ο Νίξον είχε απευθύνει το τελευταίο του διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό από το Οβάλ Γραφείο, ανακοινώνοντας την παραίτησή του από το προεδρικό αξίωμα.

Σαν ένα - οπωσδήποτε ειρωνικό - παιχνίδι των συμπτώσεων της μοίρας, ακριβώς έξι χρόνια πριν, στις 9 Αυγούστου του 1968, ο Νίξον είχε λάβει το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου στο Εθνικό Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με μια σαρωτική πλειοψηφία, κερδίζοντας στη συνέχεια δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (αυτές του 1968 και του 1972). Το ερώτημα που προκύπτει, είναι τί ακριβώς μεσολάβησε, ώστε ο παντοδύναμος νικητής των εκλογών του 1972 (60,7%, με 48 από τις 50 πολιτείες υπέρ του!), να γίνει - μετά από μόλις 20 μήνες θητείας - ο πρώτος και μοναδικός Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, που υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από το αξίωμά του.

Με αφορμή τη συμπλήρωση 48 χρόνων από εκείνη την πρωτόγνωρη στα πολιτικά χρονικά των Ηνωμένων Πολιτειών απόφαση, το Magazine θυμάται σήμερα το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία, υποχρεώνοντας από τη μία τον Νίξον να ζήσει την πιο οδυνηρή στιγμή της πολιτικής του καριέρας, αναδεικνύοντας όμως από την άλλη, τον πραγματικό ρόλο της "τέταρτης εξουσίας" και τη δύναμη της ανεξάρτητης και αδιάφθορης ερευνητικής δημοσιογραφίας. Πριν περάσουμε όμως στα γεγονότα του "Watergate", ας δούμε πρώτα μερικά στοιχεία για τον αρνητικό πρωταγωνιστή και την πορεία του προς τον προεδρικό θώκο, προτού ξεκινήσει η πτώση του. 

ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ DUKE  

Ο Ρίτσαρντ Νίξον γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1913 στην Γιόρμπα Λίντα της Καλιφόρνιας, μια πόλη περίπου 60 χλμ νότια του Λος Άντζελες. Οι γονείς του καλλιεργούσαν λεμονιές στο ράντσο τους, όμως η επιχείρηση πτώχευσε το 1922 και οι Νίξον αναζήτησαν καλύτερη τύχη στην γειτονική πόλη Χουίτιερ, όπου άνοιξαν ένα μανάβικο, το οποίο λειτουργούσε και ως βενζινάδικο. Ο νεαρός Ρίτσαρντ τελείωσε το γυμνάσιο (Fullerton Union High School) με πολύ καλούς βαθμούς και το Πανεπιστήμιο του Harvard του πρόσφερε μια πλήρη υποτροφία. Όμως ο μεγαλύτερος αδερφός του, Χάρολντ, υπέφερε από φυματίωση και ο ίδιος υποχρεώθηκε να παραμείνει στο Χουίτιερ για να βοηθάει τον πατέρα του στο μαγαζί.

Αφού πήρε το πτυχίο του με άριστα στην Ιστορία το 1934 από το Whittier College, έγινε δεκτός στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke στη Βόρεια Καρολίνα (επίσης με υποτροφία), από όπου αποφοίτησε το 1937 τρίτος από το έτος του, έχοντας εκλεγεί και πρόεδρος του συλλόγου φοιτητών της σχολής του. Αμέσως μετά, θέλησε να ενταχθεί στο FBI, όμως, παρά το γεγονός ότι αρχικά έγινε δεκτός, τελικά η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό της υπηρεσίας. Επέστρεψε στην Καλιφόρνια, γράφτηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο και ξεκίνησε την πρακτική του στο δικηγορικό γραφείο Wingert & Bewley. 

ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ  

Ένα χρόνο αργότερα έγινε πλήρης εταίρος και γνώρισε την Θέλμα Πατ Ράιαν, την οποία παντρεύτηκε το 1940 (απέκτησαν δυο κόρες, τις Τρίσια και Τζούλι). Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το 1942 στην Ουάσινγκτον, όπου ο Νίξον ξεκίνησε να εργάζεται στο Γραφείο Διοίκησης Τιμών. Λίγους μήνες μετά, κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και το 1943 στάλθηκε στον Νότιο Ειρηνικό, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1945, παρασημοφορήθηκε δις για τις υπηρεσίες του και αποστρατεύτηκε το 1946, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποπλοίαρχου (το 1953 του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του πλοιάρχου).

Εκείνη την ίδια χρονιά, το 1945, οι Ρεπουμπλικάνοι της 12ης εκλογικής περιφέρειας στην Καλιφόρνια, έψαχναν έναν υποψήφιο που θα μπορούσε να νικήσει τον Δημοκρατικό Τζέρι Βούρις, ο οποίος εκλεγόταν συνεχόμενα από το 1937 στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τελικά κάποιος από την επιτροπή πρότεινε τον Νίξον, τον ρώτησαν αν ενδιαφερόταν, εκείνος δέχτηκε ενθουσιασμένος και αμέσως επέστρεψε στο Χουίτιερ, όπου ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία. Κατηγόρησε ευθέως τον Βούρις ότι σχετιζόταν με κομμουνιστικές ομάδες, τον χαρακτήρισε "εξτρεμιστή" και κάπως έτσι κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1946 με 65.586 ψήφους, έναντι 49.994 του αντιπάλου του. 

ΣΚΛΗΡΟΠΥΡΗΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ  

Από τη στιγμή που ο Νίξον μπήκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η άνοδός του στα πολιτικά αξιώματα υπήρξε ραγδαία. Έγινε μέλος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (House Un-American Activities Committee - HUAC), ειδικού ανακριτικού σώματος που το αποτελούσαν βουλευτές και το οποίο διερευνούσε υποτιθέμενες ύποπτες και ανατρεπτικές ενέργειες από ιδιώτες, δημόσιους υπάλληλους και οργανώσεις με δήθεν κομμουνιστικούς δεσμούς. Η δράση του ως πολέμιου των κομμουνιστών εκφράστηκε μέσα από νομοσχέδια (Mundt-Nixon Bill) και συνεχείς δημόσιες δηλώσεις, που τον έκαναν αρκετά δημοφιλή στις τάξεις των Ρεπουμπλικάνων, με αποτέλεσμα την επιλογή του ως υποψήφιου για τη Γερουσία στις εκλογές του 1950.

Με μεγάλο του όπλο τον πόλεμο της Κορέας, που είχε ξεσπάσει λίγους μήνες νωρίτερα, αλλά και τον αντικομμουνισμό του, κέρδισε εύκολα την αντίπαλό του, Χέλεν Ντάγκλας, αγγίζοντας το 60% των ψήφων, ενώ τότε απέκτησε και το παρατσούκλι "Tricky Dick" (πονηρός Ντικ), λόγω των βρώμικων μεθόδων που είχε υιοθετήσει στην προεκλογική του καμπάνια. Έτσι, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο Νίξον έγινε γερουσιαστής, συνεχίζοντας στη διάρκεια της θητείας του, τον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών, τόσο εντός ΗΠΑ όσο και εκτός συνόρων, σε συχνές περιοδείες του σε διάφορα κράτη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι γνωρίστηκε και διατηρούσε για πολλά χρόνια φιλική σχέση με τον γερουσιαστή του Γουισκόνσιν, Τζόζεφ Μακάρθι, τον δημιουργό του "μακαρθισμού", μιας από τις πιο σκοτεινές σελίδες της αμερικανικής ιστορίας. 

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΓΙΑ ΔΥΟ ΘΗΤΕΙΕΣ (1953-1961)  

Το 1952, οι Ρεπουμπλικάνοι έδωσαν το χρίσμα του υποψήφιου Προέδρου, στον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, απόστρατο στρατηγό και ανώτατο διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στην απόβαση της Νορμανδίας. Οι επιτελείς του έψαχναν να βρουν τον ιδανικό συνυποψήφιο για τη θέση του Αντιπροέδρου και κατέληξαν στον Νίξον, κυρίως για τρεις λόγους: ήταν νέος (39 ετών), ήταν δηλωμένος αντικομμουνιστής και εκπροσωπούσε την Καλιφόρνια, την πολιτεία με τους περισσότερους εκλέκτορες. Λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα με τη χρηματοδότηση του Νίξον από μια ομάδα υποστηρικτών του, όμως ξεπεράστηκε με το περίφημο "Checkers speech", μια ανοιχτή ομιλία του υποψήφιου αντιπροέδρου που έδωσε εξηγήσεις για το όλο θέμα και τελικά ο "Άικ" κέρδισε εύκολα με το 55,2% των ψήφων.

Ο Αϊζενχάουερ, στη διάρκεια της προεδρίας του, παραχώρησε στον Νίξον περισσότερες αρμοδιότητες από όσες είχε πάρει οποιοσδήποτε άλλος αντιπρόεδρος στο παρελθόν. Ο "Ντικ" προήδρευε του υπουργικού συμβουλίου, αλλά και του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας, όποτε απουσίαζε ο "Άικ", ενώ πραγματοποίησε πολλά επίσημα ταξίδια στο εξωτερικό, όπως εκείνο στη Σαϊγκόν και το Ανόι της Γαλλικής Ινδοκίνας. Τον Σεπτέμβριο του 1955, ο Αϊζενχάουερ υπέστη σοβαρό έμφραγμα και για έξι εβδομάδες δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Τότε δεν υπήρχε ακόμη η 25η τροπολογία που μεταφέρει στον αντιπρόεδρο τις εξουσίες του προέδρου, όμως ο Νίξον ανταποκρίθηκε με επιτυχία και χωρίς να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί υπέρ του την αδυναμία του Άικ, κάτι που εκτιμήθηκε τόσο από τον πρόεδρο, όσο και από το επιτελείο του.  

Έναν χρόνο μετά, το 1956, και παρά τις αντιρρήσεις, αλλά και αντίθετες εισηγήσεις διαφόρων μελών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο Αϊζενχάουερ ανακοίνωσε ότι στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, θα είχε και πάλι μαζί του τον Νίξον ως υποψήφιο αντιπρόεδρο. Στις 6 Νοεμβρίου, Άικ και Ντικ πέτυχαν τη δεύτερη συνεχόμενη νίκη τους επί του Δημοκρατικού Άντλεϊ Στίβενσον ΙΙ, ανεβάζοντας το ποσοστό τους στο 57,4%. Σε αυτή τη δεύτερη θητεία του Αϊζενχάουερ, ο Νίξον άρχισε να χτίζει προσεκτικά το προφίλ της δικής του υποψηφιότητας για τις εκλογές του 1960. Συνέχισε τα ταξίδια του στο εξωτερικό, πραγματοποιώντας μεγάλες περιοδείες στην Αφρική και τη Νότια Αμερική.

Τον Ιούλιο του 1959, ο Άικ έστειλε τον Νίξον στη Μόσχα, για τα εγκαίνια της Αμερικανικής Εθνικής Έκθεσης. Εκεί, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ συναντήθηκε με τον γενικό γραμματέα του ΚΚΣΕ, Νικίτα Χρουστσόφ. Επιστρέφοντας από τη Σοβιετική Ένωση, ο Ντικ ήταν πλέον έτοιμος να ξεκινήσει και επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία, με στόχο την Προεδρία στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1960. Δεν συνάντησε την παραμικρή δυσκολία από αντιπάλους του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και ανακοίνωσε ως δικό του υποψήφιο αντιπρόεδρο, τον Χένρι Κάμποτ Λοτζ Τζούνιορ, πρώην γερουσιαστή και επί επτά χρόνια (1953-1960) πρεσβευτή των ΗΠΑ στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
1960, 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΚΡΙΘΗΚΑΝ ΣΤΟ 0,17%  

Το μεγάλο επιχείρημα του Νίξον στην προεκλογική περίοδο ήταν η εμπειρία του από τις δυο θητείες στη θέση του αντιπροέδρου, όμως απέναντί του είχε έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο, τον Τζον Κένεντι, γερουσιαστή από τη Μασαχουσέτη, γόνο μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες των ΗΠΑ, με σημαντικό πολιτικό υπόβαθρο και ακόμα μεγαλύτερη επιρροή. Ο Κένεντι μιλούσε για το "νέο αίμα" που είχε ανάγκη η πολιτική σκηνή των ΗΠΑ και κατηγορούσε τους Αϊζενχάουερ και Νίξον, ότι επί των ημερών τους, η ΕΣΣΔ είχε αποκτήσει αριθμητικό πλεονέκτημα στους πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους.

Σε εκείνη την προεκλογική περίοδο έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους οι περίφημες τηλεμαχίες, τα γνωστά μας ντιμπέιτ ανάμεσα στους υποψήφιους. Κένεντι και Νίξον αναμετρήθηκαν τέσσερις φορές μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, με τις απόψεις να διίστανται. Όσοι είχαν παρακολουθήσει τα ντιμπέιτ από την τηλεόραση, θεωρούσαν ότι ο Κένεντι είχε αποσπάσει το πλεονέκτημα, αντίθετα, όσοι τα είχαν ακούσει από το ραδιόφωνο, έδιναν νικητή τον Νίξον. Τελικά, στις 8 Νοεμβρίου του 1960, ο JFK έγινε ο 35ος πρόεδρος των ΗΠΑ, με τη μικρότερη ποσοστιαία διαφορά που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών (0,17%). Ο Νίξον είχε χάσει την προεδρία για μόλις 112.827 ψήφους σε σύνολο 69 περίπου εκατομμυρίων ψηφοφόρων. 

ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΣ  

Αμέσως μετά την ήττα του, ο Ντικ επέστρεψε στην Καλιφόρνια, όπου άρχισε να δικηγορεί. Τοπικοί παράγοντες των Ρεπουμπλικάνων τον πίεσαν να διεκδικήσει τη θέση του Κυβερνήτη της πολιτείας από τον Δημοκρατικό Πατ Μπράουν, που ολοκλήρωνε την πρώτη του θητεία και θα κατέβαινε εκ νέου στις εκλογές με στόχο μια ακόμη τετραετία. Παρά τους αρχικούς του δισταγμούς, ο Νίξον αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα, αντιμετωπίζοντας πάντως αντιδράσεις από μέλη του κόμματος, που τον κατηγορούσαν πως η θέση του Κυβερνήτη δεν τον ενδιέφερε καθόλου και θεωρούσαν ότι χρησιμοποιούσε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση ως "σκαλοπάτι" για μια δεύτερη υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ.

Η αλήθεια είναι πως ο Νίξον ήλπιζε σε μια νίκη, για να επιβεβαιώσει τον ηγετικό του ρόλο στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και να εξασφαλίσει ότι θα παρέμενε ένας σημαντικός παίκτης στην εθνική πολιτική σκακιέρα. Όμως οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1962, τον προσγείωσαν απότομα στην πραγματικότητα, αφού ηττήθηκε από τον Μπράουν με 5% διαφορά (46,87% έναντι 51,94% του αντιπάλου του). Οι αναλυτές παρουσίασαν το αποτέλεσμα ως την "πολιτική ταφόπλακα" του Νίξον, ενώ ο ίδιος, την επόμενη ημέρα των εκλογών, σε δημόσια ομιλία του, αφού καταφέρθηκε εναντίον των δημοσιογράφων κατηγορώντας τους ότι είχαν υποστηρίξει τον Μπράουν, κατέληξε με τη φράση: "Αυτή είναι η τελευταία μου συνέντευξη Τύπου". 

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1968  

Μέσα στο 1963, η οικογένεια Νίξον ταξίδεψε στην Ευρώπη, όπου ο Ντικ συναντήθηκε με αρκετούς ηγέτες, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, όπου συνέχισε να δικηγορεί, ως εταίρος μιας από τις μεγαλύτερες δικηγορικές φίρμες της πόλης. Τον Νοέμβριο του 1963 δολοφονήθηκε ο Κένεντι και ανέλαβε πρόεδρος ο Λίντον Τζόνσον. Παρά το γεγονός ότι πολλοί Ρεπουμπλικάνοι τον είχαν πλησιάσει για να του προτείνουν να κατέβει ως υποψήφιος για την προεδρία στις εκλογές του 1964, ο Νίξον αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι δε θα είχε καμία ελπίδα να νικήσει τον Τζόνσον, σε μια αναμέτρηση που θα ήταν περισσότερο φορτισμένη συναισθηματικά, παρά στηριγμένη σε πολιτικά επιχειρήματα.

Δέχτηκε να στηρίξει τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, Μπάρι Γκόλντγουοτερ, δικαιώθηκε όμως για την πρόβλεψή του, αφού ο Τζόνσον σάρωσε με το εντυπωσιακό 61%. Στο τέλος του 1967, ο Νίξον ανακοίνωσε στην οικογένειά του την απόφασή του να διεκδικήσει το χρίσμα του υποψήφιου για τις προεδρικές εκλογές του 1968. Θεωρούσε ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ που είχε διχάσει τους Δημοκρατικούς, άφηνε ανοιχτό ένα παράθυρο αισιοδοξίας για μια νίκη Ρεπουμπλικανού, ήταν πάντως βέβαιως ότι σε κάθε περίπτωση, η μάχη θα κρινόταν στο νήμα, όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 1960. Τον Ιανουάριο του 1968 ξεκίνησαν στα δυο στρατόπεδα οι προκριματικές εκλογές. 

Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΙΞΟΝ, 37ος ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ  

Ο Πρόεδρος Τζόνσον αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών, μετά τα πολύ φτωχά αποτελέσματα στις πρώτες Πολιτείες. Τον Ιούνιο του 1968, ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, αδερφός του JFK και επικρατέστερος υποψήφιος των Δημοκρατικών, δολοφονήθηκε στο Λος Άντζελες. Από τη μεριά του, ο Νίξον είχε να αντιμετωπίσει τον κυβερνήτη του Μίσιγκαν, Τζορτζ Ρόμνι, τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Νέλσον Ροκφέλερ και τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, Ρόναλντ Ρίγκαν. Κανένας τους τελικά δεν απείλησε τον Νίξον, ο οποίος πήρε εύκολα το χρίσμα, από τον πρώτο κιόλας γύρο, παρουσιάζοντας παράλληλα ως υποψήφιο αντιπρόεδρό του, τον Σπύρο Άγκνιου (Ελληνοαμερικανό πολιτικό με καταγωγή από τους Γαργαλιάνους).

Αντίπαλός του ήταν ο Χιούμπερτ Χάμφρι, αντιπρόεδρος του Λίντον Τζόνσον, ο οποίος ψηφίστηκε από το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, ένα συνέδριο που σημαδεύτηκε από μαζικές διαμαρτυρίες πολιτών εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και βίαιη καταστολή από την αστυνομία, που οδήγησε σε εκτεταμένες συγκρούσεις, πολυάριθμες συλλήψεις αλλά και σε μια δίκη που έγραψε ιστορία, εκείνη των επτά του Σικάγο (The Chicago Seven). Ο Νίξον εκμεταλλεύτηκε προς όφελός του την όλη κατάσταση, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως την "ήρεμη δύναμη" και τον ηγέτη της μεγάλης "σιωπηλής" πλειοψηφίας των συντηρητικών Αμερικανών, που ήταν αντίθετοι στη χίπικη αντικουλτούρα και στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. 

ΒΙΕΤΝΑΜ, ΚΙΝΑ, ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΕΣΣΔ, ΕΚΛΟΓΕΣ  

Στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, ο Ντικ υποσχόταν μια "τιμητική ειρήνη" με το Βιετνάμ και διαβεβαίωνε τους υποστηρικτές του ότι "η διακυβέρνησή του θα σταματούσε τον πόλεμο", χωρίς όμως να αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο θα το πετύχαινε, κάτι που έκανε τα αμερικανικά ΜΜΕ να θεωρούν πως είχε κάποιο μυστικό σχέδιο. Το σλόγκαν του, "Nixon's the One", αποδείχτηκε αποτελεσματικό. Τελικά, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου του 1968, όπου υπήρχαν τρεις υποψήφιοι (οι Νίξον και Χάμφρι, συν τον ανεξάρτητο Τζορτζ Γουάλας), ο Ρίτσαρντ Νίξον έγινε ο 37ος Πρόεδρος των ΗΠΑ (με διαφορά μόλις 0,7% από τον Χάμφρι), ο πρώτος στην ιστορία των ΗΠΑ μη εν ενεργεία αντιπρόεδρος που το πετύχαινε.

Αφού ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 1969, ο Νίξον έθεσε ως προτεραιότητα το "άνοιγμα" προς την Κίνα. Ο Χένρι Κίσιντζερ, που είχε διοριστεί σύμβουλος του προέδρου σε θέματα εθνικής ασφάλειας, συνέβαλε τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση. Με τις σχέσεις Κίνας και ΕΣΣΔ να βρίσκονται στο ναδίρ (πολεμικές συγκρούσεις είχαν ξεσπάσει το 1969 στα σύνορα των δυο χωρών), ο Νίξον έστειλε ιδιωτικό μήνυμα στους Κινέζους, όπου μιλούσε για την επιθυμία ανάπτυξης στενότερων σχέσεων. Μέσα στο 1971, ο Κίσιντζερ βρέθηκε στην Κίνα για μυστικές συνομιλίες με Κινέζους αξιωματούχους και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, Ουάσινγκτον και Πεκίνο ανακοίνωσαν ταυτόχρονα ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος θα επισκεπτόταν επίσημα την Κίνα τον Φεβρουάριο του 1972, γεγονός που εξέπληξε όλη την υφήλιο. 

Η άφιξη του ζεύγους Νίξον στο Πεκίνο αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία το γεγονός της χρονιάς. Στο αεροδρόμιο του Πεκίνου, τους υποδέχτηκε ο πρωθυπουργός της χώρας, Τσου Εν Λάι, ενώ τις στιγμές απαθανάτιζαν οι κάμερες των αμερικανικών τηλεοπτικών καναλιών, τα οποία ο Αμερικανός πρόεδρος είχε σαφώς προτιμήσει από τον γραπτό Τύπο, θεωρώντας ότι η τηλεοπτική εικόνα θα κατέγραφε πολύ πιο ολοκληρωμένα την ιστορική του επίσκεψη. Αμέσως μετά, οι Νίξον και Κίσιντζερ συναντήθηκαν για μια ώρα με τον πρόεδρο του ΚΚΚ, Μάο Τσετούνγκ αλλά και τον Τσου, συζητώντας μια σειρά από θέματα. Ο Μάο είχε πει αργότερα στον προσωπικό του γιατρό, ότι είχε εντυπωσιαστεί από την ειλικρίνεια του Νίξον, σε αντίθεση με τους Σοβιετικούς, όμως ήταν πολύ καχύποπτος με τον Κίσιντζερ.

Η επίσκεψη στην Κίνα θεωρήθηκε ως μια τεράστια διπλωματική επιτυχία του Νίξον, όμως δεν ήταν όλα ρόδινα στην πρώτη του θητεία. Το μεγάλο αγκάθι ήταν το Βιετνάμ, εκεί όπου παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες για το άμεσο τέλος του πολέμου, οι εχθροπραξίες θα συνεχίζονταν μέχρι τις αρχές του 1973. Προβλήματα υπήρχαν και στις σχέσεις με τη Λατινική Αμερική, με "πρωταγωνίστριες" την Κούβα του Κάστρο και τη Χιλή του Αγέντε. Ο Νίξον διατήρησε μυστικές επαφές με τους εξόριστους αντιφρονούντες Κουβανούς, ενώ προετοίμασε μαζί με τον Κίσιντζερ το πραξικόπημα του Πινοτσέτ (Σεπτέμβριος του '73), το οποίο καταδίκασε τους Χιλιανούς σε μια αιμοσταγή δικτατορία.  

Και βέβαια, υπήρχε πάντα η Σοβιετική Ένωση. Αμέσως μετά την επιστροφή του από την Κίνα, ο Νίξον σχεδίασε και μια επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαΐου του 1972. Εκεί, ο Αμερικανός πρόεδρος συναντήθηκε με τον ΓΓ του ΚΚΣΕ, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, τον πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσίγκιν και άλλους ανώτερους Σοβιετικούς αξιωματούχους, με τους οποίους συζήτησε τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων των δυο υπερδυνάμεων. Οι συνομιλίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή δυο συμφωνιών: Η SALT 1 περιόριζε σε 200 τους αμυντικούς πυρηνικούς πύραυλους για κάθε πλευρά, ενώ η δεύτερη αφορούσε τον περιορισμό των επιθετικών πυραύλων των δυο χωρών. Νίξον και Μπρέζνιεφ χαρακτήρισαν τις συμφωνίες αυτές ως μια "νέα εποχή ειρηνικής συνύπαρξης".

Το 1972, μέσα στο οποίο έγιναν οι δυο πετυχημένες επισκέψεις του Νίξον σε Πεκίνο και Μόσχα, ήταν και χρονιά εκλογών. Η δημοτικότητα του Προέδρου βρισκόταν στα ύψη, οι αναλυτές αλλά και το επιτελείο του θεωρούσαν τη νίκη του δεδομένη, μιλώντας μάλιστα για "περίπατο". Οι Δημοκρατικοί έδωσαν στις 10 Ιουνίου το χρίσμα στον γερουσιαστή της Νότιας Ντακότα, Τζορτζ ΜακΓκόβερν, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ακολούθησαν τον Ιούλιο, επιλέγοντας φυσικά τον Νίξον. Οι εκλογές της 7ης Νοεμβρίου επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις, με έναν πραγματικό θρίαμβο για τον Νίξον, ο οποίος έφτασε το 60,7%, κερδίζοντας τις 48 από τις 50 πολιτείες (όλες, εκτός από την Μασαχουσέτη και την Περιφέρεια της Κολούμπια). Η νέα τετραετία ξεκινούσε κυριαρχικά για τον "Tricky Dick". Ή μήπως όχι; Μια μικρή "σκιά" από τον Ιούνιο του 1972, απειλούσε να εξελιχθεί σε πολιτικό τυφώνα που θα παράσερνε τα πάντα στο πέρασμά του. Το όνομα αυτής; Watergate... 

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ "WATERGATE"  

Να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι το σκάνδαλο πήρε το όνομά του από το κτιριακό συγκρότημα "Watergate" στην Ουάσινγτον, το οποίο στέγαζε ένα ξενοδοχείο και γραφεία. Εκεί είχε την έδρα του το Δημοκρατικό κόμμα το 1972, εκεί συνέβησαν τα γεγονότα που οδήγησαν δυο χρόνια αργότερα στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον. Όλα ξεκίνησαν τη νύχτα της 17ης Ιουνίου του 1972, όταν ένας από τους φύλακες του κτιρίου, ο Φρανκ Γουίλς, παρατήρησε ότι οι σύρτες σε κάποιες πόρτες που οδηγούσαν από το υπόγειο γκαράζ σε διάφορα γραφεία των επάνω ορόφων, ήταν καλυμμένοι με κολλητική ταινία, έτσι ώστε να κλείνουν, αλλά να μην κλειδώνουν. Αμέσως τις αφαίρεσε, αλλά όταν μετά από κάποια ώρα πέρασε από τον ίδιο χώρο, είδε ότι οι κολλητικές ταινίες είχαν τοποθετηθεί εκ νέου.

Ο Γουίλς ειδοποίησε τότε την αστυνομία, αναφέροντας ότι πιθανότατα βρισκόταν σε εξέλιξη διάρρηξη στο κτίριο. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα περιπολικό σταμάτησε έξω από το "Watergate" και τρεις αστυνομικοί, ντυμένοι ως χίπιδες, μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν την έρευνα. Τελικά, μέσα στα γραφεία του Δημοκρατικού κόμματος στον 6ο όροφο, βρήκαν πέντε άνδρες, οι οποίοι φωτογράφιζαν και έκλεβαν έγγραφα, ενώ παγίδευαν και τις τηλεφωνικές συσκευές τοποθετώντας κοριούς. Οι συληφθέντες ήταν οι Τζέιμς Μακόρντ (πρώην μυστικός πράκτορας της CIA και επικεφαλής της ασφάλειας του Νίξον για την προεκλογική καμπάνια του 1972), Μπέρναρντ Μπάρκερ (πρώην πράκτορας της CIA), Φρανκ Στέρτζις (πρώην μυστικός πράκτορας της CIA), Βιρχίλιο Γκονσάλες (Κουβανός αντικαθεστωτικός) και Εουχένιο Μαρτίνες (Κουβανός αντικαθεστωτικός). 

ΟΙ "WHITE HOUSE PLUMBERS" ΤΟΥ ΝΙΞΟΝ 

Πάνω τους βρέθηκαν 5.300 δολάρια σε χαρτονομίσματα των 100, αρκετά από τα οποία είχαν συνεχόμενους σειριακούς αριθμούς, ένας φορητός δέκτης βραχέων κυμάτων, με τον οποίο μπορούσαν να παρακολουθούν τη συχνότητα της αστυνομίας, 40 καρούλια ανεμφάνιστων φιλμ, δυο κάμερες 35 mm και τρεις εκτοξευτές δακρυγόνων σε μέγεθος στυλό. Οι πέντε άνδρες ήταν μέλη των περίφημων "White House Plumbers", των "υδραυλικών" δηλαδή του Λευκού Οίκου, όπως ονομαζόταν η ομάδα που είχε συσταθεί για να αναλαμβάνει τις "βρωμοδουλειές" του Νίξον. Επικεφαλής των "plumbers" ήταν ο Ντέιβιντ Γιάνγκ, δικηγόρος και διορισμένος ως ειδικός συνεργάτης στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και ο Έτζιλ Κρόου, επίσης δικηγόρος και επικεφαλής της ειδικής ανακριτικής ομάδας του Λευκού Οίκου σε θέματα διαρροών προς τον Τύπο.

Εμπνευστής των "υδραυλικών", ήδη από το καλοκαίρι του 1971, ήταν ο Τζον Έρλιχμαν, σύμβουλος του Νίξον σε θέματα που αφορούσαν εσωτερικές υποθέσεις του κράτους. Δυο ακόμα σημαντικά "στελέχη" εκείνης της ομάδας, ήταν ο Χάουαρντ Χαντ, πράκτορας της CIA και ο Γκόρντον Λίντι, δικηγόρος και πράκτορας του FBI. Ο Λίντι ήταν αυτός που ενημέρωσε το επόμενο πρωί της σύλληψης των πέντε, τον Λευκό Οίκο και τους έμπιστους ανθρώπους του Προέδρου και αμέσως ξεκίνησε μια τεράστια προσπάθεια συγκάλυψης, ώστε να μη συνδεθεί σε καμία περίπτωση το όνομα του Νίξον με τα όσα είχαν συμβεί στα γραφεία των Δημοκρατικών. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο χρόνος άρχισε να μετράει πλέον αντίστροφα για τον πρόεδρο των ΗΠΑ. 

Η ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΞΟΝ, ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ  

Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει, είναι γιατί ο Νίξον, έχοντας στο ενεργητικό του τις δυο ιστορικές επισκέψεις στο Πεκίνο και τη Μόσχα, με τη δημοτικότητά του να κινείται σε πολύ υψηλά νούμερα, με τους αναλυτές να προβλέπουν όχι απλά νίκη, αλλά θρίαμβο στις επερχόμενες εκλογές (όπως και συνέβη) και με το Δημοκρατικό κόμμα να παρουσιάζεται διαιρεμένο και ουσιαστικά χωρίς την παραμικρή προοπτική νίκης, θέλησε να διακινδυνεύσει τα πάντα, ενεργοποιώντας τους "υδραυλικούς", με μοναδικό όφελος την υποκλοπή των συνομιλιών των αντιπάλων του; Η απάντηση είναι απλή. Ο Νίξον, εκτός από εμμονικός, εκδικητικός, κυκλοθυμικός, μυστικοπαθής και μικροπρεπής, ήταν και αφάνταστα ανασφαλής.

Θεωρούσε ότι οι Δημοκρατικοί σχεδίαζαν "βρώμικο" πόλεμο εναντίον του, έβλεπε παντού σκευωρίες και ίντριγκες που είχαν στόχο τον ίδιο και ήταν σίγουρος ότι το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ ήθελε να τον βγάλει από τη μέση. Επιστρέφοντας στα γεγονότα της ιστορίας μας, λίγο μετά τη σύλληψη των πέντε, η αστυνομία συνέλαβε και τους Χαντ και Λίντι, οι οποίοι αποδείχτηκε ότι συντόνιζαν τη διάρρηξη στα γραφεία του Δημοκρατικού κόμματος από το ξενοδοχείο "Howard Johnson's", το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτιριακό συγκρότημα του "Watergate". Οι επτά δικάστηκαν από Ομοσπονδιακό δικαστήριο με πρόεδρο τον δικαστή Τζον Σιρίκα, με τις κατηγορίες της συνωμοσίας, της κλοπής και της παραβίασης των ομοσπονδιακών νόμων σχετικά με τις υποκλοπές. Όλοι τους καταδικάστηκαν τον Ιανουάριο του 1973 και εξέτισαν ποινές φυλάκισης. 

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ WATERGATE & ΝΙΞΟΝ 

Το μεγάλο πρόβλημα όμως για τον Νίξον, ήταν ότι το όνομα του Χαντ συνδεόταν άμεσα με τον Λευκό Οίκο. Εκεί ήταν που ο Τζον Έρλιχμαν διέταξε τον Τζον Ντιν (δικηγόρο και επίσης σύμβουλο του προέδρου) να εξαφανίσει ό,τι υπήρχε μέσα στο προσωπικό ντουλάπι του Χαντ στον Λευκό Οίκο. Πράγματι, ο Ντιν, αλλά και ο Λιούις Πάτρικ Γκρέι, αναπληρωτής διευθυντής του FBI, κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μέσα στο ντουλάπι, μαζί και κάθε πιθανή απόδειξη συνενοχής του Νίξον στο Watergate. Ο εισαγγελέας που είχε αναλάβει την έρευνα για τη διάρρηξη, Τζέιμς Νιλ, είχε πειστεί αρχικά ότι ο πρόεδρος δεν είχε ιδέα για τα όσα είχαν συμβεί στα γραφεία των Δημοκρατικών. Είχε παρουσιάσει μάλιστα ως αποδεικτικό στοιχείο, καταγεγραμμένη συνομιλία ανάμεσα στον Νίξον και τον προσωπάρχη του, Μπομπ Χάλντεμαν, όπου ο Ντικ ακουγόταν να τον ρωτάει: "who was the asshole that did that?"

Όμως, στην πραγματικότητα, ο Νίξον είχε διατάξει τον Χάντελμαν, να μπλοκάρει την έρευνα του FBI σχετικά με το ποιος ήταν εκείνος που είχε χρηματοδοτήσει τη διάρρηξη. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ρον Ζίγκλερ, γραμματέας του γραφείου Τύπου του προέδρου, υποβάθμισε το συμβάν στα γραφεία των Δημοκρατικών χαρακτηρίζοντάς το ως "απόπειρα διάρρηξης τρίτης κατηγορίας". Στις 29 Αυγούστου, ο ίδιος ο Νίξον, σε συνέντευξη Τύπου, διαβεβαίωσε ότι είχε διεξαχθεί έρευνα σε βάθος για το συμβάν από τον Τζον Ντιν, κάτι όμως που ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο ψέμα. Ο πρόεδρος είχε καταλήξει λέγοντας: "Μπορώ να πω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι κανείς από το προσωπικό του Λευκού Οίκου, κανείς από αυτή την κυβέρνηση, δεν έχει εμπλακεί σε αυτό το πολύ παράξενο περιστατικό". 

ΜΠΟΜΠ ΓΟΥΝΤΓΟΥΟΡΝΤ ΚΑΙ ΚΑΡΛ ΜΠΕΡΝΣΤΙΝ 

Ενώ όμως συνέβαιναν όλα αυτά, συνεχόμενα άρθρα στην εφημερίδα Washington Post, ήδη από τις πρώτες μέρες μετά τη διάρρηξη, επικαλούμενα μια "ανώνυμη πηγή" και τα οποία υπέγραφαν οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν, έφερναν στο φως πληροφορίες τόσο για τη διάρρηξη, όσο και για την προσπάθεια συγκάλυψης που γινόταν από τον Λευκό Οίκο. Παρόμοια δημοσιεύματα υπήρχαν και στην Washington Daily News, τους New York Times, αλλά και στο περιοδικό Time. Παράλληλα, άλλες εφημερίδες, όπως οι Los Angeles Times και η Washington Star News, είτε αγνοούσαν τη μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία των Γούντγουορντ και Μπέρνστιν, είτε δημοσίευαν δικά τους άρθρα, με τα οποία σκοπίμως αμφισβητούσαν την εγκυρότητα των άρθρων της Post.

Οι αποκαλύψεις της Post συνεχίστηκαν με καταιγιστικό ρυθμό (η εφημερίδα, μόνο μέχρι το τέλος του 1972, είχε δημοσιεύσει πάνω από 200 σχετικά άρθρα), ενώ οι δυο δημοσιογράφοι της, είχαν δώσει στην ανώνυμη πηγή τους, το παρατσούκλι "Deep Throat", δηλαδή "βαθύ λαρύγγι". Τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα και έδειχναν ότι η επιχειρούμενη συγκάλυψη έφτανε πολύ ψηλά, από το FBI και τη CIA μέχρι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον Λευκό Οίκο. Χρειάστηκε να περάσουν 33 ολόκληρα χρόνια, για να γίνει γνωστή η ταυτότητα της πηγής της Washington Post. Ήταν 31 Μαΐου του 2005, όταν από το περιοδικό Vanity Fair μάθαμε ότι το "βαθύ λαρύγγι" ήταν ο Γουίλιαμ Μαρκ Φελτ, αναπληρωτής διευθυντής του FBI την εποχή των γεγονότων του Watergate. 

ΜΑΡΚ ΦΕΛΤ, ΤΟ "ΒΑΘΥ ΛΑΡΥΓΓΙ" ΤΗΣ WASHINGTON POST  

Την επόμενη ημέρα, 1η Ιουνίου του 2005, ο Μπομπ Γούντγουορντ επιβεβαίωσε την αποκάλυψη. Οι δυο τους, Φελτ και Γούντγουορντ, είχαν συναντηθεί αρκετές φορές μυστικά, πάντοτε σε ένα υπόγειο πάρκινγκ στο Ρόσλιν της Βιρτζίνια (στα σύνορα με το Washington DC, στην άλλη όχθη του ποταμού Ποτόμακ), στη χρονική περίοδο από τον Ιούνιο του 1972 μέχρι τον Ιανουάριο του 1973. Ήταν ο Φελτ εκείνος που είχε μιλήσει στον Γούντγουορντ για την ανάμιξη του Χάουαρντ Χαντ στη διάρρηξη του Watergate, αλλά και για το πόσο πολύ είχε ανησυχήσει ο Λευκός Οίκος για τις πιθανές επιπτώσεις του σκανδάλου στον ίδιο τον Νίξον. Επίσης, ο Φελτ είχε προειδοποιήσει τον Γούντγουορντ, ότι το FBI είχε "λυσσάξει" να μάθει την πηγή της Post και των υπόλοιπων εφημερίδων και περιοδικών που δημοσίευαν συνεχώς καινούργιες πληροφορίες για το θέμα.

Ο Λευκός Οίκος πάντως, είχε συγκεντρώσει τα "πυρά" του αποκλειστικά εναντίον της Post, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα δημοσιεύματα, θέλοντας να απομονώσει τελείως τους Γούντγουορντ και Μπέρνστιν. Όμως οι αποκαλύψεις είχαν πάρει πλέον τη μορφή χιονοστιβάδας. Όταν έγινε γνωστό πως ένας από τους καταδικασθέντες διαρρήκτες των γραφείων των Δημοκρατικών, είχε στείλει επιστολή στον δικαστή Σιρίκα, ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια συγκάλυψης της συνενοχής του Νίξον, ο Τύπος άλλαξε στάση και άρχισε να σφίγγει ακόμα περισσότερο τον κλοιό γύρω από τον πρόεδρο. Το περιοδικό Time είχε γράψει χαρακτηριστικά ότι "ο Νίξον περνούσε καθημερινά μια κόλαση". 

POST ΚΑΙ FBI ΙΧΝΗΛΑΤΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ 

Στο μεταξύ, η Post, πέρα από τις πληροφορίες που έπαιρνε ο Γούντγουορντ από τον Φελτ, είχε ξεκινήσει και την "ιχνηλάτηση" του χρήματος. Ήδη από τον Αύγουστο του 1972, ένα τσεκ 25.000 δολαρίων είχε βρεθεί κατατεθειμένο σε λογαριασμούς ενός από τους πέντε διαρρήκτες του Watergate, του Μπέρναρντ Μπάρκερ. Στη συνέχεια, το FBI είχε ανακαλύψει ότι αυτά τα χρήματα προέρχονταν από δωρεά του Κένεθ Ντάλμπεργκ προς την προεκλογική καμπάνια του Νίξον. Η έρευνα έδειξε δεκάδες επιταγές που είχαν κατατεθεί σε διαφορετικούς λογαριασμούς του Μπάρκερ και άλλων "υδραυλικών", μέσω ενός "λαβύρινθου" περίεργων "διαδρομών", να ξεκινούν συνεχώς από συνεργάτες του Νίξον.

Τότε ήταν που η Post δημοσίευσε (29/9/1972), ότι ο επικεφαλής της εκστρατείας για την επανεκλογή του προέδρου, Τζον Μίτσελ, όσο ακόμα κατείχε τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ (από τον Ιανουάριο του 1969 μέχρι τον Μάρτιο του 1972), διαχειριζόταν ένα μυστικό ρεπουμπλικανικό ταμείο, για να χρηματοδοτεί τη συλλογή πληροφοριών κατά των Δημοκρατικών. Δέκα μέρες αργότερα, η Post επανήλθε, αναφέροντας ότι το FBI είχε καταλήξει πως η διάρρηξη στο Watergate, ήταν μέρος μιας τεράστιας εκστρατείας πολιτικής κατασκοπείας και δολιοφθοράς για λογαριασμό της επιτροπής επανεκλογής του Νίξον. Όπως ήδη γράψαμε και πιο πάνω, όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον θρίαμβο του Νίξον στις εκλογές του Νοεμβρίου και την ανανέωση της θητείας του για τέσσερα ακόμα χρόνια. 

Ο ΝΙΞΟΝ "ΠΑΡΑΙΤΕΙ" ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ 

Επειδή όμως, παρά τη νίκη του, οι έρευνες και οι δημοσιεύσεις συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό, ο Νίξον αποφάσισε να "δημιουργήσει" μια νέα συνωμοσία, για να καλύψει την πρώτη. Στις 17 Απριλίου του 1973, ο Τζον Ντιν ανακοίνωσε στον πρόεδρο ότι συνεργαζόταν με το νομικό τμήμα του Λευκού Οίκου, το οποίο νομικό τμήμα, αργότερα την ίδια μέρα, ενημέρωσε τον Νίξον ότι οι Ντιν, Χάλντεμαν, Έρλιχμαν και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, ήταν ανακατεμένοι στη συγκάλυψη του σκανδάλου. Στις 30 Απριλίου, ο Νίξον ζήτησε την παραίτηση των Χάλντεμαν και Έρλιχμαν, δυο εκ των πιο στενών του συνεργατών (αμφότεροι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση το 1976). Επίσης ζήτησε την παραίτηση του Γενικού Εισαγγελέα Ρίτσαρντ Κλάιντινστ (που ένα χρόνο νωρίτερα είχε διαδεχτεί τον Μίτσελ).

Συνεχίζοντας το "ξεκαθάρισμα", ο Νίξον απέλυσε τον Τζον Ντιν, ενώ διόρισε ως νέο Γενικό Εισαγγελέα τον Έλιοτ Ρίτσαρντσον, από τον οποίο ζήτησε να ορίσει έναν ανεξάρτητο ειδικό σύμβουλο για να αναλάβει τη σχετική με το Watergate έρευνα (αυτός ήταν τελικά ο νομικός Άρτσιμπαλντ Κοξ). Ήδη από τον Φεβρουάριο του 1973, η αμερικανική Γερουσία είχε εγκρίνει ομόφωνα τη δημιουργία μιας ειδικής επιτροπής που θα ερευνούσε το Watergate, με πρόεδρο τον γερουσιαστή της Βόρειας Καρολίνας, Σαμ Έρβιν. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής (από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 1973), μεταδόθηκαν ζωντανά από τα τρία μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα της εποχής, το ABC, το NBC και το CBS. Υπολογίστηκε ότι το 85% των Αμερικανών πολιτών που διέθεταν τηλεόραση, παρακολούθησαν τουλάχιστον ένα μέρος των ακροάσεων. 

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ  

Τη Δευτέρα 16 Ιουλίου του 1973, κατά τη διάρκεια μιας εκ των ακροάσεων της επιτροπής (που μεταδιδόταν ζωντανά από την τηλεόραση), ο εργαζόμενος ως βοηθός στον Λευκό Οίκο, Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ, ρωτήθηκε αν υπήρχε στον Λευκό Οίκο κάποιο είδος συστήματος ηχογραφήσεων. Ο Μπάτερφιλντ αποκάλυψε ότι πρόσφατα είχε εγκατασταθεί ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο αυτόματα ηχογραφούσε κάθε συνομιλία στο Οβάλ Γραφείο, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά και σε άλλους χώρους, όπως στο ιδιωτικό γραφείο του Νίξον, στο παρακείμενο του Λευκού Οίκου κτίριο "Old Executive Office Building". Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η έρευνα για το σκάνδαλο Watergate πήρε τελείως άλλη τροπή.

Ο ανεξάρτητος ειδικός σύμβουλος, Κοξ, ζήτησε αμέσως να κλητευθούν οι μαγνητοταινίες, το ίδιο απαίτησε και η Γερουσία, αλλά ο Νίξον αρνήθηκε να τις παραδώσει, επικαλούμενος το εκτελεστικό του προνόμιο (σιωπηρή εξουσία του προέδρου των ΗΠΑ, να αποκρύπτει από το Κογκρέσο και τα δικαστήρια, πληροφορίες που έχουν ζητηθεί ή κλητευθεί). Παράλληλα, διέταξε τον Κοξ να αποσύρει την κλήτευση, όμως εκείνος αρνήθηκε. Το Σάββατο, 20 Οκτωβρίου του 1973, συνέβη μια σειρά γεγονότων, που έμειναν γνωστά ως η "σφαγή του Σαββατόβραδου" (Saturday night massacre). Εκείνη την ημέρα, ο Νίξον διέταξε τον Γενικό Εισαγγελέα Ρίτσαρντσον, να απολύσει τον Κοξ. Όμως ο Ρίτσαρντσον, αντί να εκτελέσει την εντολή, παραιτήθηκε.  

Τότε ο Νίξον διέταξε τον αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα, Γουίλιαμ Ράκελσχαους, να απολύσει τον Κοξ, όμως και εκείνος προτίμησε να παραιτηθεί παρά να υπακούσει. Η έρευνα του Νίξον να βρει κάποιον στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, που θα ήταν διατεθειμένος να απολύσει τον Κοξ, κατέληξε στον Γενικό Δικηγόρο των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Μπορκ, ο οποίος δήλωσε ότι θεωρούσε τη διαταγή του προέδρου καταρχήν έγκυρη και νόμιμη. Πράγματι, ο Μπορκ εκτέλεσε την προεδρική εντολή και απέλυσε τον Κοξ. Αυτές οι ενέργειες του Νίξον, προκάλεσαν τη δημόσια κατακραυγή. Τον Νοέμβριο του 1973, μπροστά σε 400 αρχισυντάκτες του Associated Press, ο πρόεδρος δήλωσε εμφατικά ότι "δεν ήταν απατεώνας". Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Μπορκ είχε ορίσει ως νέο ανεξάρτητο ειδικό σύμβουλο για την έρευνα του Watergate, τον νομικό Λίον Τζαβόρσκι.

Να ανοίξουμε εδώ μια σύντομη παρένθεση για να πούμε ότι στις 10 Οκτωβρίου του 1973, δέκα μέρες πριν τη "σφαγή του Σαββατόβραδου", ο Νίξον είχε "χάσει" και τον αντιπρόεδρό του. Ο Σπύρο Άγκνιου είχε κατηγορηθεί από τα αμερικανικά δικαστήρια για εγκληματική συνωμοσία, δωροδοκία, εκβιασμό και φορολογική απάτη (κατασκευαστικές εταιρείες είχαν αποκαλύψει ότι τον είχαν δωροδοκήσει), όμως μετά από συμφωνία, η επίσημη κατηγορία είχε περιοριστεί στη φοροδιαφυγή, την οποία και αποδέχτηκε. Αυτό τον υποχρέωσε να υποβάλλει την παραίτησή του στον Νίξον, ο οποίος την έκανε αποδεκτή, διορίζοντας στη θέση του τον Τζέραλντ Φορντ. Κλείνουμε την παρένθεση και επιστρέφουμε στα του Watergate. 

ΧΑΡΤΙΑ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ 

Την 1η Μαρτίου του 1974, ένα συμβούλιο ενόρκων στην Ουάσινγκτον, παρέπεμψε σε δίκη επτά πρώην συνεργάτες του Νίξον, που έμειναν γνωστοί ως οι "επτά του Γουότεργκεϊτ" ("Watergate seven"). Επρόκειτο για τους - ήδη γνωστούς - Μπομπ Χάλντεμαν, Τζον Έρλιχμαν και Τζον Μίτσελ, αλλά και τους Τσαρλς Κόλσον (ειδικό σύμβουλο του Νίξον), Γκόρντον Στράχαν (βοηθό του Χάλντεμαν), Ρόμπερτ Μάρντιαν (υπάλληλο του Λευκού Οίκου) και Κένεθ Πάρκινσον (μέλους της επιτροπής επανεκλογής του Νίξον), με την κατηγορία της συνωμοσίας για συγκάλυψη του σκανδάλου Watergate. Την ίδια χρονική περίοδο, η κυβέρνηση προσπαθούσε να καταλήξει στο υλικό που θα παρέδιδε στις αρχές. Όλες οι πλευρές συμφωνούσαν ότι έπρεπε να δημοσιοποιηθούν όλες οι σχετικές πληροφορίες.

Κάποιοι όμως υποστήριζαν ότι καλό θα ήταν να αφαιρεθούν τα αποσπάσματα που περιείχαν ακατάσχετη βωμολοχία και χυδαίες εκφράσεις. Η νομική ομάδα του Νίξον επέμενε ότι οι απομαγνητοφωνήσεις έπρεπε να παραδοθούν χωρίς επεξεργασία, όμως ο Ρον Ζίγκλερ (γραμματέας του Γραφείου Τύπου του προέδρου) αποφάσισε τελικά να διαγραφούν τα "ακατάλληλα" σημεία. Ήταν ο ίδιος ο Νίξον εκείνος που ανακοίνωσε τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου των μαγνητοταινιών, σε διάγγελμά του προς τον αμερικανικό λαό στις 29 Απριλίου του 1974, τονίζοντας πάντως πως οποιοδήποτε απόσπασμα που σχετιζόταν με πληροφορίες που αφορούσαν την εθνική ασφάλεια, είχε αφαιρεθεί. Αρχικά, η αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν θετική απέναντι στην τοποθέτηση του προέδρου.  

Όμως καθώς περνούσαν οι μέρες και οι πολίτες διάβαζαν στον Τύπο τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, το κλίμα άρχισε να αλλάζει και πολλοί ήταν εκείνοι - πολίτες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί - που ζητούσαν πλέον την παραίτηση του Νίξον, ακόμα και την παραπομπή του. Τα βέλη μάλιστα έρχονταν από το ίδιο το στρατόπεδο του προέδρου. Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Χιού Σκοτ, δήλωσε ότι όσα διάβασε, αποκάλυπταν μια αξιοθρήνητη, αηδιαστική, άθλια και ανήθικη "παράσταση" του Νίξον και των πρώην συνεργατών του, ενώ ο ομόλογός του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Τζον Τζέικομπ Ρόουντς, συμφώνησε με τα λεγόμενα του Σκοτ, προσθέτοντας ότι ο Νίξον θα έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο της παραίτησης.

Η Chicago Tribune, μια από τις εφημερίδες που είχε στηρίξει για μήνες τον πρόεδρο, έγραφε πλέον ότι "ο Νίξον είναι απάνθρωπος, δόλιος, βέβηλος, καχύποπτος για το προσωπικό του και η αφοσίωσή του είναι ελάχιστη". Από την πλευρά της, η Providence Journal, συνέχιζε στην ίδια σκληρή γραμμή: "Η ανάγνωση των συνομιλιών είναι μια εμετική εμπειρία, όταν την ολοκληρώνεις, νιώθεις βρώμικος". Το πρόβλημα όμως δεν είχε λυθεί με τη δημοσιοποίηση των απομαγνητοφωνήσεων, αφού ο Νίξον συνέχιζε να αρνείται κάθετα την παράδοση στο FBI των ίδιων των μαγνητοταινιών. Ήταν προφανές πως όλοι υποψιάζονταν ότι ο πρόεδρος και οι συνεργάτες του είχαν αποκρύψει το σημαντικότερο - και ενοχοποιητικό για τους ίδιους - μέρος των ηχογραφήσεων. 

ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΖΕΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ 

Έτσι λοιπόν, το θέμα έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο στις 24 Ιουλίου του 1974 αποφάσισε ομόφωνα (8-0) ότι το εκτελεστικό προνόμιο του προέδρου (που είχε επικαλεστεί ο Νίξον) δεν ίσχυε στο θέμα των μαγνητοταινιών. Αυτό σήμαινε ότι ο Νίξον ήταν πλέον υποχρεωμένος να παραδώσει το αυθεντικό ηχητικό υλικό στον ειδικό εισαγγελέα, κάτι που συνέβη έξι μέρες μετά, στις 30 Ιουλίου. Ένα σημείο κλειδί στην όλη υπόθεση, ήταν η συνομιλία που αποκαλύφθηκε ότι είχαν ο Νίξον και ο Τζον Ντιν στις 21 Μαρτίου του 1973. Εκεί, ο Ντιν είχε συνοψίσει όλες τις πτυχές του σκανδάλου Watergate, εστιάζοντας στην επιχείρηση συγκάλυψής του και χαρακτηρίζοντάς το ως "καρκίνωμα στην προεδρία".

Στην ίδια συνομιλία, ο Ντιν ακουγόταν να λέει στον Νίξον ότι στο "κουκούλωμα" της υπόθεσης ήταν ανακατεμένοι ο ίδιος, ο Χάλντεμαν, ο Έρλιχμαν και ο Μίτσελ, περιγράφοντας όλο αυτό ως παρακώλυση της δικαιοσύνης, ενώ έκανε ευθείες αναφορές στα χρήματα που είχαν πάρει οι "υδραυλικοί", αλλά και σε αυτά που ζητούσε ο Χάουαρντ Χαντ (πρώην πράκτορας της CIA και "υδραυλικός"), εκβιάζοντας τον Λευκό Οίκο για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Ο Νίξον είχε απαντήσει ότι τα χρήματα έπρεπε να δοθούν στον Χάντ, όμως το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν ότι ο πρόεδρος είχε υποστηρίξει πως εκείνη τη μέρα, σε εκείνη τη συζήτηση, είχε ενημερωθεί για πρώτη φορά για το σκάνδαλο Watergate.  

Μαζί με μια ακόμα συνομιλία, εκείνη της 1ης Αυγούστου του 1973, όπου ο Νίξον έλεγε στον Χάντελμαν να πληρώσει όσους "εργάζονταν" για τη συγκάλυψη, η επιτροπή της Γερουσίας είχε πλέον τις αποδείξεις ότι ο πρόεδρος όχι μόνο γνώριζε για το σκάνδαλο, αλλά ήταν και ο ίδιος που έδινε τις εντολές για να δοθούν οι αμοιβές στους "ενδιαφερόμενους". Μέχρι τότε, κάποιοι από την επιτροπή ισχυρίζονταν ότι πιθανή απαγγελία κατηγορίας εναντίον του προέδρου, απαιτούσε ποινικό αδίκημα. Η συμφωνία του Νίξον (με τον Ντιν) να πραγματοποιήσει τις πληρωμές εκβιασμού, αλλά και η εντολή να πληρωθούν οι συνωμότες, θεωρήθηκαν πράξεις παρακώλυσης της δικαιοσύνης.

Σε μια άλλη μαγνητοταινία, οι ερευνητές βρήκαν ότι είχε σβηστεί ένα ηχητικό απόσπασμα διάρκειας 18,5 λεπτών. Την ευθύνη ανέλαβε η ιδιαιτέρα του Νίξον, Ρόουζ Μέρι Γουντς, η οποία υποστήριξε ότι είχε σβήσει άθελά της την ταινία, πατώντας ένα λάθος κουμπί, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Η θέση του Νίξον γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Στις 27 Ιουλίου του 1974, η δικαστική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ψήφους 27-11, εισηγήθηκε το πρώτο άρθρο μομφής κατά του προέδρου, αυτό για παρακώλυση της δικαιοσύνης. Δυο μέρες μετά εισηγήθηκε το δεύτερο άρθρο, για κατάχρηση εξουσίας και 24 ώρες αργότερα, εισηγήθηκε και το τρίτο, αυτό της περιφρόνησης του Κογκρέσου. Οι διαδικασίες παραπομπής σε δίκη και καθαίρεσης του Νίξον από το αξίωμά του, είχαν ξεκινήσει και επίσημα. 

Η ΜΑΓΝΗΤΟΤΑΙΝΙΑ "SMOKING GUN", ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ ΤΟΥ ΝΙΞΟΝ

Στις 5 Αυγούστου του 1974, ο Λευκός Οίκος δημοσιοποίησε μια ακόμα μαγνητοταινία, η ύπαρξη της οποίας αγνοείτο μέχρι τότε, με ημερομηνία 23 Ιουνίου του 1972, δηλαδή έξι μόλις μέρες μετά τη διάρρηξη στα γραφεία των Δημοκρατικών. Σε αυτό το ηχητικό, συνομιλούσαν ο Νίξον και ο Χάλντεμαν στο Οβάλ Γραφείο, προσπαθώντας να βρουν τρόπο ώστε να σταματήσουν το FBI από το να συνεχίσει την έρευνα, ακριβώς επειδή ανησυχούσαν ότι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί η συμμετοχή τους στο σκάνδαλο. Αφού ο Χάντελμαν είχε εξηγήσει πρώτα στον Νίξον πώς θα βγουν τα χρήματα από το ταμείο της Επιτροπής για την επανεκλογή του προέδρου (CRP) ώστε να πληρωθούν οι "υδραυλικοί", στη συνέχεια του παρουσίασε το σχέδιο της συγκάλυψης.

Πριν γίνει γνωστό το συγκεκριμένο ηχητικό, ο Νίξον είχε μείνει σταθερός στη θέση του ότι δεν γνώριζε το παραμικρό για το Watergate πριν την 21η Μαρτίου του 1973, όταν είχε ενημερωθεί - υποτίθεται για πρώτη φορά - από τον Ντιν. Με τη δημοσιοποίηση όμως της συγκεκριμένης μαγνητοταινίας (η οποία ονομάστηκε από τον Ρεπουμπλικάνο βουλευτή Μπάρμπερ Κόναμπλ, "smoking gun", δηλαδή "καπνισμένη κάννη"), γινόταν πλέον φανερό ότι ο Νίξον ήξερε τα πάντα από την αρχή. Ήταν τότε που οι δικηγόροι του πείστηκαν ότι "ο Πρόεδρος έλεγε ψέματα στο έθνος, στους πιο κοντινούς του συνεργάτες και φυσικά στους ίδιους επί δύο χρόνια". Η μαγνητοταινία "Smoking gun" αποδείχτηκε η πολιτική καταστροφή του Νίξον.

Αμέσως μετά, ακόμα και οι λίγοι Ρεπουμπλικάνοι που είχαν στηρίξει μέχρι τότε τον πρόεδρο, ανακοίνωσαν δημόσια ότι πλέον θα ψήφιζαν τόσο την παραπομπή του Νίξον σε δίκη, όσο και την καθαίρεσή του από το αξίωμα. Το απόγευμα της 7ης Αυγούστου, οι επικεφαλής Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, Ρόουντς και Σκοτ, μαζί με τον γερουσιαστή Γκόλντγουοτερ, συναντήθηκαν με τον Νίξον στο Οβάλ Γραφείο και του ανακοίνωσαν ότι το κόμμα είχε αποσύρει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό του. Ο Ρόουντς του είπε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα ψήφιζε υπέρ της παραπομπής του, ενώ οι άλλοι δυο συμπλήρωσαν ότι και η Γερουσία θα τον καταδίκαζε στη δική της ψηφοφορία. Το επόμενο πρωί, ο Νίξον, για να αποφύγει την παραπομπή σε δίκη και την καθαίρεση, αποφάσισε να παραιτηθεί.

Το ίδιο βράδυ, της 8ης Αυγούστου του 1974, ο Νίξον απηύθυνε το τελευταίο του διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, λέγοντας ότι από την επομένη θα έπαυε να είναι πρόεδρος. Και κάπως έτσι, το πρωί της 9ης Αυγούστου, ο ίδιος και η οικογένειά του, επιβιβάστηκαν σε ένα στρατιωτικό ελικόπτερο και αφού αποχαιρέτησαν το προσωπικό του Λευκού Οίκου στην Ανατολική Πτέρυγα, αναχώρησαν με προορισμό την Καλιφόρνια. Ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, που ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, έναν μήνα μετά, στις 8 Σεπτεμβρίου, απένειμε χάρη στον Νίξον, λέγοντας ότι αυτή η απόφασή του είχε παρθεί με μοναδικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Ο Νίξον συνέχισε να υπερασπίζεται την αθωότητά του μέχρι τον θάνατό του, το 1994. Το σκάνδαλο Watergate είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή σε δίκη 69 κυβερνητικών αξιωματούχων, εκ των οποίων οι 49 βρέθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. 

ALL THE PRESIDENT'S MEN 

Το 1973, η Washington Post βραβεύτηκε με το Pulitzer δημοσιογραφίας, για την σε βάθος έρευνά της στο σκάνδαλο του Watergate. Τον Απρίλιο του 1976 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Άλαν Πακούλα με τίτλο "All the president's men" (ελληνικός τίτλος: "Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου"), πολιτικό θρίλερ που ήταν βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο των Γούντγουορντ και Μπέρνστιν. Τους ρόλους των δυο δημοσιογράφων της Washington Post, ενσάρκωσαν στο φιλμ οι Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν. Η ταινία διεκδίκησε 8 βραβεία Όσκαρ και τελικά κέρδισε τέσσερα, ανάμεσά τους αυτά του καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου (Γουίλιαμ Γκόλντμαν) και του β' ανδρικού ρόλου (Τζέισον Ρόμπαρντς για τον ρόλο του αρχισυντάκτη της Post).

Πέρα και πάνω όμως από όλα αυτά, το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, από τη μια ξεγύμνωσε τελείως το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, δείχνοντας τον κυνισμό της εξουσίας και των ανθρώπων της όταν αυτοί αποφασίζουν να κάνουν δόγμα τους το "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα" προκειμένου να παραμείνουν στις θέσεις τους, αδιαφορώντας για τη νομιμότητα, τη διαφάνεια και την αλήθεια, από την άλλη όμως ανέδειξε σε όλο της το μεγαλείο τη δύναμη της αδέσμευτης, ανεπηρέαστης, ανεξάρτητης και τελικά αδιάφθορης ερευνητικής δημοσιογραφίας, που ως "τέταρτη εξουσία" έχει την ευθύνη να επιτελεί το έργο της, να ελέγχει και να βγάζει στη φόρα τα άπλυτα κάθε διακυβέρνησης, που στο όνομα της "εθνικής ασφάλειας", αφήνει ασύδοτες τις εκάστοτε μυστικές υπηρεσίες να δρουν ανενόχλητες, υπόγεια, παράνομα και καταχρηστικά.

Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που ξεκίνησε η συνωμοσία του Watergate και 48 από τότε που οι αποκαλύψεις υποχρέωσαν τον Νίξον να παραιτηθεί. Αυτό το σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων, της παραβίασης της ιδιωτικότητας και της θρασύτατης προσπάθειας να κουκουλωθεί, μάς αφήνει ένα συμπέρασμα: ότι μισό αιώνα μετά, σε όλο τον κόσμο αλλά και σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, είναι - δυστυχώς - πιο επίκαιρο από ποτέ. Και επειδή η ιστορία διδάσκει, η συλλογική μνήμη δεν επιτρέπεται να εφησυχάζει ούτε στιγμή.

* Βίντεο: Το τελευταίο διάγγελμα του Ρίτσαρντ Νίξον στον αμερικανικό λαό (8/8/1974) 



* Πηγές: washingtonpost.com, watergate.info, senate.gov, fbi.gov, cbsnews.com, nytimes.com, ertnews.gr, wiki

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail