Για ενεργειακή λαίλαπα και το 2023 κάνουν λόγο οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών, οι οποίες σε μελέτη τους εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρξει και το επόμενο έτος αύξηση των τιμών ενέργειας και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για επιδείνωση της ενεργειακής φτώχειας.
Από: topontiki.gr / Γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Την ίδια ώρα οι Ευρωπαίοι υπουργοί Ενέργειας έχουν την πεποίθηση ότι η ενεργειακή κρίση κάθε άλλο παρά αποκλιμακώνεται.
Την ίδια εικόνα μεταφέρει και η μελέτη για τις λιανικές τιμές ενέργειας το 2021 του ACER (Οργανισμού της Ε.Ε. για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας). Η μελέτη όχι μόνο καταγράφει το ανοδικό ράλι του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ξεκίνησε από τα τέλη του 2021, αλλά και εκτιμά ότι η κρίση θα συνεχιστεί και το υπόλοιπο 2022, επεκτεινόμενη πιθανότατα και στο 2023.
Όπως εξηγεί, καθώς πολλά υφιστάμενα συμβόλαια (προμήθειας στις χονδρεμπορικές αγορές) λήγουν, οι εταιρείες θα βρεθούν αντιμέτωπες με αυξημένο κόστος αγοράς ρεύματος στη spot, αλλά και στις προθεσμιακές χονδρεμπορικές αγορές, το οποίο θα μετακυλιστεί στα τιμολόγια που προσφέρουν στους τελικούς καταναλωτές.
Την ίδια ώρα οι Ευρωπαίοι υπουργοί Ενέργειας έχουν την πεποίθηση ότι η ενεργειακή κρίση κάθε άλλο παρά αποκλιμακώνεται.
Την ίδια εικόνα μεταφέρει και η μελέτη για τις λιανικές τιμές ενέργειας το 2021 του ACER (Οργανισμού της Ε.Ε. για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας). Η μελέτη όχι μόνο καταγράφει το ανοδικό ράλι του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ξεκίνησε από τα τέλη του 2021, αλλά και εκτιμά ότι η κρίση θα συνεχιστεί και το υπόλοιπο 2022, επεκτεινόμενη πιθανότατα και στο 2023.
Όπως εξηγεί, καθώς πολλά υφιστάμενα συμβόλαια (προμήθειας στις χονδρεμπορικές αγορές) λήγουν, οι εταιρείες θα βρεθούν αντιμέτωπες με αυξημένο κόστος αγοράς ρεύματος στη spot, αλλά και στις προθεσμιακές χονδρεμπορικές αγορές, το οποίο θα μετακυλιστεί στα τιμολόγια που προσφέρουν στους τελικούς καταναλωτές.
Τρίτοι στην Ευρώπη!
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η λιανική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα κατέγραψε αύξηση 10,2% το 2021 και διαμορφώθηκε στο 0,183 ευρώ/KWh, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 0,228 ευρώ/KWh. Κατά το τρέχον έτος, υπό την πίεση της ρωσο-ουκρανικής σύρραξης, η τιμή αυξήθηκε έτι περαιτέρω, με την επιβάρυνση να γίνεται ακόμα πιο έντονη, αν αντί για τις ονομαστικές τιμές ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών κάθε χώρας.
Μάλιστα η Ελλάδα αναδεικνύεται φέτος ως τρίτη χώρα στην Ε.Ε. – πίσω μόνο από την Πορτογαλία και τη Νορβηγία – αναφορικά με το ποσοστό του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανάται για τους λογαριασμούς ρεύματος, που υπερβαίνει το 6%, λίγο παραπάνω από 4% που ήταν το 2020. Την ίδια (τρίτη) θέση καταλαμβάνει η χώρα – πίσω από Βουλγαρία και Γερμανία – και για το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανάται για τους λογαριασμούς φυσικού αερίου, με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 13% περίπου, από 3% το 2020.
Σε αυτό το πλαίσιο η έκθεση επισημαίνει την αναγκαιότητα να υπάρξει διευρυμένο «δίχτυ προστασίας» των καταναλωτών. «Είναι δυστυχώς πιθανό ότι, με τις αυξήσεις των τιμών, μια μερίδα καταναλωτών που δεν χρειάστηκε ποτέ στο παρελθόν οικονομική υποστήριξη θα βρεθεί στην ανάγκη οικονομικής αρωγής ώστε να αντεπεξέλθει στους λογαριασμούς ενέργειας» σημειώνεται στην έκθεση χαρακτηριστικά.
Αν και η μελέτη αφορά την εξέλιξη των τιμών ρεύματος και αερίου του 2021, εντούτοις δίνει μία εικόνα και για τη χρονιά που διανύουμε, καταγράφοντας την επίπτωση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ανά την Ευρώπη από την «έκρηξη» του ενεργειακού κόστους εντός του 2022. Για να αποτυπωθεί αυτή η επίπτωση, ο ACER χρησιμοποιεί ως δείκτη το ποσοστό στο οποίο αντιστοιχούν οι λογαριασμοί ρεύματος και αερίου σε κάθε χώρα ως προς το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της (προσαρμοσμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, PPS).
Στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών – μελών το σχετικό ποσοστό είναι σημαντικά ενισχυμένο για το 2022, ορισμένες χώρες όμως (όπως η Ιταλία και η Ολλανδία) ξεχωρίζουν για το άλμα των ενεργειακών επιβαρύνσεων. Σε αυτές τις χώρες συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα.
Ανάλογη όμως είναι η εικόνα και για το φυσικό αέριο, όπου το κόστος του καυσίμου εκτινάχθηκε το 2002 πάνω από το 12% του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα, όταν το 2020 ήταν κάτω από 5%. Τόσο στο ρεύμα όσο και στο αέριο η χώρα μας κατατάσσεται στην τρίτη θέση, δηλαδή οι λογαριασμοί των δύο προϊόντων έχουν το τρίτο μεγαλύτερο «αποτύπωμα» πανευρωπαϊκά στο διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο συνδυαστικά ξεπερνά το 18%.
Αδυναμία πληρωμών
Σύμφωνα με τη μελέτη η τιμή ρεύματος για το μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό αυξήθηκε κατά 7,5%, στα 22,9 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα συγκριτικά με το 2020. Για τις βιομηχανίες η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, στο 19%, με το 2021 να γίνεται η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανατιμήσεων.
Ανοδική ήταν η εικόνα και για το κόστος αερίου, με αύξηση 4,4% στους οικιακούς καταναλωτές και το μέσο τιμολόγιο να διαμορφώνεται στα 7,1 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Η αύξηση ήταν εξαιρετικά μεγαλύτερη στα εμπορικά τιμολόγια, καθώς άγγιξε το 95,4%.
Με δεδομένο ότι οι αυξήσεις συνεχίστηκαν όλο το 2022 και δεν φαίνεται να ανακόπτονται ούτε το επόμενο έτος, ο ACER σημειώνει πως οι εθνικές Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας θα πρέπει να προωθήσουν τρόπους ώστε οι προμηθευτές να στηρίξουν προληπτικά τους πελάτες τους, πριν εκείνοι αρχίσουν να καθυστερούν τις εξοφλήσεις των λογαριασμών. Ένα τέτοια μέτρο θα μπορούσε να είναι ο διακανονισμός εξόφλησης των λογαριασμών πριν από την επικείμενη χειμερινή περίοδο, ώστε να περιορισθεί η επίπτωση των «φουσκωμένων» χρεώσεων.
Η συνέχιση της κρίσης, σύμφωνα με τη μελέτη, αυξάνει τον κίνδυνο επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης κατά τη χειμερινή περίοδο που βρίσκεται προ των πυλών. Κίνδυνος που έχει ξεκινήσει να αναφύεται από τα τέλη του 2021, με την πρώτη φάση εκτίναξης των τιμών.
Μάλιστα, από τα στοιχεία του 2020 που επικαλείται η μελέτη φαίνεται πως και πριν από την ενεργειακή κρίση τα ευάλωτα νοικοκυριά αντιμετώπιζαν σημαντικές δυσκολίες στο να αντεπεξέλθουν στα έξοδα για ενέργεια. Με βάση αυτά τα στοιχεία, οι δυσκολίες είναι ιδιαίτερα μεγάλες στην Ελλάδα.
Έτσι η χώρα μας κατατάσσεται τρίτη με κριτήριο το ποσοστό ευάλωτων καταναλωτών που δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους (39,2%), όπως και στην πρώτη θέση για το ποσοστό των ευάλωτων νοικοκυριών που έχει ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς ενέργειας (50%).