Από: sofokleousin.gr
Το νέο μοντέλο ενδέχεται να καθυστερήσει να παρουσιασθεί, καθώς τελεί ακόμη υπό επεξεργασία η τεχνική του πλευρά, ενώ είναι πολύ πιθανό να ληφθούν αποφάσεις από τους Ευρωπαίους υπουργούς Ενέργειας ως το τέλος του μήνα για πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου από αγωγούς. Η ελληνική πλευρά προτείνει πλαφόν στην τιμή διαπραγμάτευσης του φυσικού αερίου στην Ολλανδία (συμβόλαια TTF), δηλαδή ένα γενικό μέτρο συγκράτησης της τιμής, που δεν θα απευθύνεται μόνο στη Ρωσία, με κίνδυνο να διακοπεί και η τροφοδοσία από τον αγωγό Turkstream, ο οποίος εφοδιάζει την Ελλάδα.
Το σύνθημα για... λιτότητα στην επιδότηση του ρεύματος έδωσε με πολύ σαφή τρόπο σήμερα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, τονίζοντας ότι:
«Από τα 2,9 δισ. ευρώ του συμπληρωματικού προϋπολογισμού, που καταθέτουμε σήμερα, ένα πολύ μεγάλο ποσό, περίπου 1,7 δισ. ευρώ θα πάει -δυστυχώς αυτή είναι η πρόβλεψη- για ηλεκτρικό ρεύμα για το 2022. Αυτό, δείχνει και το βάρος, που σηκώνει η εθνική οικονομία από τις εξωφρενικές τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και το βάρος που σηκώνει ο προϋπολογισμός για να προστατεύσει την κοινωνία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προπαντός τις μικρές, από αυτήν την εξωγενή εξέλιξη, που αποτελεί και την κινητήριο δύναμη του πληθωρισμού που βιώνουμε».
Τα δημοσιονομικά μαθηματικά είναι αμείλικτα: από τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, θα δοθούν 1,7 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις ρεύματος ως το τέλος του έτους, ενώ ήδη έχει επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός με δαπάνη άνω του 1 δισ. ευρώ για τις επιδοτήσεις Αυγούστου και Σεπτεμβρίου. Αυτό σημαίνει ότι το κονδύλι επιδοτήσεων θα πρέπει να μειωθεί στα 700 εκατ. ευρώ για τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους. Δηλαδή, η επιδότηση τριών μηνών θα είναι περίπου ίση με την επιδότηση ενός μήνα, του Σεπτεμβρίου.
Αυτό εντείνει την πίεση για την εφαρμογή ενός μοντέλου που θα απομακρύνεται από τη λογική των οριζόντιων επιδοτήσεων, ενώ η πίεση για εξοικονόμηση ενέργειας οδηγεί στην καθιέρωση ενός συστήματος που θα έχει ως βασικό κριτήριο το επίπεδο κατανάλωσης. Αυτό, άλλωστε, προκρίνουν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αυστρία: εκεί καθιερώθηκε πριν λίγες ημέρες ένα σύστημα που θα επιδοτεί στο σύνολό της την κατανάλωση μέχρι τα μέσα εθνικά επίπεδα και πάνω από αυτά δεν θα υπάρχει επιδότηση και ο καταναλωτής θα πληρώνει την τιμή της αγοράς.
Στα καθ' ημάς, το μοντέλο αυτό θα προσαρμοσθεί και θα γίνει περισσότερο περίπλοκο, διατηρώντας όμως την ίδια φιλοσοφία: «όσο περισσότερο καταναλώνεις, τόσο λιγότερο σε επιδοτούμε». Ουσιαστικά, ενώ μέχρι σήμερα το κράτος, σε συνδυασμό με τα ποσά που παρακρατεί από τις ενεργειακές εταιρείες, κάλυπτε σχεδόν πλήρως τις αυξήσεις στις τιμές του προηγούμενου 12μήνου, με το νέο μοντέλο θα προστατεύει πλήρως μόνο όσους έχουν κατανάλωση χαμηλότερη από τον μέσο του κλιμακίου τους, ενώ για τις καταναλώσεις πάνω από αυτό οι επιδοτήσεις θα μειώνονται, για να μηδενίζονται όταν θα πρόκειται για πολύ μεγάλες καταναλώσεις.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της ΡΑΕ ο εθνικός μέσος όρος κατανάλωσης ανά λογαριασμό στην κατηγορία της χαμηλής τάσης ήταν 229 κιλοβατώρες τον μήνα. Μέχρι το ποσό αυτό, το κράτος θα καλύπτει τις ανατιμήσεις που έχουν γίνει, ενώ στα επόμενα κλιμάκια θα εφαρμόζεται όλο και χαμηλότερο ποσοστό κάλυψης των ανατιμήσεων, μέχρι που αυτές θα μηδενίζονται για τις πολύ μεγάλες καταναλώσεις.
Παράλληλα, η κυβέρνηση θέλει να καθιερώσει ένα «μπόνους» εξοικονόμησης, για όσους θα μειώνουν την κατανάλωσή τους περισσότερο από 10% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Πρόκειται για μια αρκετά δύσκολη άσκηση, από τεχνική άποψη, την οποία θα πρέπει να φέρει σε πέρας ο ΔΕΔΔΗΕ. Επιπλέον, αμφισβητείται πόσο δίκαιη είναι αυτή η μορφή επιδότησης, καθώς κερδισμένοι θα είναι πιο εύκολο να βγουν όσοι έκαναν τις μεγαλύτερες ενεργειακές σπατάλες πέρυσι και εύκολα θα μπορέσουν να μειώσουν την κατανάλωσή τους κατά 10%, ενώ όσοι ήταν πιο φειδωλοί δύσκολα θα φθάσουν σε επιπλέον μείωση της κατανάλωσης.
Σε κάθε περίπτωση, με το νέο σύστημα οι επιδοτήσεις θα μειωθούν σημαντικά, κάτι που σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα λάβουν λογαριασμούς αρκετά υψηλότερους, με βάση τα σημερινά δεδομένα της αγοράς και πολύ υψηλότερους, αν κλιμακωθεί η ενεργειακή κρίση με πλήρη διακοπή τροφοδοσίας από τη Ρωσία με αέριο και νέες αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος.