Μη γλείφεις εκεί που φτύνεις", λέει ο θυμόσοφος λαός, αλλά από ό,τι φαίνεται, αυτό δεν πτοεί τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Από: capital.gr / Πέτρος Κράνιας
Ας ξεκινήσουμε με ένα μίνι ιστορικό background:
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Φετουλάχ Γκιουλέν αποτελούν και οι δύο "πνευματικά παιδιά" του Νετζμετίν Ερμπακάν. Ο Νετζμετίν Ερμπακάν, τον οποίο ο Ερντογάν συχνά χαρακτήρισε "μέντορα", έγινε ο πρώτος Ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1995, όταν κέρδισε το 21% των ψήφων και υπέγραψε συμφωνία συνασπισμού με κεντροδεξιό κόμμα. Οι δύο μαθητές του ήταν επί χρόνια συνεργάτες, μέχρι που άρχισε ο Γκιουλέν να αποζητά δάφνες εξουσίας και ο Τούρκος πρόεδρος άρχισε να απειλείται. Ο Ερντογάν διαχώρισε εαυτόν από τον "δάσκαλό" του και εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή με έναν λιγότερο αυστηρό ισλαμιστικό λόγο. Ο ισλαμισμός του έπρεπε να είναι συμβατός με τη δυτική δημοκρατική κουλτούρα και τον καπιταλισμό, ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε. Πέραν αυτών, στο ίδιο "ρεύμα" του πολιτικού Ισλάμ ανήκε επίσης ο επί μακρόν σύντροφος, Αμπντουλάχ Γκιουλ. Μέσω μιας αμφιλεγόμενης βουλευτικής εκλογικής αναμέτρησης το 2007, ο Γκιουλ έγινε πρόεδρος με τότε πρωθυπουργό, τον Ερντογάν. Έτσι, ο Ερντογάν και ο Γκιούλ, έτρεξαν το πρόγραμμα Ερμπακάν μαζί, όπως έκαναν και οι Πούτιν και Μεντβέντεφ. Το 2009, ο Ερντογάν διόρισε τον Αχμέτ Νταβούτογλου, έμπιστο του Γκιουλ, ως υπουργό εξωτερικών και το 2014 πρωθυπουργό. Ο τρίτος άνθρωπος στο hall of fame του Ερντογάν ήταν ο λαμπρός οικονομολόγος, Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος έγινε υπουργός Οικονομικών.
Το ανελέητο πογκρόμ, που εξαπολύθηκε εναντίον δεκάδων χιλιάδων υποστηρικτών του αυτοεξόριστου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν (και άλλων που βαφτίστηκαν τέτοιοι), αμέσως μετά την υποτιθέμενη απόπειρα πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου 2016, οδήγησε σε παράλυση πολλούς τομείς της χώρας. Ως ήταν αναμενόμενο, οι γκιουλενιστές αποτελώντας μία εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, είχαν παρεισφρήσει και στις Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας, καθώς ο στρατός, συνεχίζει να αποτελεί δύναμη εξουσίας στην Τουρκία, κατά συνέχεια των αρχών του Κεμάλ.
Απόρροια τούτου, οι τρομερές ελλείψεις που αντιμετωπίζει η Πολεμική Αεροπορία της Τουρκίας, έχουν αναγκάσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επαναφέρει στην υπηρεσία 600 πιλότους που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην οργάνωση του Γκιουλέν (FETÖ), η οποία χαρακτηρίζεται τρομοκρατική από το τουρκικό κράτος.
Και μάλιστα το τουρκικό κράτος, στην επιστολή, με την οποία τους ζητά να επιστρέψουν τους απειλεί με ένα "ειδεμή".
Στο παρελθόν είχε καταστεί γνωστή η βοήθεια την οποία είχε αιτηθεί από το Πακιστάν, για συνδρομή πιλότων, αίτημα στο οποίο η αδελφή-χώρα ανταποκρίθηκε χωρίς περιστροφές.
Η υποχρεωτική περίοδος υπηρεσίας πιλότου στην Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (TΗΚ) ήταν 15 χρόνια. Θα μπορούσαν να παραιτηθούν ή να αποσυρθούν από το στρατό όταν έληγε αυτό το χρονικό πλαίσιο. Πολλοί πιλότοι επέλεξαν αυτό το μονοπάτι πριν από τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Όταν έφυγαν από την TΗΚ, συνέχισαν να κάνουν το μόνο πράγμα που ήξεραν, δηλαδή να πετούν. Κάποιοι άρχισαν να εργάζονται στην Turkish Airlines και κάποιοι σε ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες όπως η Pegasus. Με άλλα λόγια, ήταν πλέον πολίτες και είχαν χαράξει μια νέα πορεία στη ζωή τους με τις οικογένειές τους.
Ήρθε η 15η Ιουλίου 2016, πέρασε και ήρθε η μέρα που οι πιλότοι δεν περίμεναν ποτέ. Η μέρα που έλαβαν επιστολή, σύμφωνα με τον Barış Pehlivan, της Cumhuriyet, από την κυβέρνηση που τους έλεγε: "Δεν ξέραμε την αξία σου, άσε τα πάντα και έλα πίσω σε εμάς", έλεγε η επιστολή, μόνο που συνοδευόταν από ένα "ειδεμή".
Τα 15 χρόνια "υποχρεωτικής υπηρεσίας" επεκτάθηκαν σε 21 για να κλείσει το πιλοτικό χάσμα. Πιλότοι, που είχαν εγκαταλείψει τον στρατό πριν από χρόνια και τώρα μετέφεραν πολίτες, καλούνταν πίσω στο στρατό. Τους είπαν, "Θα παραμείνετε στρατιώτης για τουλάχιστον άλλα έξι χρόνια". Δόθηκε προειδοποίηση σε όσους δεν ήρθαν, "ξέρετε, τότε θα αναστείλουμε την άδεια πολιτικής πτήσης για έξι χρόνια".
Με αυτόν τον τρόπο, κάποιοι πιλότοι επέστρεψαν στον τουρκικό στρατό, από όπου είχαν εκδιωχθεί βίαια και ντροπιαστικά, πήραν πίσω τη στολή τους και μάλιστα πήραν και προαγωγές. Ωστόσο... Κάποιοι πιλότοι που εγκατέλειψαν την TΗΚ εδώ και πολύ καιρό κατέθεσαν μήνυση κατά αυτής της απρόσμενης εντολής.
Ίσως δεν ήθελαν να καταρρεύσει η νέα τους ζωή που είχαν δημιουργήσει πριν από 10 χρόνια. Ενώ ήταν πλήρως προσαρμοσμένοι στην πολιτική ζωή, δεν μπορούσαν να ανεχθούν να τους αναγκάσουν να φορέσουν ξανά στολή.
Ο Σαλίμ Σεν, ο οποίος είναι ο δικηγόρος ορισμένων από τους πιλότους που μήνυσαν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, είπε τα εξής συνοπτικά: "Αυτή η τροποποίηση που έγινε στον Νόμο για το Προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας αντίκειται στην αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων, στην απαγόρευση της καταναγκαστικής εργασίας και αγγαρείας και στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της βεβαιότητας, που είναι τα κύρια στοιχεία του κράτους".
Οι πρώην αξιωματικοί πιλότοι ζήτησαν την αναστολή της εκτέλεσης και την κατάργηση του σχετικού νόμου.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ιδού μία αποκοπή από τη δικαστική απόφαση: "Εννοείται ότι η ανάγκη της χώρας για εκπαιδευμένους και έμπειρους πιλότους δεν έχει καλυφθεί προς το παρόν, η εκπαίδευση νέων πιλότων απαιτεί χρόνο και υψηλό κόστος, σε αυτό το πλαίσιο, η περίοδος ευθύνης έχει παραταθεί από τον νομοθέτη, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας συνεχίζεται εντός και εκτός της χώρας και χρειάζεται και η επίδοση του ενάγοντος".
Με άλλα λόγια, οι υποθέσεις απορρίφθηκαν μία προς μία. Ως αποτέλεσμα, είτε θα επέστρεφαν στην TΗΚ είτε δεν θα μπορούσαν να πετάξουν.
Κάποιοι από αυτούς φεύγουν από τη χώρα για αυτόν τον λόγο, παίρνουν άδεια πτήσης από τη χώρα στην οποία πηγαίνουν και εργάζονται σε ξένες αεροπορικές εταιρείες.
Ας ξεκινήσουμε με ένα μίνι ιστορικό background:
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Φετουλάχ Γκιουλέν αποτελούν και οι δύο "πνευματικά παιδιά" του Νετζμετίν Ερμπακάν. Ο Νετζμετίν Ερμπακάν, τον οποίο ο Ερντογάν συχνά χαρακτήρισε "μέντορα", έγινε ο πρώτος Ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1995, όταν κέρδισε το 21% των ψήφων και υπέγραψε συμφωνία συνασπισμού με κεντροδεξιό κόμμα. Οι δύο μαθητές του ήταν επί χρόνια συνεργάτες, μέχρι που άρχισε ο Γκιουλέν να αποζητά δάφνες εξουσίας και ο Τούρκος πρόεδρος άρχισε να απειλείται. Ο Ερντογάν διαχώρισε εαυτόν από τον "δάσκαλό" του και εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή με έναν λιγότερο αυστηρό ισλαμιστικό λόγο. Ο ισλαμισμός του έπρεπε να είναι συμβατός με τη δυτική δημοκρατική κουλτούρα και τον καπιταλισμό, ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε. Πέραν αυτών, στο ίδιο "ρεύμα" του πολιτικού Ισλάμ ανήκε επίσης ο επί μακρόν σύντροφος, Αμπντουλάχ Γκιουλ. Μέσω μιας αμφιλεγόμενης βουλευτικής εκλογικής αναμέτρησης το 2007, ο Γκιουλ έγινε πρόεδρος με τότε πρωθυπουργό, τον Ερντογάν. Έτσι, ο Ερντογάν και ο Γκιούλ, έτρεξαν το πρόγραμμα Ερμπακάν μαζί, όπως έκαναν και οι Πούτιν και Μεντβέντεφ. Το 2009, ο Ερντογάν διόρισε τον Αχμέτ Νταβούτογλου, έμπιστο του Γκιουλ, ως υπουργό εξωτερικών και το 2014 πρωθυπουργό. Ο τρίτος άνθρωπος στο hall of fame του Ερντογάν ήταν ο λαμπρός οικονομολόγος, Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος έγινε υπουργός Οικονομικών.
Το ανελέητο πογκρόμ, που εξαπολύθηκε εναντίον δεκάδων χιλιάδων υποστηρικτών του αυτοεξόριστου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν (και άλλων που βαφτίστηκαν τέτοιοι), αμέσως μετά την υποτιθέμενη απόπειρα πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου 2016, οδήγησε σε παράλυση πολλούς τομείς της χώρας. Ως ήταν αναμενόμενο, οι γκιουλενιστές αποτελώντας μία εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, είχαν παρεισφρήσει και στις Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας, καθώς ο στρατός, συνεχίζει να αποτελεί δύναμη εξουσίας στην Τουρκία, κατά συνέχεια των αρχών του Κεμάλ.
Απόρροια τούτου, οι τρομερές ελλείψεις που αντιμετωπίζει η Πολεμική Αεροπορία της Τουρκίας, έχουν αναγκάσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επαναφέρει στην υπηρεσία 600 πιλότους που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στην οργάνωση του Γκιουλέν (FETÖ), η οποία χαρακτηρίζεται τρομοκρατική από το τουρκικό κράτος.
Και μάλιστα το τουρκικό κράτος, στην επιστολή, με την οποία τους ζητά να επιστρέψουν τους απειλεί με ένα "ειδεμή".
Στο παρελθόν είχε καταστεί γνωστή η βοήθεια την οποία είχε αιτηθεί από το Πακιστάν, για συνδρομή πιλότων, αίτημα στο οποίο η αδελφή-χώρα ανταποκρίθηκε χωρίς περιστροφές.
Η υποχρεωτική περίοδος υπηρεσίας πιλότου στην Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (TΗΚ) ήταν 15 χρόνια. Θα μπορούσαν να παραιτηθούν ή να αποσυρθούν από το στρατό όταν έληγε αυτό το χρονικό πλαίσιο. Πολλοί πιλότοι επέλεξαν αυτό το μονοπάτι πριν από τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Όταν έφυγαν από την TΗΚ, συνέχισαν να κάνουν το μόνο πράγμα που ήξεραν, δηλαδή να πετούν. Κάποιοι άρχισαν να εργάζονται στην Turkish Airlines και κάποιοι σε ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες όπως η Pegasus. Με άλλα λόγια, ήταν πλέον πολίτες και είχαν χαράξει μια νέα πορεία στη ζωή τους με τις οικογένειές τους.
Ήρθε η 15η Ιουλίου 2016, πέρασε και ήρθε η μέρα που οι πιλότοι δεν περίμεναν ποτέ. Η μέρα που έλαβαν επιστολή, σύμφωνα με τον Barış Pehlivan, της Cumhuriyet, από την κυβέρνηση που τους έλεγε: "Δεν ξέραμε την αξία σου, άσε τα πάντα και έλα πίσω σε εμάς", έλεγε η επιστολή, μόνο που συνοδευόταν από ένα "ειδεμή".
Τα 15 χρόνια "υποχρεωτικής υπηρεσίας" επεκτάθηκαν σε 21 για να κλείσει το πιλοτικό χάσμα. Πιλότοι, που είχαν εγκαταλείψει τον στρατό πριν από χρόνια και τώρα μετέφεραν πολίτες, καλούνταν πίσω στο στρατό. Τους είπαν, "Θα παραμείνετε στρατιώτης για τουλάχιστον άλλα έξι χρόνια". Δόθηκε προειδοποίηση σε όσους δεν ήρθαν, "ξέρετε, τότε θα αναστείλουμε την άδεια πολιτικής πτήσης για έξι χρόνια".
Με αυτόν τον τρόπο, κάποιοι πιλότοι επέστρεψαν στον τουρκικό στρατό, από όπου είχαν εκδιωχθεί βίαια και ντροπιαστικά, πήραν πίσω τη στολή τους και μάλιστα πήραν και προαγωγές. Ωστόσο... Κάποιοι πιλότοι που εγκατέλειψαν την TΗΚ εδώ και πολύ καιρό κατέθεσαν μήνυση κατά αυτής της απρόσμενης εντολής.
Ίσως δεν ήθελαν να καταρρεύσει η νέα τους ζωή που είχαν δημιουργήσει πριν από 10 χρόνια. Ενώ ήταν πλήρως προσαρμοσμένοι στην πολιτική ζωή, δεν μπορούσαν να ανεχθούν να τους αναγκάσουν να φορέσουν ξανά στολή.
Ο Σαλίμ Σεν, ο οποίος είναι ο δικηγόρος ορισμένων από τους πιλότους που μήνυσαν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, είπε τα εξής συνοπτικά: "Αυτή η τροποποίηση που έγινε στον Νόμο για το Προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας αντίκειται στην αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων, στην απαγόρευση της καταναγκαστικής εργασίας και αγγαρείας και στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της βεβαιότητας, που είναι τα κύρια στοιχεία του κράτους".
Οι πρώην αξιωματικοί πιλότοι ζήτησαν την αναστολή της εκτέλεσης και την κατάργηση του σχετικού νόμου.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ιδού μία αποκοπή από τη δικαστική απόφαση: "Εννοείται ότι η ανάγκη της χώρας για εκπαιδευμένους και έμπειρους πιλότους δεν έχει καλυφθεί προς το παρόν, η εκπαίδευση νέων πιλότων απαιτεί χρόνο και υψηλό κόστος, σε αυτό το πλαίσιο, η περίοδος ευθύνης έχει παραταθεί από τον νομοθέτη, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας συνεχίζεται εντός και εκτός της χώρας και χρειάζεται και η επίδοση του ενάγοντος".
Με άλλα λόγια, οι υποθέσεις απορρίφθηκαν μία προς μία. Ως αποτέλεσμα, είτε θα επέστρεφαν στην TΗΚ είτε δεν θα μπορούσαν να πετάξουν.
Κάποιοι από αυτούς φεύγουν από τη χώρα για αυτόν τον λόγο, παίρνουν άδεια πτήσης από τη χώρα στην οποία πηγαίνουν και εργάζονται σε ξένες αεροπορικές εταιρείες.