Η ακρίβεια σε προϊόντα και ενέργεια και η επίπτωσή της στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι τα κύρια προβλήματα για τους καταναλωτές, σύμφωνα με το Βαρόμετρο του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης για το δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Από: topontiki.gr / Γράφει η Αντριάνα Βασιλά
Το βαρόμετρο του ΕΒΕΘ πραγματοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Palmos Analysis, σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών), και καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας, ήτοι βιομηχανία, μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές.
Το 30% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι καλύπτουν ανάγκες διαβίωσης εις βάρος των αποταμιεύσεών τους ή μέσω δανεισμού, ενώ μειώθηκε στο 15% – από 18% το πρώτο εξάμηνο του 2022 και 27% τον Σεπτέμβριο του 2021 – το ποσοστό των νοικοκυριών που ανέφεραν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν πολύ ή λίγο.
Οι καταναλωτές, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, αναμένουν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση τιμών στο επόμενο διάστημα, με το 40% να τονίζει ότι οι αυξήσεις σε προϊόντα και ενέργεια «ήρθαν για να μείνουν και θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα».
Στον αντίποδα το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει αδυναμία αποπληρωμής των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης μειώθηκε από το 25% τον Μάρτιο του 2022 στο 15% και 19% αντίστοιχα σήμερα, αν και το 65% και 59% αντίστοιχα, αναφέρει δυσκολία στην αποπληρωμή τους.
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει επίσης ότι επτά στους δέκα έχουν περιορίσει δαπάνες για ψυχαγωγία και ταξίδια, ενώ δύο στους τρεις φαίνεται να περιόρισαν τις δαπάνες για ένδυση και υπόδηση και ένας στους δύο ακόμα και αυτές των βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα.
Ειδικά για το θέμα της θέρμανσης, δύο στα τρία νοικοκυριά δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν κυρίως φυσικό αέριο για τη θέρμανση της κατοικίας τους, έναντι 15% που χρησιμοποιούν πετρέλαιο και 9% συσκευές ρεύματος (κλιματιστικά, ηλεκτρικά σώματα, θερμοσυσσωρευτές κ.λπ.).
Πλήρης απαισιοδοξία
Συνολικά «καταγράφεται υποχώρηση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και εγκατάσταση έντονα αρνητικού κλίματος μεταξύ των καταναλωτών» αναφέρεται σε ανακοίνωση του ΕΒΕΘ για το Βαρόμετρο και τονίζεται ότι «τα σημάδια της κατάστασης αυτής αποτυπώνονται και στην αρνητική πρόθεση – προφανώς λόγω αδυναμίας – πραγματοποίησης σημαντικών αγορών το επόμενο διάστημα και αποταμίευσης».
Οι καταναλωτές του νομού Θεσσαλονίκης δηλώνουν μεταξύ άλλων σε ποσοστό 64% απαισιόδοξοι για την περαιτέρω εξέλιξη της οικονομικής τους κατάστασης, ενώ σε ό,τι αφορά τις τιμές καταναλωτή, το 4% αναφέρει ότι αυξήθηκαν «λίγο», το 37% «αρκετά» και το 57% «πολύ», με ποσοστό 82% να εκτιμά ότι στο επόμενο 12μηνο θα αυξηθούν με μικρότερο (13%), παρόμοιο (34%) ή μεγαλύτερο (35%) ρυθμό, σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.
Σε σχέση με τα πιο επιθυμητά μέτρα στήριξης για να αντεπεξέλθουν στο κύμα ακρίβειας σε προϊόντα, καύσιμα και ενέργεια, οι καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης προκρίνουν τη μείωση φόρων κατανάλωσης (ΦΠΑ, ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα κ.λπ.) με 41% και ακολουθούν σε απόσταση οι επιδοτήσεις των λογαριασμών θέρμανσης (18%), οι επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος (15%) και η μείωση φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών με 15% επίσης, ενώ η επιδότηση των καυσίμων κίνησης επιλέγεται μόνο από το 2%.
Επτά στους δέκα καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι, σε σχέση με την περίοδο πριν από την αύξηση τιμών στα προϊόντα, αγοράζουν πλέον κυρίως προϊόντα σε προσφορά, ενώ το 44% προμηθεύεται πλέον μικρότερες ποσότητες προϊόντων, το 42% επιλέγει καταστήματα / super market με τις χαμηλότερες τιμές, το 35% αγοράζει προϊόντα από διαφορετικά καταστήματα / super market για να πετύχει τη μικρότερη δυνατή δαπάνη και το 31% αγοράζει πλέον κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Το βαρόμετρο του ΕΒΕΘ πραγματοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Palmos Analysis, σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών), και καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας, ήτοι βιομηχανία, μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές.
Το 30% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι καλύπτουν ανάγκες διαβίωσης εις βάρος των αποταμιεύσεών τους ή μέσω δανεισμού, ενώ μειώθηκε στο 15% – από 18% το πρώτο εξάμηνο του 2022 και 27% τον Σεπτέμβριο του 2021 – το ποσοστό των νοικοκυριών που ανέφεραν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν πολύ ή λίγο.
Οι καταναλωτές, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, αναμένουν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση τιμών στο επόμενο διάστημα, με το 40% να τονίζει ότι οι αυξήσεις σε προϊόντα και ενέργεια «ήρθαν για να μείνουν και θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα».
Στον αντίποδα το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει αδυναμία αποπληρωμής των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης μειώθηκε από το 25% τον Μάρτιο του 2022 στο 15% και 19% αντίστοιχα σήμερα, αν και το 65% και 59% αντίστοιχα, αναφέρει δυσκολία στην αποπληρωμή τους.
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει επίσης ότι επτά στους δέκα έχουν περιορίσει δαπάνες για ψυχαγωγία και ταξίδια, ενώ δύο στους τρεις φαίνεται να περιόρισαν τις δαπάνες για ένδυση και υπόδηση και ένας στους δύο ακόμα και αυτές των βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα.
Ειδικά για το θέμα της θέρμανσης, δύο στα τρία νοικοκυριά δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν κυρίως φυσικό αέριο για τη θέρμανση της κατοικίας τους, έναντι 15% που χρησιμοποιούν πετρέλαιο και 9% συσκευές ρεύματος (κλιματιστικά, ηλεκτρικά σώματα, θερμοσυσσωρευτές κ.λπ.).
Πλήρης απαισιοδοξία
Συνολικά «καταγράφεται υποχώρηση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και εγκατάσταση έντονα αρνητικού κλίματος μεταξύ των καταναλωτών» αναφέρεται σε ανακοίνωση του ΕΒΕΘ για το Βαρόμετρο και τονίζεται ότι «τα σημάδια της κατάστασης αυτής αποτυπώνονται και στην αρνητική πρόθεση – προφανώς λόγω αδυναμίας – πραγματοποίησης σημαντικών αγορών το επόμενο διάστημα και αποταμίευσης».
Οι καταναλωτές του νομού Θεσσαλονίκης δηλώνουν μεταξύ άλλων σε ποσοστό 64% απαισιόδοξοι για την περαιτέρω εξέλιξη της οικονομικής τους κατάστασης, ενώ σε ό,τι αφορά τις τιμές καταναλωτή, το 4% αναφέρει ότι αυξήθηκαν «λίγο», το 37% «αρκετά» και το 57% «πολύ», με ποσοστό 82% να εκτιμά ότι στο επόμενο 12μηνο θα αυξηθούν με μικρότερο (13%), παρόμοιο (34%) ή μεγαλύτερο (35%) ρυθμό, σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα.
Σε σχέση με τα πιο επιθυμητά μέτρα στήριξης για να αντεπεξέλθουν στο κύμα ακρίβειας σε προϊόντα, καύσιμα και ενέργεια, οι καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης προκρίνουν τη μείωση φόρων κατανάλωσης (ΦΠΑ, ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα κ.λπ.) με 41% και ακολουθούν σε απόσταση οι επιδοτήσεις των λογαριασμών θέρμανσης (18%), οι επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος (15%) και η μείωση φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών με 15% επίσης, ενώ η επιδότηση των καυσίμων κίνησης επιλέγεται μόνο από το 2%.
Επτά στους δέκα καταναλωτές στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι, σε σχέση με την περίοδο πριν από την αύξηση τιμών στα προϊόντα, αγοράζουν πλέον κυρίως προϊόντα σε προσφορά, ενώ το 44% προμηθεύεται πλέον μικρότερες ποσότητες προϊόντων, το 42% επιλέγει καταστήματα / super market με τις χαμηλότερες τιμές, το 35% αγοράζει προϊόντα από διαφορετικά καταστήματα / super market για να πετύχει τη μικρότερη δυνατή δαπάνη και το 31% αγοράζει πλέον κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.