Η τουρκική εκδοχή για το γιαγκίνι της Σμύρνης, την πυρκαγιά που ξεθεμελίωσε τη μητρόπολη του μικρασιατικού ελληνισμού στις 13-14 Σεπτεμβρίου 1922, βρίσκεται στον αντίποδα της ελληνικής θέσης: Πολλοί τούρκοι ιστορικοί, εκπρόσωποι της καθεστωτικής ιστοριογραφίας, θεωρούν υπαίτιο τον ελληνικό στρατό, που “έκαψε την πόλη κατά την αποχώρησή του” (παραβλέπουν βέβαια ότι η αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί στις 9 Σεπτεμβρίου), ενώ άλλοι επιρρίπτουν ευθύνες σε ελληνικές και αρμενικές εθνικιστικές οργανώσεις ή σε άτομα που συνεργάζονταν με τον ελληνικό στρατό. Τελευταία προβάλλεται ιδιαίτερα μια νέα «επίσημη» θέση, που αθωώνει τους Έλληνες και ενοχοποιεί τους Αρμενίους. Σύμφωνα με αυτή, τη φωτιά την έβαλαν Αρμένιοι τρομοκράτες, που είχαν φορέσει στολές Τούρκων στρατιωτών! Οι απόψεις αυτές δεν αντέχουν σε κριτική και αντιμετωπίζονται με θυμηδία ακόμη στην Τουρκία.
Από: lykourinos-kavala.blogspot.com - Κυριάκος Λυκουρίνος
Γενικά στην πλευρά των νικητών -και στο επίπεδο της ιστορικής αφήγησης και στο πεδίο της κοινωνικής μνήμης- το θέμα αντιμετωπίζεται με αμηχανία, αβεβαιότητα και υπεκφυγές. Πολλοί επιλέγουν τη βολικά σοφή λύση να αποδώσουν την πυρκαγιά σε τυχαίο γεγονός και κάποιοι απλώς προσπερνούν το θέμα. Για παράδειγμα, στο Μουσείο της Σμύρνης αναφέρεται επιγραμματικά ότι “οι περιστάσεις μέσα από τις οποίες ξεπήδησε η φωτιά εξακολουθούν να καλύπτονται από μυστήριο”.
Σε όλα αυτά η ελληνική πλευρά αντιπαραθέτει τις τεκμηριωμένες βεβαιότητές της: Από τις περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων (δεκάδες έχουν καταγράψει στα βιβλία τους ο Τζώρτζ Χόρτον και ο Τζάιλς Μίλτον) συνάγεται με απόλυτη βεβαιότητα ότι τη φωτιά την έβαλε ο τουρκικός στρατός, εσκεμμένα και βάσει προμελετημένου σχεδίου.
Οι μάρτυρες καταθέτουν ότι είδαν Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες να μπαίνουν σε σπίτια και να βάζουν οι ίδιοι φωτιά, να μεταφέρουν με άμαξες βόμβες, μπαρούτι, κηροζίνη ή βαρέλια με πετρέλαιο και να τα αφήνουν κάθε διακόσια μέτρα, να βρέχουν τα σπίτια με υγρό που είχε τη μυρωδιά του πετρελαίου κλπ. Σημειώνουν επίσης ότι η πυρκαγιά εξαπλώθηκε ταυτοχρόνως από εστίες ανεξάρτητες μεταξύ τους, πράγμα που δείχνει ότι η φωτιά άναψε την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και άνθρωποι της πυροσβεστικής υπηρεσίας της Σμύρνης, οι οποίοι κλήθηκαν αργότερα να καταθέσουν ενόρκως ενώπιον της βρετανικής δικαιοσύνης, μετά από αγωγή της ασφαλιστικής εταιρείας «Γκάρντιαν».
“Δεν απομένει καμία αμφιβολία για την αιτία της φωτιάς. Σύμφωνα με ένορκη κατάθεση του ανώτερου προσωπικού του Αμερικανικού Κολεγίου Σμύρνης, αυτοί που έβαλαν τη φωτιά ήταν Τούρκοι στρατιώτες”, ανέφερε στο τηλεγράφημά του ανταποκριτής αμερικανικής εφημερίδας στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ αρκετά αργότερα, στις 27 Νοεμβρίου 1922 ο Βρετανός υφυπουργός των Εξωτερικών Μακ Νιλ δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων: “Κατά τις πληροφορίες της αγγλικής κυβέρνησης, τα ελληνικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την εκκένωση της Σμύρνης το απόγευμα της 8ης Σεπτεμβρίου (νέο ημερ.) και το τουρκικό ιππικό εισήλθε στη Σμύρνη την 11η ώρα της επόμενης ημέρας. Σύμφωνα με τις αποδείξεις, από καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, η πυρκαγιά άρχισε από την αρμενική συνοικία, το δε πυρ τέθηκε από Τούρκους στρατιώτες”.
Το ενδιαφέρον είναι ότι με τις θέσεις αυτές συντάσσονται σήμερα και αρκετοί Τούρκοι ιστορικοί, δημοσιογράφοι, ερευνητές και συγγραφείς, οι οποίοι δέχονται ότι η πυρπόληση της Σμύρνης υπήρξε μια σκόπιμη και συνειδητή πράξη των κεμαλικών, που αποσκοπούσε στην εξόντωση των ελληνικών κοινοτήτων και στην πλήρη εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από τη Σμύρνη και όλη τη Μικρά Ασία. Η πολιτική της εθνικής εκκαθάρισης είχε τεθεί ως βασικός στόχος του νεοτουρκικού εθνικισμού μετά το κίνημα του 1908, ως προϋπόθεση για την κατασκευή ενός αμιγώς τουρκικού έθνους-κράτους.