Στα σύγχρονα καπιταλιστικά συστήματα, περισσότερο ή λιγότερο νεοφιλελεύθερα, ο βασικός «σταθεροποιητής» είναι η μεσαία τάξη – η οποία κερδίζει χρήματα από τη μισθωτή κυρίως εργασία της, παρέχει σταθερά εργατικό δυναμικό ή νέους επιχειρηματίες, αποτελεί τη βασική δεξαμενή καταναλωτών, δανείζεται χρήματα και τροφοδοτεί τη ζήτηση. Έτσι απορροφάει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, αποφέροντας κέρδος στους παραγωγούς – μέρος του οποίου επενδύουν. Χωρίς μία σταθερή και κυρίαρχη μεσαία τάξη, το κεφάλαιο έχει λίγες ευκαιρίες να επενδύσει σε παραγωγικές διαδικασίες – οπότε η οικονομία επιβραδύνεται και είναι επιρρεπής στην κατάρρευση της, αφού ευρίσκεται μακριά από το σημείο ισορροπίας της. Η συγκεκριμένη διαδικασία της παρακμής, της πτώσης της μεσαίας τάξης, πόσο μάλλον της εξαΰλωσης της, ερμηνεύεται καλύτερα ως Αποκεφαλαιοποίηση – επειδή η μεσαία τάξη είναι ουσιαστικά ένα μέσον για τη μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαια, μέσω της αποταμίευσης και των επενδύσεων.
Από: analyst.gr
Ανάλυση
Η ενεργειακή κρίση, η οποία ήταν αναμενόμενη ήδη από το 2019, με κριτήριο την ανάλυση/προειδοποίηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ανάλυση), ενώ απλά επιδεινώθηκε από τον πόλεμο της Ουκρανίας και την κερδοσκοπία, σε συνδυασμό με τον «πληθωρισμό προσφοράς» ως αποτέλεσμα των προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, της ενέργειας κλπ., θα εξαϋλώσει τη μεσαία τάξη – ενώ θα εξαθλιώσει την κατώτερη.
Πόσο μάλλον όταν προβλέπεται στασιμοπληθωρισμός από το 2023 – ο οποίος είναι θανατηφόρος για τα υπερχρεωμένα κράτη, καθώς επίσης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μεταξύ άλλων λόγω της υφεσιακής αύξησης των επιτοκίων δανεισμού όχι μόνο των κεντρικών τραπεζών αλλά, επί πλέον, των εμπορικών.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως με τη λέξη «στασιμοπληθωρισμός» περιγράφεται η κατάσταση μίας «συναλλαγματικής περιοχής», στην οποία έχουμε την ίδια χρονική περίοδο (α) μειωμένη ανάπτυξη ή οικονομική στασιμότητα και (β) πληθωρισμό.
Κατά τη διάρκεια δε της περιόδου αυτής, μία οικονομία δεν μπορεί ούτε να χρησιμοποιήσει την παραγωγική της δυναμικότητα, μέσω της νομισματικής επέκτασης (τύπωμα χρημάτων, χαμηλά επιτόκια), καθώς επίσης της διευκόλυνσης των πιστώσεων, ούτε να περιορίσει τη μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων, μέσω της μείωσης του επιπέδου των δραστηριοτήτων της. Η αιτία είναι το ότι οι δύο αυτοί στόχοι είναι αντικρουόμενοι μεταξύ τους – οπότε αποτελούν ένα πολύ δύσκολο οικονομικό και πολιτικό δίλημμα (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε μία παλαιότερη ανάλυση μας – αφού έκτοτε η κατάσταση της μεσαίας τάξης, πόσο μάλλον της κατώτερης, έχει επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Η αποκεφαλαιοποίηση της μεσαίας τάξης
Πριν αναλύσουμε τι συμβαίνει στη μεσαία τάξη, σε ολόκληρη τη Δύση, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα μετά την επιβολή των μνημονίων και του PSI, θα πρέπει να ερμηνεύουμε τον όρο «Αποκεφαλαιοποίηση» – γεγονός που σημαίνει πως οφείλουμε να ξεκινήσουμε με τις βασικές αρχές κάθε οικονομίας. Δηλαδή, με τη διαφορά μεταξύ εργασίας (=μισθών) και κεφαλαίου – καθώς επίσης επενδύσεων και κερδοσκοπίας.
Εν προκειμένω, είναι ίσως δελεαστικό να υπεραπλουστεύσει κανείς ή να «δαιμονοποιήσει» ορισμένες από αυτές τις έννοιες, όπως την κερδοσκοπία – αφού σε μία υγιή οικονομία που χαρακτηρίζεται από δυναμική ισορροπία, μία κατάσταση δηλαδή ανάλογη με ένα υγιές οικοσύστημα που διακρίνεται από συνεχώς μεταβαλλόμενες αλληλεπιδράσεις πολλών ειδών και συνθηκών (από τα δηλητηριώδη έντομα έως τις καταιγίδες), όλοι και όλα έχουν ρόλο.
Για παράδειγμα, χωρίς τους κερδοσκόπους που αναζητούν τις υπερβολές (φούσκες), από τα νομίσματα έως τις τιμές των ακινήτων και τις μετοχές, τοποθετούμενοι εναντίον, δεν θα διορθωνόταν καθόλου οι διαστρεβλώσεις – με αποτέλεσμα την τελική κατάρρευση του συστήματος, στο οποίο προσφέρουν μία δυναμική σταθερότητα που το ισορροπεί.
Εάν τώρα το μερίδιο της εργασίας στην οικονομία μειωθεί πολύ, τότε το εργατικό δυναμικό δεν μπορεί να καταναλώσει αρκετά – υποστηρίζοντας τα νοικοκυριά, τη ζήτηση, εξ αυτής τις επενδύσεις και τελικά την οικονομία στο σύνολο της. Από την άλλη πλευρά, εάν το κεφάλαιο δεν μπορεί να βρει ελκυστικές αποδόσεις, τότε σταματούν οι επενδύσεις – η ρευστότητα «στεγνώνει» και τα πάντα καταρρέουν. Εάν όμως η κερδοσκοπία μετατραπεί στο θεμέλιο της «ανάπτυξης», όπως σε πολλές δυτικές χώρες σήμερα και ιδίως στις Η.Π.Α., τότε η αναπόφευκτη κατάρρευση των κερδοσκοπικών υπερβολών (φούσκες, ανάλυση), συντρίβει την οικονομία.
Περαιτέρω, στα σύγχρονα καπιταλιστικά συστήματα, περισσότερο ή λιγότερο νεοφιλελεύθερα, ο βασικός «σταθεροποιητής» είναι η μεσαία τάξη – η οποία κερδίζει χρήματα από τη μισθωτή κυρίως εργασία της, παρέχει σταθερά εργατικό δυναμικό ή νέους επιχειρηματίες, αποτελεί τη βασική δεξαμενή καταναλωτών, δανείζεται χρήματα και τροφοδοτεί τη ζήτηση. Έτσι απορροφάει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, αποφέροντας κέρδος στους παραγωγούς – μέρος του οποίου επενδύουν.
Χωρίς μία σταθερή και κυρίαρχη μεσαία τάξη, το κεφάλαιο έχει λίγες ευκαιρίες να επενδύσει σε παραγωγικές διαδικασίες – οπότε η οικονομία επιβραδύνεται και είναι επιρρεπής στην κατάρρευση της, αφού ευρίσκεται μακριά από το σημείο ισορροπίας της. Η συγκεκριμένη διαδικασία της παρακμής, της πτώσης της μεσαίας τάξης, ερμηνεύεται καλύτερα ως Αποκεφαλαιοποίηση – επειδή η μεσαία τάξη είναι ουσιαστικά ένα μέσον για τη μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαια, μέσω της αποταμίευσης και των επενδύσεων (ανάλυση).
Αυτού του είδους η μακροοικονομική σκέψη, η οποία είναι απαραίτητη για να βρει μία χώρα και μία κοινωνία το οικονομικό μοντέλο που της ταιριάζει για να είναι βιώσιμη, δεν γίνεται κατανοητή από το οικονομικό επιτελείο μίας κυβέρνησης που λειτουργεί λογιστικά, όπως η ελληνική – που προσπαθεί δηλαδή συνεχώς να καλύψει «τρύπες», συνήθως με επιδόματα που δεν τροφοδοτούν την παραγωγική διαδικασία. Λογικά λοιπόν δεν κατανοεί πως εάν δεν επιλυθούν τα θεμελιώδη προβλήματα, όπως τα υπέρογκα μη βιώσιμα δημόσια και κόκκινα ιδιωτικά χρέη της Ελλάδας, η οικονομία απομακρύνεται συνεχώς από το σημείο ισορροπίας της και η μεσαία τάξη καταρρέει – μαζί με αυτήν τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και η Δημοκρατία.
Η προσπάθεια δε να σταθεροποιηθεί με αστυνομικά μέσα, με κατασταλτικά δηλαδή όπως σήμερα με την αστυνομία και με την παρακολούθηση των φοιτητών στα Πανεπιστήμια, δεν αποφέρει ποτέ – αφού η διαδικασία κατάρρευσης συνεχίζεται, οπότε οι κοινωνικές αναταραχές είναι αδύνατον να εμποδισθούν, όταν η κοινωνία φτάσει στο σημείο μηδέν.
Το κεφάλαιο
Συνεχίζοντας, η παραδοσιακή διαδικασία της κοινωνικής κινητικότητας, από την εργατική τάξη στη μεσαία τάξη, είναι μία από τις «κεφαλαιοποιητικές» εργασίες – με την έννοια πως ο χρόνος και οι αποταμιεύσεις επενδύονται στην υψηλή εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να «κεφαλαιοποιείται» η μελλοντική εργασία, αυξάνοντας την παραγωγικότητα.
Δυστυχώς η διαδικασία αυτή όχι μόνο έχει σταματήσει στην Ελλάδα αλλά, πολύ χειρότερα, η υφιστάμενη εργασία υψηλής παραγωγικότητας μεταναστεύει στο εξωτερικό (brain drain, γράφημα – οπότε η χώρα χάνει όλες τις επενδύσεις της σε έμψυχο δυναμικό (εκτιμώνται στις 200.000 € ανά άτομο), μειώνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, καταρρέει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και περιορίζεται το ΑΕΠ της (κάθε ένα άτομο που εγκαταλείπει την Ελλάδα αφαιρεί 50.000 € ετήσιο ΑΕΠ – στη Γερμανία που έχει υψηλότερη παραγωγικότητα περί τα 80.000 €).
Το κεφάλαιο τώρα σε μία οικονομία της πληροφορίας, όπως είναι σήμερα οι περισσότερες δυτικές και όχι μόνο, δεν περιορίζεται στα μετρητά χρήματα, στη γη ή στα μηχανήματα – αφού οι γνώσεις και οι δεξιότητες συνιστούν κεφάλαιο, καθώς επίσης οι σχέσεις με μέντορες, προμηθευτές, δανειστές, συναδέλφους, επενδυτές κλπ.
Ο δεύτερος τρόπος δε αξιοποίησης της εργασίας, είναι η εξοικονόμηση χρημάτων και η επένδυση τους σε περιουσιακά στοιχεία που είτε παράγουν εισόδημα, είτε κερδίζουν σε αξία – όπως μία μικρή επιχείρηση, ένα σπίτι, η γη, η μίσθωση ακινήτων και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (ομόλογα, μετοχές με μερίσματα ή με προοπτικές ανόδου της τιμής τους κλπ.).
Περαιτέρω, ο λιτός, επενδυτικός, μακροπρόθεσμος προγραμματισμός και η αναβαλλόμενη κατανάλωση, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις όσον αφορά την κεφαλαιοποίηση της εργασίας – αφού έτσι μετατρέπεται η εργασία σε περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισόδημα ή υπεραξίες. Όσο λοιπόν η ιδιοκτησία ενός νοικοκυριού περιουσιακών στοιχείων που παράγουν μη δεδουλευμένο εισόδημα αυξάνεται, τόσο αυξάνεται το εισόδημα και ο πλούτος του.
Το γεγονός αυτό με τη σειρά του αυξάνει την οικονομική ασφάλεια του νοικοκυριού και δημιουργεί ένα «κομπόδεμα» που μπορεί να μεταφερθεί στην επόμενη γενιά – βελτιώνοντας τη δική της αφετηρία και την ασφάλεια της, μέσω της κληρονομιάς περιουσιακών στοιχείων που παράγουν κεφαλαιακό εισόδημα.
Από την άλλη πλευρά, όσο η παραγωγικότητα αυξάνει την αξία της εργασίας, (σημειώνοντας πως η παραγωγικότητα είναι συνάρτηση των επενδύσεων που έχουν καταρρεύσει προ πολλού στην Ελλάδα, μαζί με το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου –πηγή – όπως φαίνεται στο γράφημα), η μεσαία τάξη μπορεί να αξιοποιήσει τα μελλοντικά κέρδη της (μισθοί) σε περιουσιακά στοιχεία – δανειζόμενη χρήματα για να αγοράσει ένα σπίτι κοκ.
Εάν τώρα το ενυπόθηκο δάνειο είναι σταθερού επιτοκίου και το εισόδημα αναμένεται να αυξηθεί με την άνοδο της παραγωγικότητας, τότε πρόκειται για μία κατάσταση «win-win» – με την έννοια πως το κεφάλαιο κερδίζει μία προβλέψιμη, χαμηλού κινδύνου απόδοση από την υποθήκη, λόγω της ανόδου της τιμής του σπιτιού, ενώ το νοικοκυριό της μεσαίας τάξης έχει μερίδιο σε ένα οικογενειακό σπίτι.
Εν προκειμένω (σημειώνοντας πως δεν πρέπει να δανείζεται ποτέ κανείς για καταναλωτικούς σκοπούς αλλά μόνο για επενδυτικούς, αφού μόνο έτσι μπορεί να κερδίσει την αποπληρωμή του δανείου του μαζί με τους τόκους), το σπίτι είναι ένα περιουσιακό στοιχείο που λειτουργεί ως μηχανισμός αποταμίευσης – επειδή οι δόσεις ξεπληρώνουν σταδιακά το χρέος και αυξάνουν τα «ίδια κεφάλαια» του νοικοκυριού.
Η Αποκεφαλαιοποίηση
Περαιτέρω, οι παραπάνω διαδικασίες της κεφαλαιοποίησης της μεσαίας τάξης έχουν σταματήσει σε αρκετές χώρες, καταστρέφοντας ολόκληρη τη δομή – όπως στις Η.Π.Α., για να μην αναφέρουμε συνεχώς την Ελλάδα που ασφαλώς ευρίσκεται σε τρισχειρότερη θέση, χωρίς φυσικά να διαθέτει τα όπλα των Η.Π.Α. (δολάριο, στρατιωτική ισχύς, χρηματοπιστωτική δύναμη κλπ.).
Ως εκ τούτου η οικονομία της υπερδύναμης είναι εκτός ισορροπίας, έχει απομακρυνθεί πολύ από το σημείο ισορροπίας και είναι επιρρεπής σε μία χαοτική κατάρρευση – αφού το 90% των Πολιτών της που συμπεριλαμβάνει φυσικά τη μεσαία τάξη, όλο και πιο δύσκολα είναι σε θέση να μετατρέψει την εργασία σε κεφάλαιο. Οι αιτίες είναι οι εξής:
(α) Το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα ευρίσκεται σε πτωτική πορεία τις τελευταίες πέντε δεκαετίες (γράφημα) – από τότε δηλαδή που άρχισε να μετατοπίζεται από την εργασία στο κεφάλαιο, με τη διαδικασία να έχει επιταχυνθεί μετά την εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού. Την ίδια εποχή άρχισε να αυξάνεται το ιδιωτικό χρέος, για να καλύψει την απώλεια των μισθών, δυστυχώς για καταναλωτικούς κυρίως σκοπούς – επίσης το δημόσιο χρέος, παράλληλα με την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Ταυτόχρονα απελευθερώθηκαν οι αγορές και οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η κερδοσκοπική κερδοσκοπία – η μορφή της κερδοσκοπίας δηλαδή που μοιάζει με τυχερό παιχνίδι, στα πλαίσια του καπιταλισμού-καζίνο (ανάλυση). Ειδικότερα, το συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών στις Η.Π.Α. το 2018 ήταν 17,6 τρις $ (πηγή) – ενώ η πραγματική μείωση του από το 1973 έως το 2018 ήταν περίπου 8,5%. Με απλά λόγια, ένα εισόδημα περίπου 8,5% που ισούται με 1,5 τρις $, μετατοπιζόταν από την εργασία στο κεφάλαιο κάθε χρόνο.
Το ποσόν φαίνεται βέβαια τεράστιο – αλλά όπως τεκμηριώνεται από μία έρευνα (πηγή), 50 τρις $ μεταφέρθηκαν από την εργασία, από το χαμηλότερο 90% του εργατικού δυναμικού, προς το κορυφαίο 10% που κατέχει το συντριπτικό μέρος του κεφαλαίου.
(β) Εντός του εργατικού δυναμικού, οι μισθοί έχουν μεταφερθεί στο ανώτατο 10% που σήμερα κερδίζει το 50% του συνόλου του φορολογητέου εισοδήματος (γράφημα). Η αιτία είναι το ότι, η χρηματιστικοποίηση και η παγκοσμιοποίηση έχουν αυξήσει σημαντικά τους μισθούς των εργαζομένων με εξειδικευμένες δεξιότητες στο χρηματοοικονομικό σύστημα, έχοντας απαξιώσει όλες τις άλλες – αφού σε μία παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική οικονομία, απαιτούνται αυτές ακριβώς οι ικανότητες.
(γ) Επειδή οι υψηλόμισθες θέσεις εργασίας και τα κεφάλαια, πάντοτε στις Η.Π.Α., μεταφέρθηκαν στα παραλιακά αστικά κέντρα, οι ιδιοκτήτες των σπιτιών και των κεφαλαίων της μεσαίας τάξης σε άλλες περιοχές βίωσαν μία σημαντική μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων, σε όρους χρηματικής αγοραστικής αξίας των χρημάτων – ενώ συνέβη το αντίθετο στις παράκτιες περιοχές, όπου οι αξίες αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ειδικότερα, στις πρώτες η ονομαστική τιμή αυξήθηκε από τα 100.000 $ στα 150.000 $ τα τελευταία 23 χρόνια (αφαιρουμένου του πληθωρισμού πραγματοποίησαν ζημίες), ενώ στις δεύτερες η ονομαστική τιμή παρουσίασε άνοδο – από 100.000 $ στο 1.000.000 $.
Την ίδια στιγμή τα σπίτια, μαζί με κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, έχουν μεταφερθεί σε ένα «καζίνο», όπου σχεδόν όλοι ταξινομούνται σε νικητές και σε ηττημένους – στο οποίο μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζει πλέον η τύχη και μικρότερο οι δεξιότητες. Όσοι δε ήταν πολύ νέοι το 1997 για να αγοράσουν ένα σπίτι με τιμή ίση με το τριπλάσιο του μέσου εισοδήματος της μεσαίας τάξης, δεν έχουν πια την ευκαιρία, ιδίως στις παράκτιες αστικές περιοχές – αφού οι τιμές πλέον έχουν εκτοξευθεί στα ύψη.
(δ) Λόγω του ότι τώρα το κεφάλαιο απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος, τα κέρδη του επιταχύνθηκαν – ενώ εκείνοι που είχαν ήδη περιουσιακά στοιχεία που παράγουν εισόδημα, αποκόμισαν κέρδη τόσο από την ανατίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων, όσο και από τα έσοδα τους. Αντίθετα, όσοι είχαν καταθέσεις, συνήθως οι φτωχότεροι, αποταμιεύσεις δηλαδή, ζημιώθηκαν – αφού οι αποδόσεις τους μηδενίσθηκαν από την πτώση των επιτοκίων μετά το 2009 τόσο εκ μέρους της Fed, όσο και των άλλων κεντρικών τραπεζών.
Το γεγονός αυτό είχε καταστροφικές επιπτώσεις στη μεσαία τάξη – αφού τα εκατοντάδες δις $ που οδηγούνταν στους καταθέτες εξαφανίσθηκαν, λόγω της πολιτικής του QE (ποσοτική χαλάρωση). Η πολιτική αυτή, αφενός μεν έχει μηδενίσει τα επιτόκια, αφετέρου μείωσε την αγοραστική δυνατότητα των χρημάτων, εξαιτίας της αύξησης της ρευστότητας – κάτι που ναι μεν δεν φαίνεται ακόμη τόσο πολύ στο «καλάθι της νοικοκυράς», αλλά στα σπίτια, στα ενοίκια, στις μετοχές κοκ.
Η δεύτερη καταστροφική συνέπεια είναι το ότι, αφού η Fed εξαφάνισε τις αποδόσεις χαμηλού κινδύνου, όπως είναι οι καταθέσεις, όποιος θέλει να έχει πραγματικά έσοδα από τις αποταμιεύσεις του, δηλαδή υψηλότερα του πληθωρισμού, υποχρεώνεται να συμμετέχει στο χρηματιστηριακό καζίνο – να ανταγωνισθεί τα αμοιβαία κεφάλαια, τα κερδοσκοπικά (hedge funds) και τα υπόλοιπα εργαλεία της ελίτ. Ήδη πάντως η Wall Street είναι έξι φορές μεγαλύτερη από τη Main Street (πραγματική οικονομία, γράφημα) – οπότε η φούσκα είναι εκτός ελέγχου,
Με δεδομένο λοιπόν το ότι, ελάχιστοι εργαζόμενοι της μεσαίας τάξης έχουν τις δεξιότητες και την εμπειρία να κερδίσουν τους επαγγελματίες στο καζίνο, τα εισοδήματα και ο πλούτος οδηγήθηκαν σε αυτούς που είχαν τόσο τα κεφάλαια, όσο και τις ικανότητες – οπότε λογικά ο πλούτος μεταφέρθηκε από τα κάτω προς τα επάνω, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι.
Ακόμη χειρότερα, επειδή οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να αλλάξουν νομισματική πολιτική, λόγω της υπερχρέωσης κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών (τυχόν άνοδος των επιτοκίων και μείωση της ρευστότητας θα οδηγούσε σε μαζικές χρεοκοπίες), η κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει – αντίθετα θα επιδεινώνεται, έως ότου βρεθεί μία μη συμβατική λύση, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος πριν ξεσπάσουν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές ή ένα καινούργιο New Deal.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι εισοδηματικές ανισότητες συνεχίζουν να καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο – αφού το 10% των Αμερικανών εισπράττει σήμερα το 97% του συνόλου των κεφαλαιακών εισοδημάτων στη χώρα (πηγή), το 50% των εισοδημάτων που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του 2008 οδηγήθηκε στο πλουσιότερο 1%, ενώ οι τρεις πλουσιότεροι Αμερικανοί μαζί έχουν περισσότερο πλούτο από τα 160.000.000 φτωχότερους!
Πριν από το πρόγραμμα της Fed (ZIRP) για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, η μεσαία τάξη μπορούσε ακόμη να συγκεντρώσει εισόδημα από τα κεφάλαια που διέθετε – τοποθετώντας τα σε επενδύσεις χαμηλού ρίσκου και σταθερών αποδόσεων. Σήμερα είναι πια αδύνατο ενώ, ακόμη χειρότερα, η αξία της εργασίας της συνεχίζει να μειώνεται – οπότε αδυνατεί να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία ή χάνει αυτά που ήδη είχε.
Η αποκεφαλαιοποίηση της είναι δηλαδή δραματική, χωρίς καμία προοπτική αλλαγής στον ορίζοντα – με επόμενο στάδιο τις ληστρικές επιθέσεις του κεφαλαίου, όταν δεν θα βρίσκει πλέον συμφέρουσες αποδόσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Επίσης οι οικονομικοί πόλεμοι μεταξύ διαφόρων χωρών, όπως αυτός που βιώνουμε στην Ελλάδα – η οποία έχει χάσει όλες τις μάχες, έρμαιο πια των Γερμανών και των άλλων δανειστών της που έχουν καταλύσει την εθνική της κυριαρχία, με κυβερνήσεις υποχείρια τους.
Φυσικά υπάρχουν πολλές άλλες εξελίξεις, όπως η Μεγάλη Επαναφορά, η «πανδημία» και τα κλειδώματα (lockdown) που αύξησαν κατά 1 τρις $ τα κέρδη μόνο των αμερικανικών πολυεθνικών, καθώς επίσης η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος – ενώ δεν γνωρίζει κανείς εάν αντιδράσουν τελικά οι κοινωνίες, αρνούμενες τη ληστεία τους.