Το Βερολίνο ανακοίνωσε επισήμως χθες την επίσκεψη του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στο Πεκίνο την άλλη εβδομάδα, την ώρα που οι εγκρίσεις που έχει δώσει (και σκέφτεται να δώσει) για τις εξαγορές στη χώρα του από Κινέζους επενδυτές, προκαλούν έντονες αντιδράσεις στις Βρυξέλλες, στις μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας ακόμα και την ίδια του την κυβέρνηση.
Από: liberal.gr / Γράφει η Κατερίνα Νικολοπούλου
Δείχνουν μάλιστα να τρομάζουν και τις γερμανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βλέπουν το τελευταίο διάστημα η Κίνα να μην αποτελεί ευκαιρία γι' αυτές αλλά οικονομικό πρόβλημα.
Ο Σολτς θα είναι ο πρώτος από τους ηγέτες της G7 που θα επισκεφτεί την Κίνα από την έναρξη της πανδημίας και αμέσως μετά τη διεξαγωγή του Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας κατά το οποίο ο Σι Τζιπίνγκ γέμισε το Politburo με πολιτικούς συμμάχους του σε μια ακόμα κίνηση εδραίωσης της μονοκρατορίας τους. Επίσης, άλλαξε το καταστατικό του κόμματος ώστε να αναφέρει ρητά ότι δεν αναγνωρίζει ανεξαρτησία στην Ταϊβάν.
Τι μπορεί λοιπόν να θέλει ο ηγέτης της οικονομικής «ατμομηχανής» της Ευρώπης σ' ένα ανελεύθερο καθεστώς ειδικά μετά το πικρό μάθημα των συνεπειών της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από το άλλο ανελεύθερο καθεστώς της Ρωσίας με το οποίο, σημειωτέον, το Πεκίνο διατηρεί αγαστές σχέσεις ;
«Ο Σολτς δεν υπνοβατεί προς την εξάρτηση στην Κίνα. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα», σχολιάζει η Τζέσικα Μπέρλιν, από τη δεξαμενή σκέψης German Marshall Fund των ΗΠΑ. «Γνωρίζει ότι ακόμα και η ίδια του η κυβέρνηση είναι ενάντια σε αυτό αλλά επιλέγει να συνεχίσει τις λάθος πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης στην οποία υπηρέτησε και ως αναπληρωτής Καγκελάριος και ως Υπουργός Οικονομικών».
Αυτή η εμμονή γίνεται ακόμα πιο δύσκολα κατανοητή δεδομένου ότι και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν λαϊκή δυσαρέσκεια για τα «πολλά- πολλά» με την Κίνα. Ενδεικτικό είναι ότι πρόσφατη δημοσκόπηση για το κανάλι ZDF έδειξε ότι το 84% των Γερμανών θέλουν η χώρα τους να μειώσει τους οικονομικούς δεσμούς της με το Πεκίνο.
Η απογοητευμένη Mittelstand
Η ίδια διάθεση επικρατεί και στις μικρές και μεσαίες γερμανικές επιχειρήσεις, την αποκαλούμενη Mittelstand, που εδώ και δεκαετίες έχουν συνεργασία με κινεζικές εταιρείες. Αυτές όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται για επέκταση της συνεργασίας, αλλά αναζητούν τρόπους επιβίωσης δεδομένων των απωλειών που έχουν υποστεί εξαιτίας της επιβράδυνσης της ανάπτυξης του Κόκκινου Δράκου, της στρατηγικής μηδενικής Covid και της αυξανόμενης τάσης των Κινέζων για made in China προϊόντα.
Από την αρχή του 2000, η Κίνα από 1% των εξαγωγών της Γερμανίας έφτασε να αποτελεί το 7,5%.Το 2021 προϊόντα αξίας μεγαλύτερης των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ πωλούνταν εκεί. Το συνολικό εμπόριο ανερχόταν στα 246,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Τώρα όμως το τοπίο έχει γίνει πολύ πιο σύνθετο.
Το Βερολίνο πάντως, λόγω της αύξησης του πολιτικού κινδύνου που αφορά την Κίνα, θα προσφέρει στο εξής λιγότερες εγγυήσεις στις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται εκεί. Ο νόμος για το due diligence που θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τους Financial Times, θα καθιστά τις μεγαλύτερες εταιρίες υπεύθυνες για την παρακολούθηση τυχόν παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους προμηθευτές τους αναμένεται να αποθαρρύνει ακόμα περισσότερο τη γερμανική επένδυση στην Κίνα που εστιάζεται πια ως επί το πλείστον στην αυτοκινητοβιομηχανία (Volkswagen, BMW, Daimler) και τα χημικά (BASF).
Επίσης, οι γερμανικές εταιρείες έχουν καταλάβει ότι κάθε τεχνολογία που πηγαίνουν στην Κίνα είναι θέμα χρόνου να αντιγραφεί εκεί και να κυκλοφορήσει ευρέως οπότε αυτές να βρεθούν εκτός κινεζικής αγοράς.
Και αντιμετωπίζουν τον ευθέως διατυπωμένο εκβιασμό από τους Κινέζους ότι αν δίνουν μεγάλη έμφαση στις καταγγελίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα τότε θα υποστούν μποϊκοτάζ από τους Κινέζους καταναλωτές.
Ενδεικτικό είναι ότι η Adidas, η οποία αρνήθηκε να αγοράσει βαμβάκι από τη δυτική συνοριακή περιοχή της Ξινγιάνγκ όπου οι Ουιγούροι, δηλαδή οι μουσουλμανικές κοινότητες αντιμετωπίζουν καταναγκαστική εργασία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυθαίρετες μαζικές φυλακίσεις,κτλ, το πλήρωσε: Εμφάνισε μείωση κερδών 15% για δύο συνεχή τρίμηνα πέρυσι, εξαιτίας του μποϊκοτάζ των Κινέζων καταναλωτών.
Το γραφείο του Σολτς, στην ανακοίνωση για την επίσημη επίσκεψη του στο Πεκίνο τόνισε ότι ο Καγκελάριος θα πιέσει την Κίνα να ανοίξει τις αγορές της και θα εκφράσει τις ανησυχίες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόσθεσε με νόημα ότι η γνώμη του Βερολίνου για το Πεκίνο έχει αλλάξει, ωστόσο είναι ενάντια στην «αποσύνδεση» από την κινεζική οικονομία.
Στη μονοήμερη επίσκεψη του θα συνοδεύεται από αντιπροσωπεία ηγετών της βιομηχανίας, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν ακόμα περιθώρια κέρδους στην Κίνα.Οι διευθύνοντες σύμβουλοι της Volkswagen και της BASF έχουν ήδη επιβεβαιώσει ότι θα συμμετέχουν.
«Εκβιάσιμοι»
Θα τους ακολουθούν όμως ζοφερές προειδοποιήσεις. Στις 17 Οκτωβρίου στην ακρόαση κοινοβουλευτικής επιτροπής εμφανίστηκαν οι επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND), του Ομοσπονδιακού Γραφείου Προστασία του Συντάγματος (BfV) και της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Αντικατασκοπίας (MAD). Και οι τρεις έκρουσαν τον κίνδυνο ότι η ιστορία με την Ρωσία μάλλον θα επαναληφθεί και με την Κίνα αν δεν ληφθούν μέτρα.
Ο Μπρούνο Καλ του BND μίλησε για τη σημαντική απειλή από μια «αυταρχική Κίνα», προσθέτοντας ότι επιχειρήσεις, κοινωνία και πολιτικοί στη Γερμανία έχουν δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη και είναι «οδυνηρά εξαρτημένοι» από αυτήν τη δύναμη που «δεν δείχνει πια καλές προθέσεις». Πρόσθεσε ότι παρά το γεγονός ότι η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών είχε παρουσιάσει από το 2019 έκθεση για τους κινδύνους της μεγάλης εξάρτησης από την Κίνα, «υπήρχε ακόμα πολλή εμπιστοσύνη και αφέλεια που δεν είναι αρμόζουσα».
Σύμφωνα με ανάλυση της Τζούντι Ντέμσει στο Carnegie Europe «όσο περισσότερο η Γερμανία εξαρτάται από την Κίνα, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα το Πεκίνο να εκμεταλλευτεί την επιρροή της στο Βερολίνο, κυρίως βάζοντας το Βερολίνο απέναντι στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Με άλλα λόγια το έχει πει και η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ. «Η απόλυτη οικονομική εξάρτηση που βασίζεται στην αρχή της ελπίδας μάς κάνει πολιτικά εκβιάσιμους».
«Είμαστε φιλελεύθερες δημοκρατίες και δεν έχουμε ψευδαισθήσεις για το με ποιους έχουμε να κάνουμε», απάντησε την περασμένη εβδομάδα από τις Βρυξέλλες ο Σολτς στις εσωτερικές αλλά και εξωτερικές αντιδράσεις για τη διατήρηση των δεσμών με την Κίνα που επιβεβαιώθηκαν με την πώληση του 25% τερματικών σταθμών του λιμανιού του Αμβούργου.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όπου συζητήθηκε η ανάγκη για αλλαγή στάσης απέναντι στην Κίνα, ο Καγκελάριος είπε ότι είχε ενημερώσει τον Μακρόν για το επερχόμενο ταξίδι του στο Πεκίνο. Σύμφωνα με τη γαλλική Le Monde, o Γάλλος πρόεδρος του είχε προτείνει να πάνε μαζί αλλά ο Σολτς αρνήθηκε επειδή συνεχίζει «στη λογική της...σόλο διπλωματίας». Ο Μακρόν πάντως πρόκειται να ταξιδέψει επίσης στην Κίνα το προσεχές διάστημα.
Επίσης, πολλά μικρότερα κράτη επεσήμαναν την ανάγκη η ΕΕ να έχει μία κοινή φωνή απέναντι στην Κίνα, αλλά όπως αποδεικνύεται, μάταια.
«Είναι προς το συμφέρον τους να μάς διαιρέσουν, άρα είναι προς το συμφέρον μας να μείνουμε ενωμένοι», σχολίασε η πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλας.