Η κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1912, βρήκε το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ενισχυμένο. Απέναντι του στεκόταν το ισχυρό τουρκικό ναυτικό, έτοιμο να τους αμφισβητήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο και να υποβοηθήσει την ενίσχυση των μαχόμενων τμημάτων του Τουρκικού Στρατού με ασιατικά στρατεύματα της Αυτοκρατορίας. Ο Τούρκος αρχηγός στόλου, ναύαρχος Ραμίζ, μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον καθώς ο στόλος του υπερείχε σαφώς του ελληνικού σε εκτόπισμα και αριθμό πυροβόλων.
Από: history-point.gr / ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ Δ. ΚΑΡΥΚΑ
Το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ισχυρά θωρηκτά γερμανικής κατασκευής, τα «Μπαρμπαρόσα» (πρώην Kurfürst Friedrich Wilhelm) και «Τουργκούτ-Ρέις» (πρώην Weissenburg). Τα πλοία αυτά αποτέλεσαν τον κύριο αντίπαλο της ελληνικής ναυαρχίδας, του θωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιος Αβέρωφ». Καθελκύστηκαν το 1891 και παραδόθηκαν το 1893 και το 1894 αντίστοιχα. Ήταν τα πρώτα γερμανικά θωρηκτά ανοιχτής θαλάσσης. Έφεραν έξι πυροβόλα των 208 χλστ. (11in) σε τρεις δίδυμους πύργους. Τα πυροβόλα στον πρωραίο και τον πρυμναίο πύργο είχαν μήκος κάννης 40 διαμετρημάτων, ενώ αυτά του κεντρικού πύργου είχαν μήκος κάννης 35 διαμετρημάτων.
Τα σκάφη έφεραν επίσης 6 πυροβόλα των 105 χστλ. 8 των 88 χλστ., 12 πολυβόλα και 6 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 450 χλστ. Είχαν εκτόπισμα 10.501 τόνων, μήκος 115,7 μ., πλάτος 19,5 μ. και βύθισμα 7,9μ. Είχαν μηχανές τριπλής εκτόνωσης που απέδιδαν 10.200 hp και επέτρεπαν στα πλοία να αναπτύσσουν μέγιστη ταχύτητα 16,5 Κόμβων. Τα σκάφη ήταν καλά θωρακισμένα. Η θωρηκτή ζώνη είχε πάχος 12-16in. Όχι τυχαία τα δύο σκάφη θεωρούνταν τα ισχυρότερα πολεμικά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην άλλη πλευρά το θωρακισμένο καταδρομικό “Γεώργιος Αβέρωφ”, που εν μέρει ναυπηγήθηκε από τη δωρεά του ομώνυμου ομογενή, ανήκε στην κλάση “Πίζα”. Καθελκύστηκε το 1910. Το πλοίο έφερε 4 πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.) βρετανικά της Armstrong – αντί των ιταλικών των 10in, που έφεραν τα “αδελφά” του (Pisa & Amalfi) – σε δύο δίδυμους πύργους, 8 πυροβόλα των 7,5 ιντσών (190 χλστ.) σε τέσσερις δίδυμους πύργους, στις τέσσερις «γωνίες» της υπερκατασκευής, 16 πυροβόλα των 75 χλστ, δύο πυροβόλα των 47 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 457 χλστ. Το μέγιστο πάχος της θωρηκτής ζώνης έφτανε τις 8 ίντσες (203 χλστ.) ενώ η θωράκιση της γέφυρας μάχης είχε πάχος 7 in.
Η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους ξεπερνούσε τους 22,5 Κόμβους. Αυτό, σε συνδυασμό με τα αξιόπιστα βρετανικά πυροβόλα του, προσέδιδαν στο “Αβέρωφ” σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των τουρκικών σκαφών, σε συνάρτηση με την άριστη εκπαίδευση των Ελλήνων πυροβολητών. Τα ιταλικά “αδερφά” πλοία είχαν ελαφρύτερη θωράκιση, αλλά υψηλότερη ταχύτητα. Το ελληνικό ναυτικό όμως επένδυσε περισσότερο στην προστασία.
Την 5η Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση τη Λήμνο. Το νησί απελευθερώθηκε την επομένη και κατέστη η κύρια βάση του ελληνικού στόλου. Η Λήμνος απείχε ελάχιστα από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Έτσι ο έλεγχος των στενών ήταν πιο εύκολος. Στο επόμενο διάστημα ο ελληνικός στόλος άρχισε να απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα σκλαβωμένα νησιά. Από την Τένεδο μάλιστα ο Έλληνας στόλαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ανυπομονώντας να συγκρουστεί και να νικήσει τον τουρκικό στόλο, δεν δίστασε να υποχρεώσει τον Τούρκο τηλεγραφητή του νησιού, να αποστείλει τηλεγράφημα στον Τούρκο υπουργό των Ναυτικών, με το οποίο του ζητούσε να διατάξει την έξοδο του στόλου του στο Αιγαίο.
«Καταλάβαμε την Τένεδο και αναμένομε τον αντίπαλο στόλο. Εάν ο στόλος σας δεν έχει γαιάνθρακας είμαι προθυμότατος παραχωρήσω. Κουντουριώτης»! Πώς θα μπορούσε ποτέ να έχει ηττηθεί ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία τέτοιου ναυάρχου, ο οποίος όχι μόνο αψηφούσε τον εχθρό, αλλά και τον ταπείνωνε με αυτόν τον τρόπο; Ο Υδραίος Κουντουριώτης ανήκε σε αυτή τη μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ήρωες. Ήταν ένας Έλληνας με την κλασική αποκοτιά της φυλής, την γνήσια και πηγαία αυτή «τρέλα», το ελληνικό φιλότιμο. Ο Κουντουριώτης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη ώρα.
Έλλη
Ξημέρωνε η 3η Δεκεμβρίου 1912. Τα ελληνικά πλοία περιπολούσαν μεταξύ Ίμβρου και Τενέδου. Ξαφνικά τα μισοκοιμισμένα ελληνικά πληρώματα ξύπνησαν απότομα. Η σάλπιγγα κάθε πλοίου ήχησε δίνοντας το σύνθημα της πολεμικής έγερσης. Από στόμα σε στόμα μεταδόθηκε η χαρμόσυνη είδηση. «Στήλες καπνού από τα Δαρδανέλια. Οι Τούρκοι βγαίνουν». Ένα αίσθημα ανακούφισης κυρίευσε κάθε άνδρα του ελληνικού στόλου, από τον ναύαρχο Κουντουριώτη ως τον τελευταίο ναύτη. Σε γραμμή παραγωγής το προστατευμένο καταδρομικό «Μεντζιτιέ» και τρία αντιτορπιλικά έπλεαν προς την έξοδο των στενών. Σε λίγο είχαν εξέλθει και είχαν στραφεί νότια. Από τα στενά όμως ξεχώριζαν τώρα και άλλες στήλες καπνού. Ήταν τα τουρκικά θωρηκτά που έπλεαν με τη σειρά τους προς την έξοδο. Προηγείτο η ναυαρχίδα «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», στην οποία επέβαινε ο ναύαρχος Ραμίζ πασάς.
Ακολουθούσαν, επίσης σε γραμμή παραγωγής τα «Τουργκούτ-Ρέις», και τα παλαιότερα «Μεσουδιέ» και «Ασάρ-ι-Τεφίκ». Τα τουρκικά θωρηκτά αρχικά κινήθηκαν νότια. Σε λίγο όμως άλλαξαν πορεία και κινήθηκαν βορειοδυτικά. Στις 09.00 οι δύο στόλοι βρισκόταν ακριβώς απέναντι, ο ένας από τον άλλο, σε απόσταση 14 χλμ. απαγορευτική ακόμα για την εκτέλεση πυρών, με πιθανότητες επιτυχίας. Από τη γέφυρα του «Αβέρωφ» ο Κουντουριώτης παρατηρούσε τις εχθρικές κινήσεις. Με κρεμασμένο στο λαιμό του τον σταυρό του από Τίμιο Ξύλο, ο ναύαρχος απηύθυνε στα πληρώματά του την ημερήσια διαταγή. «Με τη βοήθεια του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας, και εν ονόματι του δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησην προς την νίκην, εναντίον του εχθρού του γένους. Κουντουριώτης».
Την ίδια ώρα ο ναύαρχος φώναζε από τη γέφυρα στους ναύτες του «Αβέρωφ»: «Ήρθε η ώρα μας παιδιά. Θυμηθείτε τους ναυμάχους του ’21. Θα τους τσακίσουμε τους απίστους! Ο Θεός είναι μαζί μας». Αμέσως μετά ο ναύαρχος κατέβηκε από τη γέφυρα και μαζί με τον ιερέα του πλοίου, αρχιμανδρίτη Δάφνο, γύρισε όλο το πλοίο, εμψυχώνοντας τους άνδρες του. Η ώρα ήταν 09.22 όταν δύο λάμψεις φάνηκαν από τον πρωραίο πύργο του «Μπαρμπαρόσα».
Το παράδειγμα του ακολούθησαν και τα λοιπά τουρκικά θωρηκτά. Λίγες στιγμές αργότερα απάντησαν και τα ελληνικά πλοία. Οι Τούρκοι έβαλαν ασταμάτητα και ιδιαίτερα πυκνά, αλλά και ιδιαίτερα άστοχα. Αντίθετα το πυρ των ελληνικών πλοίων ήταν πιο αργό μα και πιο εύστοχο. Μετά από ανταλλαγή πυρών επί 10 περίπου λεπτά, οι πρώτες πυρκαγιές έγιναν ορατές επί των τουρκικών θωρηκτών. Η απόσταση που χώριζε τους δύο στόλους συνεχώς μειωνόταν. Ο Κουντουριώτης από την γέφυρα του «Αβέρωφ» συνέχιζε να διευθύνει, εντελώς ακάλυπτος, τον αγώνα. Μάταια οι αξιωματικοί του τον παρακαλούσαν να εισέλθει στη θωρακισμένη γέφυρα και να διευθύνει από εκεί τη μάχη. Αυτός παρέμεινε ατάραχος στη θέση του.
Ξαφνικά ο Κουντουριώτης, αντιλαμβανόμενος ότι η παραμονή του «Αβέρωφ» εντός σχηματισμού δεν του επέτρεπε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες του πλοίου, έλαβε τη ιστορική απόφαση, που έκρινε και την τύχη της σύγκρουσης. Αφήνοντας τη διοίκηση της μοίρας των παλαιών θωρηκτών, στον κυβερνήτη του «Σπέτσαι», Πλοίαρχο Γκίνη, ο Κουντουριώτης διέταξε να υψωθεί στον ιστό της ναυαρχίδας το περίφημο σήμα Ζ. Με τον τρόπο αυτό ο ναύαρχος δήλωσε την πρόθεσή του να κινηθεί με τον «Αβέρωφ» ανεξάρτητα.
Ο «Μπάρμπα- Γιώργος» μούγκρισε καθώς τα «καζάνια» άρχισαν να τροφοδοτούνται με όλο και περισσότερο άνθρακα. Το «Αβέρωφ» έπλεε τώρα με ταχύτητα 20 κόμβων. Σκοπός του Κουντουριώτη δεν ήταν άλλος από το να διασταυρώσει το Τ του τουρκικού στόλου με το «Αβέρωφ», την ώρα που τα άλλα τρία ελληνικά θωρηκτά θα τον έπλητταν από το πλευρό. Στις 09.55 το «Αβέρωφ» βρισκόταν ακριβώς κάθετα ως προς τον άξονα πλεύσης των τουρκικών θωρηκτών. Τα πυροβόλα του έβαλαν συνεχώς κατά του προπορευόμενου «Μπαρμπαρόσα», από το οποίο πύρινοι πίδακες ξεπετάγονταν συνεχώς. Αλλά και τα λοιπά τουρκικά πλοία δέχονταν καταιγισμό πυρών από τα ελληνικά θωρηκτά και τα ανιχνευτικά.
Βαλλόμενος από παντού, ο Τούρκος ναύαρχος αντελήφθη ότι αν δεν υποχωρούσε σύντομα εντός των στενών, ο στόλος του θα διακοσμούσε με κουφάρια πλοίων τον βυθό του Αιγαίου. Αναγκάστηκε λοιπόν να διατάξει την αλλαγή πορείας πλεύσης προς τα στενά. Το σήμα του όμως, μέσα στην άψη της μάχης, παρερμηνεύθηκε, με αποτέλεσμα η τουρκική παράταξη να χάσει κάθε συνοχή. Μπροστά στο χάος που επακολούθησε, ο απογοητευμένος Ραμίζ διέταξε τα σκάφη του να πλεύσουν ανεξάρτητα προς τα στενά.
Ο Κουντουριώτης βλέποντας τη διάλυση του τουρκικού σχηματισμού, διέταξε την επίθεση των αντιτορπιλικών κατά του εχθρού. Δυστυχώς όμως η κεραία του ασυρμάτου του «Αβέρωφ» είχε καταστραφεί από τα εχθρικά πυρά και το σήμα, για καλή τύχη των Τούρκων, δεν έφτασε ποτέ στα ελληνικά αντιτορπιλικά. Εκνευρισμένος τότε ο ναύαρχος αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον τουρκικό στόλο μόνος του, με τον «Αβέρωφ», το «σεϊτάν παπόρ», όπως το ονόμασαν οι Τούρκοι. Το θέαμα ήταν πράγματι μοναδικό. Ένα μόνο πλοίο καταδίωκε μόνο του έναν ολόκληρο στόλο! Όλα τα τουρκικά σκάφη και τα επάκτια πυροβολεία έβαλαν ασταμάτητα κατά του «Αβέρωφ». Τα πυρά τους όμως ήταν τραγικά άστοχα και ο τυχερός «Μπάρμπα Γιώργος» ξέφευγε.
Παρά την καταδίωξη του «Αβέρωφ» πάντως, τα τουρκικά πλοία κατόρθωσαν να εισέλθουν στα στενά, έστω και φλεγόμενα. Η ναυμαχία είχε λήξει με πλήρη επικράτηση του ελληνικού στόλου. Είχε διαρκέσει 63 μόλις λεπτά της ώρας. Κατά τη «Ναυμαχία της Έλλης» ο ελληνικός στόλος ελάχιστες βλάβες υπέστη. Ένας μόνο άνδρας σκοτώθηκε και οκτώ τραυματίστηκαν. Αντίθετα ο τουρκικός στόλος είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και σοβαρές απώλειες. Περισσότεροι από 100 άνδρες είχαν σκοτωθεί και άλλοι τόσοι είχαν τραυματιστεί. Τις σοβαρότερες ζημιές τις είχε υποστεί το «Μπαρμπαρόσα».
Στο μεταξύ οι τουρκικές εφημερίδες, προφανώς με εντολή της κυβέρνησης συναγωνίζονταν η μία την άλλη στη δημοσίευση της αισχρότερης τερατολογίας. Έτσι κάποιες από αυτές βεβαίωναν τους αναγνώστες τους για τη βύθιση του «Αβέρωφ» στην είσοδο των στενών. Άλλες πάλι περιέγραφαν με ζωηρά χρώματα την καταβύθιση του «Αβέρωφ» 70 ν.μ. από τον Πειραιά, στο λιμάνι του οποίου ρυμουλκούνταν, μετά τις σοβαρές ζημιές που είχε υποστεί στη ναυμαχία. Άλλες τέλος, έκαναν λόγω για άτακτη υποχώρηση και συντριβή ολόκληρου του ελληνικού στόλου!
Λήμνος
Μετά την ήττα τους στην Ναυμαχία της Έλλης, οι Τούρκοι, αφού με τη βοήθεια Γερμανών τεχνικών επισκεύασαν γρήγορα τα πλοία τους, αποφάσισαν να ξαναβγούν στο Αιγαίο. Χρειάζονταν μια ναυτική επιτυχία για να αποκαταστήσουν το γόητρο τους. Η κοινή γνώμη άλλωστε ήταν ανάστατη, όταν παρά τα φρικτά ψέματα των εφημερίδων φάνηκε τελικά η πικρή αλήθεια. Η έξοδος όμως στο Αιγαίο ήταν δύσκολο εγχείρημα, εφόσον στην περιοχή έπλεε το «διαβολοκάραβο» των Ελλήνων, το θρυλικό «Αβέρωφ». Έπρεπε να βρεθεί τρόπος απομάκρυνσής του από την περιοχή.
Την 1η Ιανουαρίου 1913, ένα τουρκικό πολεμικό, βαμμένο με τα χρώματα του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, έβγαινε αθέατο από τα στενά, κατευθυνόμενο στο κεντρικό Αιγαίο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Χαμηδιέ». Την επομένη κιόλας μέρα το τουρκικό δόλωμα έκανε αισθητή την παρουσία του, βομβαρδίζοντας την Σύρο. Όλοι φοβήθηκαν τυχόν επίθεση του καταδρομικού στον Πειραιά. Ο Κουντουριώτης όμως – ευτυχώς – δεν συμμερίστηκε τις ανησυχίες και τις προτάσεις της κυβέρνησης. Στάθηκε για μια ακόμα φορά στο ύψος των περιστάσεων και αποφάσισε να παραμείνει με όλο τον στόλο στον Μούδρο.
Την 5η Ιανουαρίου 1913 ο στόλος του Ναυάρχου Ραμίζ, έκανε την εμφάνισή του στην έξοδο των στενών. Ο Ραμίζ ήταν βέβαιος πως ο αντιπερισπασμός του με το «Χαμηδιέ» είχε επιτύχει και πως ο ελληνικός στόλος ήταν διεσπαρμένος καταδιώκοντας το καταδρομικό. Στον ιστό της ναυαρχίδας του, του θωρηκτού «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», κυμάτιζε η πολεμική σημαία του ομώνυμου κουρσάρου του 16ου αιώνα, που είχε καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών. Με τη χρήση του ιστορικού αυτού κειμηλίου, ο Ραμίζ ήλπιζε να ανυψώσει το καταρρακωμένο ηθικό των ανδρών του.
Ο τουρκικός στόλος έγινε βέβαια αντιληπτός από τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Λέων» και «Ασπίς». Στις 09.45 ο ελληνικός στόλος έπλεε προς συνάντηση του εχθρού. Λίγα λεπτά αργότερα οι δύο στόλοι ήρθαν σε οπτική επαφή. Τα τουρκικά θωρηκτά έπλεαν επικεφαλής του στόλου, σε γραμμή παραγωγής με τη γνωστή σειρά, «Μπαρμπαρόσα», «Τουργκούτ-Ρέις» και «Μεσουδιέ». Στην γραμμή των θωρηκτών είχε ενταχθεί και το καταδρομικό «Μεντζιτιέ». Στη θέα του εχθρού ο Κουντουριώτης εξέδωσε την ημερήσια διαταγή προς τους άνδρες του: «Το παν εξαρτάται από την σημερινή ημέρα για την αγαπητή μας Ελλάδα. Φανείτε λέοντες. Κουντουριώτης».
Στις 11.34 οι Τούρκοι άνοιξαν και πάλι πρώτοι πυρ από απόσταση 8.400 μέτρων. Ένα λεπτό αργότερα τα ελληνικά πλοία απάντησαν. Τα τουρκικά πυρά ήταν ως συνήθως πυκνά και ως συνήθως εξαιρετικά άστοχα! Αντίθετα τα ελληνικά σκάφη απάντησαν με καλοσκοπευμένες ομοβροντίες. Στις 11.45 το «Μπαρμπαρόσα» τυλίχτηκε στις φλόγες από 15 συνεχόμενες εύστοχες βολές του «Αβέρωφ» εναντίον του.
Μια από τις βολές έπληξε τον ιστό του πλοίου και τον απέκοψε, ρίχνοντας στη θάλασσα τη σημαία του πειρατή, με τα λόγια του Κορανίου επάνω. Άλλο ένα βλήμα έπληξε το πλοίο στον μεσαίο πύργο των πυροβόλων των 11 ιντσών. Το βλήμα διαπέρασε τη θωράκιση του πύργου και τον κατέστρεψε, σκοτώνοντας και 33 από τους 35 άνδρες της ομοχειρίας του.Ύστερα από αυτό, το ταλαίπωρο «Μπαρμπαρόσα», στράφηκε προς τα πίσω. Το ακολούθησαν και τα λοιπά σκάφη. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εισέλθουν και πάλι στα στενά. Το «Τουργκούτ-Ρέις», που είχε παραμείνει αλώβητο, ως τότε, μπήκε στην «ουρά» της τουρκικής γραμμής, ως οπισθοφυλακή του στόλου.
Ο Κουντουριώτης από την πλευρά του δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να καταστρέψει ολοσχερώς τον εχθρικό στόλο. Για αυτό άρχισε, μόνο με τον ταχύτατο «Αβέρωφ» και πάλι να καταδιώκει τους Τούρκους. Παρά τα νέα πλήγματα που προκάλεσε το «Αβέρωφ» στα εχθρικά πλοία, δεν κατάφερε να εμποδίσει την αποχώρησή τους. Τα παλαιά ελληνικά θωρηκτά δεν μπορούσαν να το ακολουθήσουν και αυτό μόνο του δεν μπορούσε να νικήσει έναν στόλο ολόκληρο. Έτσι στις 14.34 οι Τούρκοι εισήλθαν και πάλι στην ασφάλεια των στενών, υπό την προστασία των επάκτιων πυροβολείων. Η ναυμαχία είχε λήξει. Η νέα νίκη εξασφάλισε οριστικά την κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο.
Από: history-point.gr / ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ Δ. ΚΑΡΥΚΑ
Το τουρκικό ναυτικό διέθετε δύο ισχυρά θωρηκτά γερμανικής κατασκευής, τα «Μπαρμπαρόσα» (πρώην Kurfürst Friedrich Wilhelm) και «Τουργκούτ-Ρέις» (πρώην Weissenburg). Τα πλοία αυτά αποτέλεσαν τον κύριο αντίπαλο της ελληνικής ναυαρχίδας, του θωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιος Αβέρωφ». Καθελκύστηκαν το 1891 και παραδόθηκαν το 1893 και το 1894 αντίστοιχα. Ήταν τα πρώτα γερμανικά θωρηκτά ανοιχτής θαλάσσης. Έφεραν έξι πυροβόλα των 208 χλστ. (11in) σε τρεις δίδυμους πύργους. Τα πυροβόλα στον πρωραίο και τον πρυμναίο πύργο είχαν μήκος κάννης 40 διαμετρημάτων, ενώ αυτά του κεντρικού πύργου είχαν μήκος κάννης 35 διαμετρημάτων.
Τα σκάφη έφεραν επίσης 6 πυροβόλα των 105 χστλ. 8 των 88 χλστ., 12 πολυβόλα και 6 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 450 χλστ. Είχαν εκτόπισμα 10.501 τόνων, μήκος 115,7 μ., πλάτος 19,5 μ. και βύθισμα 7,9μ. Είχαν μηχανές τριπλής εκτόνωσης που απέδιδαν 10.200 hp και επέτρεπαν στα πλοία να αναπτύσσουν μέγιστη ταχύτητα 16,5 Κόμβων. Τα σκάφη ήταν καλά θωρακισμένα. Η θωρηκτή ζώνη είχε πάχος 12-16in. Όχι τυχαία τα δύο σκάφη θεωρούνταν τα ισχυρότερα πολεμικά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην άλλη πλευρά το θωρακισμένο καταδρομικό “Γεώργιος Αβέρωφ”, που εν μέρει ναυπηγήθηκε από τη δωρεά του ομώνυμου ομογενή, ανήκε στην κλάση “Πίζα”. Καθελκύστηκε το 1910. Το πλοίο έφερε 4 πυροβόλα των 9,2 ιντσών (234 χλστ.) βρετανικά της Armstrong – αντί των ιταλικών των 10in, που έφεραν τα “αδελφά” του (Pisa & Amalfi) – σε δύο δίδυμους πύργους, 8 πυροβόλα των 7,5 ιντσών (190 χλστ.) σε τέσσερις δίδυμους πύργους, στις τέσσερις «γωνίες» της υπερκατασκευής, 16 πυροβόλα των 75 χλστ, δύο πυροβόλα των 47 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 457 χλστ. Το μέγιστο πάχος της θωρηκτής ζώνης έφτανε τις 8 ίντσες (203 χλστ.) ενώ η θωράκιση της γέφυρας μάχης είχε πάχος 7 in.
Η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους ξεπερνούσε τους 22,5 Κόμβους. Αυτό, σε συνδυασμό με τα αξιόπιστα βρετανικά πυροβόλα του, προσέδιδαν στο “Αβέρωφ” σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των τουρκικών σκαφών, σε συνάρτηση με την άριστη εκπαίδευση των Ελλήνων πυροβολητών. Τα ιταλικά “αδερφά” πλοία είχαν ελαφρύτερη θωράκιση, αλλά υψηλότερη ταχύτητα. Το ελληνικό ναυτικό όμως επένδυσε περισσότερο στην προστασία.
Την 5η Οκτωβρίου 1912 ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση τη Λήμνο. Το νησί απελευθερώθηκε την επομένη και κατέστη η κύρια βάση του ελληνικού στόλου. Η Λήμνος απείχε ελάχιστα από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Έτσι ο έλεγχος των στενών ήταν πιο εύκολος. Στο επόμενο διάστημα ο ελληνικός στόλος άρχισε να απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα σκλαβωμένα νησιά. Από την Τένεδο μάλιστα ο Έλληνας στόλαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ανυπομονώντας να συγκρουστεί και να νικήσει τον τουρκικό στόλο, δεν δίστασε να υποχρεώσει τον Τούρκο τηλεγραφητή του νησιού, να αποστείλει τηλεγράφημα στον Τούρκο υπουργό των Ναυτικών, με το οποίο του ζητούσε να διατάξει την έξοδο του στόλου του στο Αιγαίο.
«Καταλάβαμε την Τένεδο και αναμένομε τον αντίπαλο στόλο. Εάν ο στόλος σας δεν έχει γαιάνθρακας είμαι προθυμότατος παραχωρήσω. Κουντουριώτης»! Πώς θα μπορούσε ποτέ να έχει ηττηθεί ο ελληνικός στόλος υπό την αρχηγία τέτοιου ναυάρχου, ο οποίος όχι μόνο αψηφούσε τον εχθρό, αλλά και τον ταπείνωνε με αυτόν τον τρόπο; Ο Υδραίος Κουντουριώτης ανήκε σε αυτή τη μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ήρωες. Ήταν ένας Έλληνας με την κλασική αποκοτιά της φυλής, την γνήσια και πηγαία αυτή «τρέλα», το ελληνικό φιλότιμο. Ο Κουντουριώτης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη ώρα.
Έλλη
Ξημέρωνε η 3η Δεκεμβρίου 1912. Τα ελληνικά πλοία περιπολούσαν μεταξύ Ίμβρου και Τενέδου. Ξαφνικά τα μισοκοιμισμένα ελληνικά πληρώματα ξύπνησαν απότομα. Η σάλπιγγα κάθε πλοίου ήχησε δίνοντας το σύνθημα της πολεμικής έγερσης. Από στόμα σε στόμα μεταδόθηκε η χαρμόσυνη είδηση. «Στήλες καπνού από τα Δαρδανέλια. Οι Τούρκοι βγαίνουν». Ένα αίσθημα ανακούφισης κυρίευσε κάθε άνδρα του ελληνικού στόλου, από τον ναύαρχο Κουντουριώτη ως τον τελευταίο ναύτη. Σε γραμμή παραγωγής το προστατευμένο καταδρομικό «Μεντζιτιέ» και τρία αντιτορπιλικά έπλεαν προς την έξοδο των στενών. Σε λίγο είχαν εξέλθει και είχαν στραφεί νότια. Από τα στενά όμως ξεχώριζαν τώρα και άλλες στήλες καπνού. Ήταν τα τουρκικά θωρηκτά που έπλεαν με τη σειρά τους προς την έξοδο. Προηγείτο η ναυαρχίδα «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», στην οποία επέβαινε ο ναύαρχος Ραμίζ πασάς.
Ακολουθούσαν, επίσης σε γραμμή παραγωγής τα «Τουργκούτ-Ρέις», και τα παλαιότερα «Μεσουδιέ» και «Ασάρ-ι-Τεφίκ». Τα τουρκικά θωρηκτά αρχικά κινήθηκαν νότια. Σε λίγο όμως άλλαξαν πορεία και κινήθηκαν βορειοδυτικά. Στις 09.00 οι δύο στόλοι βρισκόταν ακριβώς απέναντι, ο ένας από τον άλλο, σε απόσταση 14 χλμ. απαγορευτική ακόμα για την εκτέλεση πυρών, με πιθανότητες επιτυχίας. Από τη γέφυρα του «Αβέρωφ» ο Κουντουριώτης παρατηρούσε τις εχθρικές κινήσεις. Με κρεμασμένο στο λαιμό του τον σταυρό του από Τίμιο Ξύλο, ο ναύαρχος απηύθυνε στα πληρώματά του την ημερήσια διαταγή. «Με τη βοήθεια του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας, και εν ονόματι του δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησην προς την νίκην, εναντίον του εχθρού του γένους. Κουντουριώτης».
Την ίδια ώρα ο ναύαρχος φώναζε από τη γέφυρα στους ναύτες του «Αβέρωφ»: «Ήρθε η ώρα μας παιδιά. Θυμηθείτε τους ναυμάχους του ’21. Θα τους τσακίσουμε τους απίστους! Ο Θεός είναι μαζί μας». Αμέσως μετά ο ναύαρχος κατέβηκε από τη γέφυρα και μαζί με τον ιερέα του πλοίου, αρχιμανδρίτη Δάφνο, γύρισε όλο το πλοίο, εμψυχώνοντας τους άνδρες του. Η ώρα ήταν 09.22 όταν δύο λάμψεις φάνηκαν από τον πρωραίο πύργο του «Μπαρμπαρόσα».
Το παράδειγμα του ακολούθησαν και τα λοιπά τουρκικά θωρηκτά. Λίγες στιγμές αργότερα απάντησαν και τα ελληνικά πλοία. Οι Τούρκοι έβαλαν ασταμάτητα και ιδιαίτερα πυκνά, αλλά και ιδιαίτερα άστοχα. Αντίθετα το πυρ των ελληνικών πλοίων ήταν πιο αργό μα και πιο εύστοχο. Μετά από ανταλλαγή πυρών επί 10 περίπου λεπτά, οι πρώτες πυρκαγιές έγιναν ορατές επί των τουρκικών θωρηκτών. Η απόσταση που χώριζε τους δύο στόλους συνεχώς μειωνόταν. Ο Κουντουριώτης από την γέφυρα του «Αβέρωφ» συνέχιζε να διευθύνει, εντελώς ακάλυπτος, τον αγώνα. Μάταια οι αξιωματικοί του τον παρακαλούσαν να εισέλθει στη θωρακισμένη γέφυρα και να διευθύνει από εκεί τη μάχη. Αυτός παρέμεινε ατάραχος στη θέση του.
Ξαφνικά ο Κουντουριώτης, αντιλαμβανόμενος ότι η παραμονή του «Αβέρωφ» εντός σχηματισμού δεν του επέτρεπε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες του πλοίου, έλαβε τη ιστορική απόφαση, που έκρινε και την τύχη της σύγκρουσης. Αφήνοντας τη διοίκηση της μοίρας των παλαιών θωρηκτών, στον κυβερνήτη του «Σπέτσαι», Πλοίαρχο Γκίνη, ο Κουντουριώτης διέταξε να υψωθεί στον ιστό της ναυαρχίδας το περίφημο σήμα Ζ. Με τον τρόπο αυτό ο ναύαρχος δήλωσε την πρόθεσή του να κινηθεί με τον «Αβέρωφ» ανεξάρτητα.
Ο «Μπάρμπα- Γιώργος» μούγκρισε καθώς τα «καζάνια» άρχισαν να τροφοδοτούνται με όλο και περισσότερο άνθρακα. Το «Αβέρωφ» έπλεε τώρα με ταχύτητα 20 κόμβων. Σκοπός του Κουντουριώτη δεν ήταν άλλος από το να διασταυρώσει το Τ του τουρκικού στόλου με το «Αβέρωφ», την ώρα που τα άλλα τρία ελληνικά θωρηκτά θα τον έπλητταν από το πλευρό. Στις 09.55 το «Αβέρωφ» βρισκόταν ακριβώς κάθετα ως προς τον άξονα πλεύσης των τουρκικών θωρηκτών. Τα πυροβόλα του έβαλαν συνεχώς κατά του προπορευόμενου «Μπαρμπαρόσα», από το οποίο πύρινοι πίδακες ξεπετάγονταν συνεχώς. Αλλά και τα λοιπά τουρκικά πλοία δέχονταν καταιγισμό πυρών από τα ελληνικά θωρηκτά και τα ανιχνευτικά.
Βαλλόμενος από παντού, ο Τούρκος ναύαρχος αντελήφθη ότι αν δεν υποχωρούσε σύντομα εντός των στενών, ο στόλος του θα διακοσμούσε με κουφάρια πλοίων τον βυθό του Αιγαίου. Αναγκάστηκε λοιπόν να διατάξει την αλλαγή πορείας πλεύσης προς τα στενά. Το σήμα του όμως, μέσα στην άψη της μάχης, παρερμηνεύθηκε, με αποτέλεσμα η τουρκική παράταξη να χάσει κάθε συνοχή. Μπροστά στο χάος που επακολούθησε, ο απογοητευμένος Ραμίζ διέταξε τα σκάφη του να πλεύσουν ανεξάρτητα προς τα στενά.
Ο Κουντουριώτης βλέποντας τη διάλυση του τουρκικού σχηματισμού, διέταξε την επίθεση των αντιτορπιλικών κατά του εχθρού. Δυστυχώς όμως η κεραία του ασυρμάτου του «Αβέρωφ» είχε καταστραφεί από τα εχθρικά πυρά και το σήμα, για καλή τύχη των Τούρκων, δεν έφτασε ποτέ στα ελληνικά αντιτορπιλικά. Εκνευρισμένος τότε ο ναύαρχος αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον τουρκικό στόλο μόνος του, με τον «Αβέρωφ», το «σεϊτάν παπόρ», όπως το ονόμασαν οι Τούρκοι. Το θέαμα ήταν πράγματι μοναδικό. Ένα μόνο πλοίο καταδίωκε μόνο του έναν ολόκληρο στόλο! Όλα τα τουρκικά σκάφη και τα επάκτια πυροβολεία έβαλαν ασταμάτητα κατά του «Αβέρωφ». Τα πυρά τους όμως ήταν τραγικά άστοχα και ο τυχερός «Μπάρμπα Γιώργος» ξέφευγε.
Παρά την καταδίωξη του «Αβέρωφ» πάντως, τα τουρκικά πλοία κατόρθωσαν να εισέλθουν στα στενά, έστω και φλεγόμενα. Η ναυμαχία είχε λήξει με πλήρη επικράτηση του ελληνικού στόλου. Είχε διαρκέσει 63 μόλις λεπτά της ώρας. Κατά τη «Ναυμαχία της Έλλης» ο ελληνικός στόλος ελάχιστες βλάβες υπέστη. Ένας μόνο άνδρας σκοτώθηκε και οκτώ τραυματίστηκαν. Αντίθετα ο τουρκικός στόλος είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και σοβαρές απώλειες. Περισσότεροι από 100 άνδρες είχαν σκοτωθεί και άλλοι τόσοι είχαν τραυματιστεί. Τις σοβαρότερες ζημιές τις είχε υποστεί το «Μπαρμπαρόσα».
Στο μεταξύ οι τουρκικές εφημερίδες, προφανώς με εντολή της κυβέρνησης συναγωνίζονταν η μία την άλλη στη δημοσίευση της αισχρότερης τερατολογίας. Έτσι κάποιες από αυτές βεβαίωναν τους αναγνώστες τους για τη βύθιση του «Αβέρωφ» στην είσοδο των στενών. Άλλες πάλι περιέγραφαν με ζωηρά χρώματα την καταβύθιση του «Αβέρωφ» 70 ν.μ. από τον Πειραιά, στο λιμάνι του οποίου ρυμουλκούνταν, μετά τις σοβαρές ζημιές που είχε υποστεί στη ναυμαχία. Άλλες τέλος, έκαναν λόγω για άτακτη υποχώρηση και συντριβή ολόκληρου του ελληνικού στόλου!
Λήμνος
Μετά την ήττα τους στην Ναυμαχία της Έλλης, οι Τούρκοι, αφού με τη βοήθεια Γερμανών τεχνικών επισκεύασαν γρήγορα τα πλοία τους, αποφάσισαν να ξαναβγούν στο Αιγαίο. Χρειάζονταν μια ναυτική επιτυχία για να αποκαταστήσουν το γόητρο τους. Η κοινή γνώμη άλλωστε ήταν ανάστατη, όταν παρά τα φρικτά ψέματα των εφημερίδων φάνηκε τελικά η πικρή αλήθεια. Η έξοδος όμως στο Αιγαίο ήταν δύσκολο εγχείρημα, εφόσον στην περιοχή έπλεε το «διαβολοκάραβο» των Ελλήνων, το θρυλικό «Αβέρωφ». Έπρεπε να βρεθεί τρόπος απομάκρυνσής του από την περιοχή.
Την 1η Ιανουαρίου 1913, ένα τουρκικό πολεμικό, βαμμένο με τα χρώματα του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, έβγαινε αθέατο από τα στενά, κατευθυνόμενο στο κεντρικό Αιγαίο. Επρόκειτο για το καταδρομικό «Χαμηδιέ». Την επομένη κιόλας μέρα το τουρκικό δόλωμα έκανε αισθητή την παρουσία του, βομβαρδίζοντας την Σύρο. Όλοι φοβήθηκαν τυχόν επίθεση του καταδρομικού στον Πειραιά. Ο Κουντουριώτης όμως – ευτυχώς – δεν συμμερίστηκε τις ανησυχίες και τις προτάσεις της κυβέρνησης. Στάθηκε για μια ακόμα φορά στο ύψος των περιστάσεων και αποφάσισε να παραμείνει με όλο τον στόλο στον Μούδρο.
Την 5η Ιανουαρίου 1913 ο στόλος του Ναυάρχου Ραμίζ, έκανε την εμφάνισή του στην έξοδο των στενών. Ο Ραμίζ ήταν βέβαιος πως ο αντιπερισπασμός του με το «Χαμηδιέ» είχε επιτύχει και πως ο ελληνικός στόλος ήταν διεσπαρμένος καταδιώκοντας το καταδρομικό. Στον ιστό της ναυαρχίδας του, του θωρηκτού «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα», κυμάτιζε η πολεμική σημαία του ομώνυμου κουρσάρου του 16ου αιώνα, που είχε καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών. Με τη χρήση του ιστορικού αυτού κειμηλίου, ο Ραμίζ ήλπιζε να ανυψώσει το καταρρακωμένο ηθικό των ανδρών του.
Ο τουρκικός στόλος έγινε βέβαια αντιληπτός από τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Λέων» και «Ασπίς». Στις 09.45 ο ελληνικός στόλος έπλεε προς συνάντηση του εχθρού. Λίγα λεπτά αργότερα οι δύο στόλοι ήρθαν σε οπτική επαφή. Τα τουρκικά θωρηκτά έπλεαν επικεφαλής του στόλου, σε γραμμή παραγωγής με τη γνωστή σειρά, «Μπαρμπαρόσα», «Τουργκούτ-Ρέις» και «Μεσουδιέ». Στην γραμμή των θωρηκτών είχε ενταχθεί και το καταδρομικό «Μεντζιτιέ». Στη θέα του εχθρού ο Κουντουριώτης εξέδωσε την ημερήσια διαταγή προς τους άνδρες του: «Το παν εξαρτάται από την σημερινή ημέρα για την αγαπητή μας Ελλάδα. Φανείτε λέοντες. Κουντουριώτης».
Στις 11.34 οι Τούρκοι άνοιξαν και πάλι πρώτοι πυρ από απόσταση 8.400 μέτρων. Ένα λεπτό αργότερα τα ελληνικά πλοία απάντησαν. Τα τουρκικά πυρά ήταν ως συνήθως πυκνά και ως συνήθως εξαιρετικά άστοχα! Αντίθετα τα ελληνικά σκάφη απάντησαν με καλοσκοπευμένες ομοβροντίες. Στις 11.45 το «Μπαρμπαρόσα» τυλίχτηκε στις φλόγες από 15 συνεχόμενες εύστοχες βολές του «Αβέρωφ» εναντίον του.
Μια από τις βολές έπληξε τον ιστό του πλοίου και τον απέκοψε, ρίχνοντας στη θάλασσα τη σημαία του πειρατή, με τα λόγια του Κορανίου επάνω. Άλλο ένα βλήμα έπληξε το πλοίο στον μεσαίο πύργο των πυροβόλων των 11 ιντσών. Το βλήμα διαπέρασε τη θωράκιση του πύργου και τον κατέστρεψε, σκοτώνοντας και 33 από τους 35 άνδρες της ομοχειρίας του.Ύστερα από αυτό, το ταλαίπωρο «Μπαρμπαρόσα», στράφηκε προς τα πίσω. Το ακολούθησαν και τα λοιπά σκάφη. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εισέλθουν και πάλι στα στενά. Το «Τουργκούτ-Ρέις», που είχε παραμείνει αλώβητο, ως τότε, μπήκε στην «ουρά» της τουρκικής γραμμής, ως οπισθοφυλακή του στόλου.
Ο Κουντουριώτης από την πλευρά του δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήθελε να καταστρέψει ολοσχερώς τον εχθρικό στόλο. Για αυτό άρχισε, μόνο με τον ταχύτατο «Αβέρωφ» και πάλι να καταδιώκει τους Τούρκους. Παρά τα νέα πλήγματα που προκάλεσε το «Αβέρωφ» στα εχθρικά πλοία, δεν κατάφερε να εμποδίσει την αποχώρησή τους. Τα παλαιά ελληνικά θωρηκτά δεν μπορούσαν να το ακολουθήσουν και αυτό μόνο του δεν μπορούσε να νικήσει έναν στόλο ολόκληρο. Έτσι στις 14.34 οι Τούρκοι εισήλθαν και πάλι στην ασφάλεια των στενών, υπό την προστασία των επάκτιων πυροβολείων. Η ναυμαχία είχε λήξει. Η νέα νίκη εξασφάλισε οριστικά την κυριαρχία του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο.
To Kurfürst Friedrich Wilhelm.
To Weissenburg.