Vladvictoria / pixabay |
Από: geoeurope.org - Σπύρος Αξαρλής
Για αρκετούς μήνες Ουάσιγκτον και Μόσχα έχουν αναπτύξει υπόγεια κανάλια επικοινωνίας σχετικά με τις συνέπειες που θα επακολουθούσε η χρήση πυρηνικού όπλου από τη ρωσική πλευρά. Σύμφωνα με αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τα μηνύματα υπογραμμίζουν όσα εξέφρασε δημόσια ο πρόεδρος Μπάιντεν, αναφέρει η Washington Post. Η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να διατηρήσει ασαφείς τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες μιας επίθεσης για να κάνει τη Ρωσική Ομοσπονδία να ανησυχεί για το ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση, σύμφωνα με την αρχή της «στρατηγικής ασάφειας».
Το CBS News μετέδωσε μια συνέντευξη με τον Τζο Μπάιντεν, κατά την οποία δεν ήθελε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με το πώς θα απαντούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μια ρωσική επίθεση, λέγοντας απλώς ότι η αντίδραση θα ήταν «συνεπής». Το πρόβλημα είναι πιο δύσκολο από όσο φαίνεται. Η Ουκρανία δεν είναι επίσημος σύμμαχος της Ουάσιγκτον, δεν συμμετέχει στο ΝΑΤΟ και μια άμεση στρατιωτική απάντηση των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας θα κινδύνευε να διευρύνει τη σύγκρουση σε αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων, κάτι που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αποφύγει από τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Ο αντιπρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ δήλωσε στις 22/9, ότι τα εδάφη της ανατολικής Ουκρανίας θα ενσωματωθούν στη Ρωσία μόλις ολοκληρωθούν τα δημοψηφίσματα. Για να υπερασπιστεί αυτά τα εδάφη από μια πιθανή επίθεση, η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όχι μόνο τις δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν πρόσφατα, αλλά «οποιοδήποτε όπλο, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών πυρηνικών και εκείνων που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογικές αρχές», αναφερόμενος στα υπερηχητικά όπλα.
Ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής αυτών των τριών επεμβάσεων συμπίπτει με την πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων. Είναι μια μπλόφα, είναι μηνύματα προπαγάνδας, είναι αμοιβαία εξαπάτηση ή υπάρχει πραγματικά κίνδυνος η Ευρώπη να αποτελέσει το σκηνικό μιας ατομικής σύγκρουσης;
ΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Είναι δεδομένο ότι οι δημοκρατίες του Ντονμπάς και άλλα εδάφη της Ουκρανίας που βρίσκονται τώρα υπό ρωσική κατοχή θα ψηφίσουν υπέρ της προσχώρησης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Στην περίπτωση του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, μόνο υπό την πίεση της Μόσχας, τα δημοψηφίσματά τους το 2014 αφορούσαν τη δήλωση κυριαρχίας και όχι το να γίνουν μέρος της Ρωσίας. Μια τέτοια προσάρτηση ή συγχώνευση δεν ήταν ευπρόσδεκτη από το Κρεμλίνο τότε, επειδή η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την αναμενόμενη μαζική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική επίθεση από τη Δύση που θα ακολουθούσε. Σήμερα, η Μόσχα δείχνει ότι είναι πιο έτοιμη: πράγματι, έχει επιβιώσει σχετικά καλά από όλες τις οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση ακόμη και πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, καθώς και την αυξανόμενη αποστολή στην Ουκρανία στρατιωτικού υλικού και «συμβούλων» από τις χώρες του ΝΑΤΟ.
Η ψηφοφορία για την ένταξη στη Ρωσία, πιθανότατα θα φτάσει σε υψηλά ποσοστά, αλλά η διασταύρωση στοιχείων είναι δύσκολη. Το τι θα ακολουθήσει αμέσως από τη ρωσική πλευρά είναι επίσης απολύτως σαφές: εντός ωρών από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, η Ρωσική Κρατική Δούμα θα εγκρίνει νομοσχέδιο για την «επανένωση» αυτών των εδαφών με τη Ρωσία και εντός περίπου μιας ημέρας θα εγκριθεί από την Άνω Βουλή και αμέσως μετά το νομοσχέδιο θα υπογραφεί από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Τι προκύπτει από την επίσημη συγχώνευση αυτών των εδαφών με τη Ρωσία; Αυτό είναι επίσης απολύτως σαφές. Ως αναπόσπαστα μέρη της Ρωσίας, οποιαδήποτε επίθεση εναντίον τους, και σίγουρα θα υπάρξουν τέτοιες επιθέσεις από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, είναι casus belli.
Η Ρωσία έχει δηλώσει ρητά ότι οποιαδήποτε επίθεση κατά της δικής της ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας, θα αντιμετωπιστεί όχι μόνο με συμβατική, αλλά και με πυρηνική απάντηση. Όταν η πυρηνική απειλή της Ρωσίας μπορεί υπό προϋποθέσεις να στραφεί και προς την Ουάσιγκτον και όχι μόνο, στο Κίεβο ή τις Βρυξέλλες, είναι απίθανο ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο Καπιτώλιο θα παραμείνουν ανεύθυνοι σχετικά με τις ρωσικές στρατιωτικές δυνατότητες και να επιδιώξουν περαιτέρω κλιμάκωση.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Από την εποχή της ΕΣΣΔ το πυρηνικό δόγμα που ισχύει σήμερα στη Ρωσία, έχει αλλάξει μόνο εν μέρει. Το δόγμα για τη χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων δεν άλλαξε ποτέ επίσημα, ισχύει το δόγμα για «δεύτερο πλήγμα». Η χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων κατά των δυτικών χωρών και των ΗΠΑ θεωρείται μόνο ως απάντηση σε μια επίθεση των ΗΠΑ στη Ρωσία. Όμως, στην τελευταία ενημέρωση του δόγματος, προβλέπεται πυρηνική απάντηση και κατά της χρήσης συμβατικών όπλων. Αλλά το νόημα δεν αλλάζει: εάν οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ εξαπέλυαν συμβατικές επιθέσεις εναντίον ρωσικών στρατηγικών στόχων (όπως τα κεντρικά κέντρα διοίκησης και ελέγχου ή η πρωτεύουσα), η Ρωσία θα απαντούσε με πυρηνική επίθεση.
Παράλληλα, το δόγμα για τη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης εξακολουθεί να είναι ασαφές. Σήμερα δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε ένας Ρώσος πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει τη χρήση τακτικών όπλων εναντίον ενός εχθρικού στρατού.
Επισήμως θα έπρεπε να τα χρησιμοποιεί μόνο ως αντίποινα (μετά από μια εχθρική πυρηνική επίθεση) ή ως απάντηση σε μια απελπιστική κατάσταση στο έδαφος: αν οι ρωσικές δυνάμεις συντρίβονταν και υπήρχε ο κίνδυνος μια εισβολής στο ρωσικό έδαφος.
Ο τρόπος διατύπωσης του δόγματος και ιδίως το άρθρο 17, δημιουργεί αβεβαιότητες, καθώς δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς ο βαθμός απειλής για την ύπαρξη του κράτους: θα θεωρούνταν η απώλεια του Ντονμπάς ή της Κριμαίας ως υπαρξιακή απειλή; Μάλλον ναι, αλλά δεν είναι βέβαιο, καθώς πρόκειται για μη αυτόματους μηχανισμούς που υπόκεινται στην ερμηνεία της κυβερνητικής πολιτικής.
Επιπλέον, στο άρθρο 4, αναφέρεται ότι η κρατική πολιτική για την πυρηνική αποτροπή είναι αμυντικού χαρακτήρα και εγγυάται την προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, αποθαρρύνοντας έναν πιθανό αντίπαλο από επίθεση κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας και, περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης, αποτρέποντας την κλιμάκωση των εχθροπραξιών και το τέλος τους υπό συνθήκες αποδεκτές από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Και εδώ υπάρχει κάποια αβεβαιότητα, αν και είναι σαφές ότι η χρήση τακτικής πυρηνικής ισχύος μπορεί να εξεταστεί για να αποφευχθεί η απώλεια ρωσικού εδάφους, η οποία θα επεκταθεί στο Ντονμπάς, στη Χερσώνα και στη Ζαπορίζια, μετά το δημοψήφισμα.
Η ομιλία του Πούτιν προς το έθνος, στην οποία ο επικεφαλής του Κρεμλίνου είπε ότι η Ρωσία θα ενσωματώσει επίσημα τις περιοχές που θεωρεί μέρος της εθνικής της επικράτειας, δεν αποτελεί την πρώτη απειλή για χρήση πυρηνικών όπλων σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Μόσχα μετακινεί τα πυρηνικά της όπλα προετοιμάζοντας μια επικείμενη επίθεση.
Στην αρχή του πολέμου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποκάλυψε ότι οι ρωσικές πυρηνικές δυνάμεις έχουν τεθεί σε κατάσταση συναγερμού.
Στη μετασοβιετική εποχή, οι στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις της Ρωσίας τέθηκαν σε πολεμικό συναγερμό τουλάχιστον άλλες τρεις φορές: κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν το 1993, κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος κατά του Γιέλτσιν το 1993 και στο περιστατικό του 1995, όταν ένας πύραυλος Northern Lights που εκτοξεύτηκε από τη Νορβηγία παρερμηνευόταν ως βαλλιστικός πύραυλος. Στη Ρωσία του Γιέλτσιν, οι πυρηνικοί συναγερμοί οφείλονταν σε πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης στον ρωσικό στρατό και σε έντονο αίσθημα ανασφάλειας. Μια ρωσική διοίκηση, εμποτισμένη ακόμα με τη σοβιετική νοοτροπία και δόγμα, ένιωθε εκτεθειμένη στην πιθανότητα μιας δυτικής αιφνιδιαστικής επίθεσης, που ήταν πάντα ο εφιάλτης των στρατηγών της Μόσχας.
ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΟΠΛΩΝ
Εμπειρογνώμονες και αναλυτές εξακολουθούν να θεωρούν εξαιρετικά απίθανο ο Βλαντιμίρ Πούτιν να ρίξει πυρηνική βόμβα στην Ουκρανία. Ο φόβος, ωστόσο, είναι ότι θα μπορούσε να το κάνει εάν ο πόλεμος στην ουκρανική επικράτεια υποστεί, από ρωσική σκοπιά, περαιτέρω και εξουθενωτικά πισωγυρίσματα. Σε εκείνο το σημείο, στο χειρότερο σενάριο, ο επικεφαλής του Κρεμλίνου θα μπορούσε να εξαπολύσει μια περιορισμένη πυρηνική επίθεση. Με αυτόν τον τρόπο, υποδηλώνοντας ότι ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα θα μπορούσε να επικρατήσει σε ολόκληρο τον κόσμο ενόψει πιθανών ατομικών απαντήσεων, η Μόσχα θα μπορούσε να εκφοβίσει την ουκρανική κυβέρνηση και να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να αποσυρθούν από τη σύγκρουση.
Η θεωρία που υποστηρίζει η Ρωσία είναι σαφής: κανείς δεν είναι ικανός να κερδίσει έναν πυρηνικό πόλεμο. Την ίδια στιγμή, μια και μόνο μικρότερη έκρηξη θα μπορούσε να είναι αρκετά καταστροφική για να γονατίσει έναν αντίπαλο όπως η Ουκρανία. Και αρκετά τρομακτική για να αποτρέψει τις ΗΠΑ από το να ξεκινήσουν μια απάντηση που θα μπορούσε να διαλύσει εκατομμύρια ανθρώπους.
Μια επιλογή που προτείνουν ορισμένοι αναλυτές, είναι ότι ενόψει της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο, οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιδράσουν με επιθέσεις με συμβατικές δυνάμεις εναντίον μεμονωμένων ρωσικών βάσεων που εκτόξευσαν αυτές τις κεφαλές. Αυτή θα ήταν μια μη κλιμακούμενη απάντηση, για να δώσει το μήνυμα της περιορισμένης δράσης. Αλλά ακόμη και αυτή η πρόταση βρίσκει αντίθεση στην Ουάσιγκτον, από όσους αντιτίθενται στον κίνδυνο κλιμάκωσης του πολέμου με τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Κάποιοι άλλοι ειδικοί επισημαίνουν τον κίνδυνο ότι, εάν η Ατλαντική Συμμαχία, σε αυτή την κατάσταση, δεν επιλέξει μια αντίθετη κίνηση ίσης έντασης, είναι πολύ πιθανό ότι άλλες περιφερειακές ατομικές δυνάμεις, πολύ λιγότερο υπεύθυνες για τον «χειρισμό» των πυρηνικών όπλων, από ότι η Ρωσία και η οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα βρεθούν σε θέση να αποφασίσουν να επιλύσουν τις τοπικές τους διαφορές χρησιμοποιώντας πυρηνικά όπλα. Η Βόρεια Κορέα, για παράδειγμα, η οποία επανέλαβε πρόσφατα ότι δεν θέλει να εγκαταλείψει το μικρό πυρηνικό της οπλοστάσιο προς το παρόν, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να επιφέρει ένα εξουθενωτικό πλήγμα στη Σεούλ, προβάλλοντας ως πρόσχημα, κάποια κατασκευασμένη αιτιολογία. Το Πακιστάν και η Ινδία ενδέχεται να αποφασίσουν να τακτοποιήσουν τους εκκρεμείς λογαριασμούς τους για το Κασμίρ, πιστεύοντας ότι ο αποτρεπτικός μηχανισμός που ρυθμίζει τη χρήση πυρηνικών όπλων έχει αλλάξει ριζικά στο διεθνές πλαίσιο, αφού υπήρξε προηγούμενο στην Ουκρανία.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η Ρωσία είναι ιστορικά πιο «ευέλικτη» σε σχέση με τη χρήση τακτικής πυρηνικής ενέργειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες τη θεωρούν πολιτισμικά ως ένα κατώφλι που, όταν ξεπεραστεί, οδηγεί αναπόφευκτα σε στρατηγική πυρηνική κλιμάκωση, μια άποψη που αντίθετα, δεν εξετάζεται ούτε από τη ρωσική πολιτική ούτε από τον ρωσικό στρατό. Το σενάριο, ωστόσο, παρά τη ρωσική στάση, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να επισπεύσει τη χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία σε περίπτωση ουκρανικής επίθεσης στην Ομοσπονδία (που επεκτείνεται επίσης στο Ντονμπάς και στις άλλες περιοχές) δεν είναι ένας αυτόματος μηχανισμός: η Μόσχα θα χρησιμοποιούσε την ατομική βόμβα ως έσχατη λύση, προτιμώντας να αυξήσει τη συμμετοχή των συμβατικών της δυνάμεων, κινητοποιώντας έτσι περαιτέρω τον πληθυσμό. Αυτό ακριβώς δηλώνει και η έναρξη της μερικούς επιστράτευσης στη Ρωσία, η οποία θα της δώσει τη δυνατότητα να διευρύνει τις συμβατικές στρατιωτικές της επιχειρήσεις, πριν χρειαστεί να προσφύγει σε πυρηνικά πλήγματα.