Οι προσπάθειες περιορισμού του ανταγωνισμού που ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί συνώνυμο με την ελευθερία, αντιμετωπίζονται αρνητικά – ενώ πρεσβεύει πως οι φόροι και οι ρυθμίσεις οφείλουν να ελαχιστοποιηθούν, καθώς επίσης ότι όλες οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Θεωρεί δε ως στρεβλώσεις της αγοράς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τις εκάστοτε συνδικαλιστικές οργανώσεις – αφού παρεμποδίζουν τη διαμόρφωση μίας φυσικής ιεραρχίας νικητών και ηττημένων. Στα πλαίσια αυτά η ανισότητα θεωρείται ενάρετη, ενώ οι προσπάθειες δημιουργίας μίας πιο ισότιμης κοινωνίας αντιμετωπίζονται ως αντιπαραγωγικές και ηθικά διαβρωτικές – αφού η αγορά εξασφαλίζει αυτόματα το να λαμβάνουν οι άνθρωποι αυτό που τους αξίζει.
Από: analyst.gr / Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Είναι προφανές πως η επικρατούσα ιδεολογία είναι η αιτία όλων των προβλημάτων μας – κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί, ειδικά όταν η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, έχοντας μετατραπεί σε μία νέα κανονικότητα. Εν τούτοις, αυτή η ιδεολογία που κυριαρχεί στη ζωή μας σήμερα, δεν έχει κανένα όνομα για τους περισσότερους – όπως για παράδειγμα ο κομμουνισμός στη Σοβιετική Ένωση, όπου όλοι γνώριζαν το όνομα του.
Ακόμη όμως και να έχουν ακούσει αρκετοί πως η συγκεκριμένη ιδεολογία ονομάζεται «νεοφιλελευθερισμός», δεν είναι πολλοί εκείνοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τι ακριβώς σημαίνει – ενώ αυτή η ανωνυμία του ή/και η αδυναμία σαφούς ερμηνείας του, αποτελούν ταυτόχρονα το σύμπτωμα και την αιτία της εξουσίας του.
Είναι προφανές πως η επικρατούσα ιδεολογία είναι η αιτία όλων των προβλημάτων μας – κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί, ειδικά όταν η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, έχοντας μετατραπεί σε μία νέα κανονικότητα. Εν τούτοις, αυτή η ιδεολογία που κυριαρχεί στη ζωή μας σήμερα, δεν έχει κανένα όνομα για τους περισσότερους – όπως για παράδειγμα ο κομμουνισμός στη Σοβιετική Ένωση, όπου όλοι γνώριζαν το όνομα του.
Ακόμη όμως και να έχουν ακούσει αρκετοί πως η συγκεκριμένη ιδεολογία ονομάζεται «νεοφιλελευθερισμός», δεν είναι πολλοί εκείνοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τι ακριβώς σημαίνει – ενώ αυτή η ανωνυμία του ή/και η αδυναμία σαφούς ερμηνείας του, αποτελούν ταυτόχρονα το σύμπτωμα και την αιτία της εξουσίας του.
Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε μία αξιοσημείωτη ποικιλία κρίσεων – με κορυφαία τη χρηματοπιστωτική του 2008. Σε αυτόν οφείλονται η αργή κατάρρευση της δημόσιας παιδείας και υγείας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια, γενικότερα οι εισοδηματικές ανισότητες (γράφημα), η ραγδαία άνοδος των παγκοσμίων χρεών, οι χρεοκοπίες, τα σκάνδαλα τύπου «Panama Papers», η αναβίωση των ακροδεξιών κινημάτων κοκ.
Εν τούτοις, όλες αυτές οι κρίσεις αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα φαινόμενα, αν και έχουν την ίδια «ρίζα» – ενώ, παρά το ότι επάνω στην ιδεολογία αυτή στηρίζονται τόσο η ΕΕ, όσο και η Ευρωζώνη, ελάχιστοι το συνειδητοποιούν. Παραδόξως ούτε οι αριστεροί, ούτε οι σοσιαλδημοκράτες – αδυνατώντας να καταλάβουν πως αυτό ακριβώς είναι η αιτία της εγκατάλειψης τους από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους.
Το γεγονός δε της ύπαρξης αριστερών κομμάτων που υποστηρίζουν την ΕΕ και το ευρώ, αποτελεί το άκρον άωτο της οικονομικής ανοησίας και του παραλογισμού – για το λόγο που αναφέραμε παραπάνω.
Περαιτέρω, βασικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού (παρουσιάζεται συνήθως ως ένα είδος βιολογικού νόμου, όπως η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου), είναι η θεοποίηση του ανταγωνισμού – ο οποίος θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγοντας και το κυριότερο χαρακτηριστικό των ανθρωπίνων σχέσεων, κατ’ αναλογία των ζώων στη ζούγκλα. Επόμενο στοιχείο του, ο προσδιορισμός των Πολιτών ως καταναλωτές – όπου οι δημοκρατικές τους επιλογές ασκούνται στην αγορά ή/και στην πώληση αγαθών και υπηρεσιών. Σε μία διαδικασία δηλαδή που ανταμείβει την αξία και τιμωρεί την αναποτελεσματικότητα – υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως η «ελεύθερη αγορά» προσφέρει οφέλη που δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτευχθούν με τον προγραμματισμό.
Εν προκειμένω, οι προσπάθειες περιορισμού του ανταγωνισμού που ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί συνώνυμο με την ελευθερία, αντιμετωπίζονται αρνητικά – ενώ πρεσβεύει πως οι φόροι και οι ρυθμίσεις οφείλουν να ελαχιστοποιηθούν, καθώς επίσης ότι όλες οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Θεωρεί δε ως στρεβλώσεις της αγοράς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τις εκάστοτε συνδικαλιστικές οργανώσεις – αφού παρεμποδίζουν τη διαμόρφωση μίας φυσικής ιεραρχίας νικητών και ηττημένων.
Στα πλαίσια αυτά η ανισότητα θεωρείται ενάρετη, ενώ οι προσπάθειες δημιουργίας μίας πιο ισότιμης κοινωνίας αντιμετωπίζονται ως αντιπαραγωγικές και ηθικά διαβρωτικές – αφού η αγορά εξασφαλίζει αυτόματα το να λαμβάνουν οι άνθρωποι αυτό που τους αξίζει.
Δεν δίνεται βέβαια καμία σημασία στη διαφορετική αφετηρία στο ξεκίνημα της επαγγελματικής ζωής μεταξύ γεννημένων πλουσίων και φτωχών – ενώ όταν τα πάντα διέπονται από τον ανταγωνισμό και το αποτέλεσμα, αυτοί που μένουν πίσω, κράτη ή άνθρωποι, καθορίζονται αλλά και αυτοπροσδιορίζονται ως χαμένοι.
Εν τούτοις, όλες αυτές οι κρίσεις αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα φαινόμενα, αν και έχουν την ίδια «ρίζα» – ενώ, παρά το ότι επάνω στην ιδεολογία αυτή στηρίζονται τόσο η ΕΕ, όσο και η Ευρωζώνη, ελάχιστοι το συνειδητοποιούν. Παραδόξως ούτε οι αριστεροί, ούτε οι σοσιαλδημοκράτες – αδυνατώντας να καταλάβουν πως αυτό ακριβώς είναι η αιτία της εγκατάλειψης τους από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους.
Το γεγονός δε της ύπαρξης αριστερών κομμάτων που υποστηρίζουν την ΕΕ και το ευρώ, αποτελεί το άκρον άωτο της οικονομικής ανοησίας και του παραλογισμού – για το λόγο που αναφέραμε παραπάνω.
Περαιτέρω, βασικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού (παρουσιάζεται συνήθως ως ένα είδος βιολογικού νόμου, όπως η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου), είναι η θεοποίηση του ανταγωνισμού – ο οποίος θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγοντας και το κυριότερο χαρακτηριστικό των ανθρωπίνων σχέσεων, κατ’ αναλογία των ζώων στη ζούγκλα. Επόμενο στοιχείο του, ο προσδιορισμός των Πολιτών ως καταναλωτές – όπου οι δημοκρατικές τους επιλογές ασκούνται στην αγορά ή/και στην πώληση αγαθών και υπηρεσιών. Σε μία διαδικασία δηλαδή που ανταμείβει την αξία και τιμωρεί την αναποτελεσματικότητα – υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως η «ελεύθερη αγορά» προσφέρει οφέλη που δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτευχθούν με τον προγραμματισμό.
Εν προκειμένω, οι προσπάθειες περιορισμού του ανταγωνισμού που ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί συνώνυμο με την ελευθερία, αντιμετωπίζονται αρνητικά – ενώ πρεσβεύει πως οι φόροι και οι ρυθμίσεις οφείλουν να ελαχιστοποιηθούν, καθώς επίσης ότι όλες οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Θεωρεί δε ως στρεβλώσεις της αγοράς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις από τις εκάστοτε συνδικαλιστικές οργανώσεις – αφού παρεμποδίζουν τη διαμόρφωση μίας φυσικής ιεραρχίας νικητών και ηττημένων.
Στα πλαίσια αυτά η ανισότητα θεωρείται ενάρετη, ενώ οι προσπάθειες δημιουργίας μίας πιο ισότιμης κοινωνίας αντιμετωπίζονται ως αντιπαραγωγικές και ηθικά διαβρωτικές – αφού η αγορά εξασφαλίζει αυτόματα το να λαμβάνουν οι άνθρωποι αυτό που τους αξίζει.
Δεν δίνεται βέβαια καμία σημασία στη διαφορετική αφετηρία στο ξεκίνημα της επαγγελματικής ζωής μεταξύ γεννημένων πλουσίων και φτωχών – ενώ όταν τα πάντα διέπονται από τον ανταγωνισμό και το αποτέλεσμα, αυτοί που μένουν πίσω, κράτη ή άνθρωποι, καθορίζονται αλλά και αυτοπροσδιορίζονται ως χαμένοι.
Η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού
Συνεχίζοντας, ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» υιοθετήθηκε σε μία συνάντηση στο Παρίσι το 1938, στην οποία συμμετείχαν οι εξόριστοι Αυστριακοί οικονομολόγοι L. von Mises και F. Hayek –ενώ ο τελευταίος ίδρυσε το 1947 την πρώτη οργάνωση που θα διέδιδε το νέο δόγμα, την «Mont Pelerin Society», η οποία χρηματοδοτήθηκε από την οικονομική ελίτ. Αργότερα ιδρύθηκαν πολλές άλλες οργανώσεις με τον ίδιο σκοπό, όπως το American Enterprise Institute, το Ίδρυμα Heritage, το Ινστιτούτο Cato, το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, το Κέντρο Πολιτικών Μελετών και το Ινστιτούτο Adam Smith. Χρηματοδότησαν δε επί πλέον ακαδημαϊκές θέσεις και τμήματα, ιδίως στα πανεπιστήμια του Σικάγο και της Βιρτζίνια.
Σύντομα όμως ο όρος εξαφανίσθηκε, ενώ η ιδεολογία παρέμεινε στο περιθώριο παρά την πλούσια χρηματοδότηση της, επειδή η μεταπολεμική συναίνεση ήταν καθολική – με την έννοια πως οι «οικονομικές συνταγές» του Keynes περί πλήρους απασχόλησης και καταπολέμησης της φτώχειας, με υψηλούς φόρους και με μεγάλες κοινωνικές δαπάνες, εφαρμόσθηκαν πιστά τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στη δυτική Ευρώπη, εξασφαλίζοντας ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, χαμηλά χρέη και περιορισμένες κοινωνικές ανισότητες.
Μετά την έξοδο όμως των Η.Π.Α. από τον κανόνα του χρυσού, λόγω της υπερχρέωσης τους από τους πολέμους που διεξήγαγαν ανά τον πλανήτη, άρχισαν να υποχωρούν οι πολιτικές του Keynes και η εικόνα άλλαξε – ενώ ακολούθησαν οι γνωστές μεγάλες κρίσεις (πετρελαϊκή κλπ.). Πριν από όλα υιοθετήθηκαν οι νομισματικές συνταγές του νεοφιλελευθερισμού από τις Η.Π.Α. (J. Carter) και από τη Μ. Βρετανία (J Callaghan) – ενώ σύντομα εφαρμόσθηκε ολόκληρο το «πακέτο» από τους Reagan και Thatcher: μαζικές φορολογικές περικοπές για τους πλουσίους, συντριβή των συνδικάτων, απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, εξωτερικές αναθέσεις από τα κράτη σε ιδιώτες (outsourcing) και ανταγωνισμός στις δημόσιες υπηρεσίες.
Τα βασικά όπλα της επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ήταν το ΔΝΤ (όπου εισέβαλε αυξήθηκε η ανισότητα, όπως στη Βραζιλία – γράφημα), η Παγκόσμια Τράπεζα (άλλαξαν εντελώς ρόλο), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και η Συμφωνία του Μάαστριχτ – ενώ παραδόξως το δόγμα που υποσχόταν ελεύθερη επιλογή προωθήθηκε με το σύνθημα «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (ΤΙΝΑ, There Is No Alternative).
Αξιοσημείωτο είναι επί πλέον το γεγονός πως ενώ επιβλήθηκε συχνά χωρίς δημοκρατική συναίνεση σε πολλές χώρες του πλανήτη (πριν από όλα στη Χιλή του Pinochet), υιοθετήθηκε σε πολλές περιπτώσεις από κόμματα που κάποτε ήταν αριστερά. Όπως είχε πει πάντως ο Hayek, σε μία επίσκεψη του στη Χιλή του Pinochet, «η προσωπική μου προτίμηση κλίνει προς μία φιλελεύθερη δικτατορία και όχι προς μία δημοκρατική μη φιλελεύθερη κυβέρνηση».
Περαιτέρω, η οικονομική ανάπτυξη μειώθηκε μεν αισθητά στη νεοφιλελεύθερη εποχή και τα χρέη αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά όχι για τους πολύ πλουσίους – ενώ οι κρίσεις πολλαπλασιάστηκαν, διευκολύνοντας σε μεγάλο βαθμό τη μεταφορά πλούτου από τα κάτω προς τα επάνω, με αποκορύφωμα τη χρηματοπιστωτική του 2008 που έδωσε τη δυνατότητα στις κεντρικές τράπεζες να επέμβουν, δρομολογώντας τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών του 99% των ανθρώπων από το 1% των ελίτ.
Επίσης των αδύναμων χωρών από τις ισχυρές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης – η οποία, με καθυστέρηση 40 ετών, ανακάλυψε σήμερα το νεοφιλελευθερισμό, μεταξύ άλλων ξεπουλώντας τα πάντα σε εξευτελιστικές τιμές και παρουσιάζοντας το έγκλημα ως ιδιωτικοποιήσεις. Πώς χαρακτηρίζεται όμως ιδιωτικοποίηση η πώληση του ΟΛΠ στην κρατική κινεζική COSCO, των αεροδρομίων στην κρατική γερμανική FRAPORT, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην κρατική ιταλική (πηγή) κοκ.;
Από την άλλη πλευρά, πώς θα ξεφύγει από την κρίση η Ελλάδα, όταν το κράτος έχει δώσει τον έλεγχο όλων του των περιουσιακών στοιχείων (ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ) και των εισπράξεων του (ΑΑΔΕ), μαζί με το χρηματοπιστωτικό του σύστημα συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας στους ξένους που θα τα παραχωρήσουν σε δικές τους κρατικές επιχειρήσεις ή/και σε ιδιώτες; Πόσο μάλλον όταν η εγχώρια πολιτική και οικονομική ελίτ είναι άπατρις, αποτελώντας την 5η φάλαγγα που συνεργάζεται με τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ δεν θα έχει καμία αντίρρηση να κάνει το ίδιο με τους Τούρκους;
Σε κάθε περίπτωση, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απέτυχαν σε όλα τα μέτωπα – από τις τράπεζες που έγιναν πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν (too big to fail) με αποτέλεσμα να ληστεύονται οι φορολογούμενοι για να διασωθούν, έως τις μεγάλες επιχειρήσεις που σήμερα έχουν αναλάβει την παροχή δημοσίων υπηρεσιών (ακόμη και των φυλακών στις Η.Π.Α.), οπότε είναι επίσης too big to fail. Εν τούτοις, όσο μεγαλύτερες είναι οι αποτυχίες της, τόσο πιο ακραία γίνεται η ιδεολογία – με τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τις κρίσεις ως ευκαιρία για να ιδιωτικοποιήσουν τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες, να διαρρήξουν το κράτος προνοίας, να απορρυθμίσουν τις τράπεζες (=να τις αφήνουν ανεξέλεγκτες) και να ρυθμίσουν τους Πολίτες (=να τους ελέγχουν αστυνομικά).
Αξιοσημείωτο είναι επί πλέον το γεγονός πως ενώ επιβλήθηκε συχνά χωρίς δημοκρατική συναίνεση σε πολλές χώρες του πλανήτη (πριν από όλα στη Χιλή του Pinochet), υιοθετήθηκε σε πολλές περιπτώσεις από κόμματα που κάποτε ήταν αριστερά. Όπως είχε πει πάντως ο Hayek, σε μία επίσκεψη του στη Χιλή του Pinochet, «η προσωπική μου προτίμηση κλίνει προς μία φιλελεύθερη δικτατορία και όχι προς μία δημοκρατική μη φιλελεύθερη κυβέρνηση».
Περαιτέρω, η οικονομική ανάπτυξη μειώθηκε μεν αισθητά στη νεοφιλελεύθερη εποχή και τα χρέη αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά όχι για τους πολύ πλουσίους – ενώ οι κρίσεις πολλαπλασιάστηκαν, διευκολύνοντας σε μεγάλο βαθμό τη μεταφορά πλούτου από τα κάτω προς τα επάνω, με αποκορύφωμα τη χρηματοπιστωτική του 2008 που έδωσε τη δυνατότητα στις κεντρικές τράπεζες να επέμβουν, δρομολογώντας τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών του 99% των ανθρώπων από το 1% των ελίτ.
Επίσης των αδύναμων χωρών από τις ισχυρές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης – η οποία, με καθυστέρηση 40 ετών, ανακάλυψε σήμερα το νεοφιλελευθερισμό, μεταξύ άλλων ξεπουλώντας τα πάντα σε εξευτελιστικές τιμές και παρουσιάζοντας το έγκλημα ως ιδιωτικοποιήσεις. Πώς χαρακτηρίζεται όμως ιδιωτικοποίηση η πώληση του ΟΛΠ στην κρατική κινεζική COSCO, των αεροδρομίων στην κρατική γερμανική FRAPORT, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην κρατική ιταλική (πηγή) κοκ.;
Από την άλλη πλευρά, πώς θα ξεφύγει από την κρίση η Ελλάδα, όταν το κράτος έχει δώσει τον έλεγχο όλων του των περιουσιακών στοιχείων (ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ) και των εισπράξεων του (ΑΑΔΕ), μαζί με το χρηματοπιστωτικό του σύστημα συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας στους ξένους που θα τα παραχωρήσουν σε δικές τους κρατικές επιχειρήσεις ή/και σε ιδιώτες; Πόσο μάλλον όταν η εγχώρια πολιτική και οικονομική ελίτ είναι άπατρις, αποτελώντας την 5η φάλαγγα που συνεργάζεται με τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ δεν θα έχει καμία αντίρρηση να κάνει το ίδιο με τους Τούρκους;
Σε κάθε περίπτωση, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απέτυχαν σε όλα τα μέτωπα – από τις τράπεζες που έγιναν πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν (too big to fail) με αποτέλεσμα να ληστεύονται οι φορολογούμενοι για να διασωθούν, έως τις μεγάλες επιχειρήσεις που σήμερα έχουν αναλάβει την παροχή δημοσίων υπηρεσιών (ακόμη και των φυλακών στις Η.Π.Α.), οπότε είναι επίσης too big to fail. Εν τούτοις, όσο μεγαλύτερες είναι οι αποτυχίες της, τόσο πιο ακραία γίνεται η ιδεολογία – με τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τις κρίσεις ως ευκαιρία για να ιδιωτικοποιήσουν τις υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες, να διαρρήξουν το κράτος προνοίας, να απορρυθμίσουν τις τράπεζες (=να τις αφήνουν ανεξέλεγκτες) και να ρυθμίσουν τους Πολίτες (=να τους ελέγχουν αστυνομικά).
Η πολιτική πλευρά
Περαιτέρω, ίσως η πιο επικίνδυνη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού δεν αφορά την οικονομία, αλλά την πολιτική – κυρίως επειδή όσο μειώνεται ο τομέας του κράτους, τόσο περιορίζεται η δυνατότητα των απλών Πολιτών να αλλάζουν τις συνθήκες της ζωής τους μέσω των εκλογών. Εν προκειμένω, το νεοφιλελεύθερο δόγμα υποστηρίζει πως οι άνθρωποι μπορούν να επιλέγουν μέσω των δαπανών τους – με τις οποίες αμείβουν τους ικανότερους επιλέγοντας τα δικά τους προϊόντα ή υπηρεσίες και τιμωρούν τους μη αποτελεσματικούς.
Όμως, δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια χρήματα – γεγονός που σημαίνει πως στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία των καταναλωτών ή των μετόχων, οι ψήφοι δεν κατανέμονται εξίσου. Αντίθετα, αποδυναμώνονται οι ψήφοι των μικρομεσαίων, ενώ ισχυροποιούνται αυτοί των πλουσίων που γίνονται πλουσιότεροι και λιγότεροι – ενώ επειδή πια τόσο τα δεξιά, όσο και τα (πρώην) αριστερά κόμματα εφαρμόζουν την ίδια πολιτική ισχυριζόμενα πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα), η αποδυνάμωση μετατρέπεται σε φυλακή. Όλο και περισσότεροι δε «αποβάλλονται» από την Πολιτική – εφόσον δεν συμφωνούν και δεν υπηρετούν το σύστημα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού είναι ο διεθνισμός – αφού ο στόχος του είναι η δημιουργία μίας μεγάλης καταναλωτικής αγοράς, με αλλοιωμένους οπότε μη συνεκτικούς πληθυσμούς (μάζες) που δεν θα είναι σε θέση να αντιδράσουν σε τίποτα. Ως εκ τούτου προωθεί παγκοσμίως τη μετανάστευση, απέναντι στην οποία δεν αντιδρούν ούτε τα αριστερά κόμματα, αφού ενστερνίζονται την ίδια διεθνιστική ιδεολογία – επίσης την κατάργηση των εθνικών συνόρων, επειδή αποτελούν εμπόδιο και κίνδυνο «αναζωπύρωσης» της Δημοκρατίας. Η Ευρώπη δε, με τη δομή που της έχει επιβληθεί (ΕΕ, Ευρωζώνη), είναι το κέντρο βάρους του πειράματος – υπενθυμίζοντας το σχέδιο της Πανευρώπης.
Ο μεγάλος κίνδυνος τώρα του νεοφιλελευθερισμού είναι τα φασιστικά κινήματα – τα οποία δεν στηρίζονται σε πολιτικά δραστήρια άτομα, αλλά σε πολιτικά αδρανή και σε ηττημένους που αισθάνονται, συχνά σωστά, πως δεν έχουν καμία φωνή και κανένα ρόλο στο σύστημα. Για τους ανθρώπους αυτούς τα γεγονότα και τα επιχειρήματα είναι αλυσιτελή – ανώφελα δηλαδή ή μη ευνοϊκά οπότε δυσμενή. Επομένως γίνονται εύκολα θύματα των πάσης φύσεως λαϊκιστών και δημαγωγών που τους υπόσχονται οτιδήποτε, χωρίς να εξετάζουν εάν είναι εφικτό ή όχι.
Μπορεί αλήθεια εδώ να συμπεριληφθεί το BREXIT; Κατά την άποψη μας όχι, αφού ήταν μία υγιής αντίδραση απέναντι στη γερμανική Ευρώπη και στην κατάλυση της Δημοκρατίας –κάτι που θα πληρωθεί μεν ακριβά από τους Βρετανούς, αλλά αξίζει τον κόπο, αρκεί να έχουν πάρει συνειδητά τις αποφάσεις τους. Άλλωστε ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, πριν ακόμη εγκλωβιστούν όπως η Ιταλία και πολύ περισσότερο η Ελλάδα – η οποία δέθηκε χειροπόδαρα από τις ανεύθυνες και ανίκανες κυβερνήσεις της.
Περαιτέρω, ίσως η πιο επικίνδυνη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού δεν αφορά την οικονομία, αλλά την πολιτική – κυρίως επειδή όσο μειώνεται ο τομέας του κράτους, τόσο περιορίζεται η δυνατότητα των απλών Πολιτών να αλλάζουν τις συνθήκες της ζωής τους μέσω των εκλογών. Εν προκειμένω, το νεοφιλελεύθερο δόγμα υποστηρίζει πως οι άνθρωποι μπορούν να επιλέγουν μέσω των δαπανών τους – με τις οποίες αμείβουν τους ικανότερους επιλέγοντας τα δικά τους προϊόντα ή υπηρεσίες και τιμωρούν τους μη αποτελεσματικούς.
Όμως, δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια χρήματα – γεγονός που σημαίνει πως στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία των καταναλωτών ή των μετόχων, οι ψήφοι δεν κατανέμονται εξίσου. Αντίθετα, αποδυναμώνονται οι ψήφοι των μικρομεσαίων, ενώ ισχυροποιούνται αυτοί των πλουσίων που γίνονται πλουσιότεροι και λιγότεροι – ενώ επειδή πια τόσο τα δεξιά, όσο και τα (πρώην) αριστερά κόμματα εφαρμόζουν την ίδια πολιτική ισχυριζόμενα πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα), η αποδυνάμωση μετατρέπεται σε φυλακή. Όλο και περισσότεροι δε «αποβάλλονται» από την Πολιτική – εφόσον δεν συμφωνούν και δεν υπηρετούν το σύστημα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού είναι ο διεθνισμός – αφού ο στόχος του είναι η δημιουργία μίας μεγάλης καταναλωτικής αγοράς, με αλλοιωμένους οπότε μη συνεκτικούς πληθυσμούς (μάζες) που δεν θα είναι σε θέση να αντιδράσουν σε τίποτα. Ως εκ τούτου προωθεί παγκοσμίως τη μετανάστευση, απέναντι στην οποία δεν αντιδρούν ούτε τα αριστερά κόμματα, αφού ενστερνίζονται την ίδια διεθνιστική ιδεολογία – επίσης την κατάργηση των εθνικών συνόρων, επειδή αποτελούν εμπόδιο και κίνδυνο «αναζωπύρωσης» της Δημοκρατίας. Η Ευρώπη δε, με τη δομή που της έχει επιβληθεί (ΕΕ, Ευρωζώνη), είναι το κέντρο βάρους του πειράματος – υπενθυμίζοντας το σχέδιο της Πανευρώπης.
Ο μεγάλος κίνδυνος τώρα του νεοφιλελευθερισμού είναι τα φασιστικά κινήματα – τα οποία δεν στηρίζονται σε πολιτικά δραστήρια άτομα, αλλά σε πολιτικά αδρανή και σε ηττημένους που αισθάνονται, συχνά σωστά, πως δεν έχουν καμία φωνή και κανένα ρόλο στο σύστημα. Για τους ανθρώπους αυτούς τα γεγονότα και τα επιχειρήματα είναι αλυσιτελή – ανώφελα δηλαδή ή μη ευνοϊκά οπότε δυσμενή. Επομένως γίνονται εύκολα θύματα των πάσης φύσεως λαϊκιστών και δημαγωγών που τους υπόσχονται οτιδήποτε, χωρίς να εξετάζουν εάν είναι εφικτό ή όχι.
Μπορεί αλήθεια εδώ να συμπεριληφθεί το BREXIT; Κατά την άποψη μας όχι, αφού ήταν μία υγιής αντίδραση απέναντι στη γερμανική Ευρώπη και στην κατάλυση της Δημοκρατίας –κάτι που θα πληρωθεί μεν ακριβά από τους Βρετανούς, αλλά αξίζει τον κόπο, αρκεί να έχουν πάρει συνειδητά τις αποφάσεις τους. Άλλωστε ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, πριν ακόμη εγκλωβιστούν όπως η Ιταλία και πολύ περισσότερο η Ελλάδα – η οποία δέθηκε χειροπόδαρα από τις ανεύθυνες και ανίκανες κυβερνήσεις της.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όπως ο κομμουνισμός, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει – συνεχίζει όμως να υπάρχει, μεταξύ άλλων επειδή παραμένει ανώνυμος. Πρόκειται στην ουσία για ένα αόρατο δόγμα του αόρατου χεριού της αγοράς του Adam Smith που προωθείται από αόρατους υποστηρικτές – οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις ελίτ των ελίτ που συνηθίζουν να παραμένουν αόρατοι στο παρασκήνιο, κινώντας από εκεί τα νήματα.
Όπως είχε άλλωστε πει ο C. Koch, ένας από τους πλουσιότερους Αμερικανούς, «για να αποφευχθεί η ανεπιθύμητη κριτική, ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται και κατευθύνεται η οργάνωση (=το πολιτικό δίκτυο του που υποστηρίζεται από μία ομάδα πλουσίων, με 1.200 υπαλλήλους και 107 γραφεία), δεν πρέπει να διαφημίζεται» (πηγή). Εναλλακτικά να παρουσιάζεται ως μία θεωρία συνωμοσίας – όπως αυτές που διασπείρονται για τον G. Soros, για τη λέσχη των 30 κοκ.
Ένας από τους τρόπους τώρα που παραμένει αόρατος ο νεοφιλελευθερισμός είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί – όπως για παράδειγμα η «επένδυση». Εν προκειμένω δεν αποσαφηνίζεται πως υπάρχουν τριών ειδών «επενδύσεις»:
(α) η χρηματοδότηση παραγωγικών και κοινωνικά ωφέλιμων δραστηριοτήτων,
(β) η αγορά υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων, κυρίως κρατικών και μονοπωλιακών (ενέργεια, νερά κλπ.), με στόχο την αποκόμιση κεφαλαιακών κερδών μέσω της αύξησης των τιμών ή/και της μείωσης των εξόδων τους (απολύσεις, μειωμένες επενδύσεις κοκ.) και
(γ) η κερδοσκοπική αγορά παγίων (μετοχές, ακίνητα, ομόλογα).
Χρησιμοποιώντας λοιπόν την ίδια λέξη για διαφορετικές δραστηριότητες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, «καμουφλάρονται» επιδέξια οι πηγές πλούτου – ενώ συγχέεται η «απομύζηση» πλούτου με τη δημιουργία πλούτου.
Ένας άλλος είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί, όπως οι φορολογικοί παράδεισοι, όπου περιφρουρούνται τόσο πολύ, ώστε να μην τους ανακαλύπτει ούτε η αστυνομία – ενώ κανένας δεν καταλαβαίνει τα φορολογικά καθεστώτα που προσφέρουν στις ελίτ οι κυβερνήσεις (παράδειγμα η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο ή η Ολλανδία), ούτε τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που χρησιμοποιούν.
Τέλος, η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού οφείλεται κυρίως στην αποτυχία της αριστερής ιδεολογίας – θυμίζοντας πως όταν η οικονομία της «laissez-faire» οδήγησε στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε, ο Keynes την αντικατέστησε με μία ολοκληρωμένη οικονομική θεωρία που εφεύρε (=κοινωνικός καπιταλισμός, κέντρο βάρους η ζήτηση).
Όταν με τη σειρά της η θεωρία του απέτυχε, μεταξύ άλλων επειδή αποθρασυνθήκαν τα εργατικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι έγιναν αχόρταγοι, υπήρξε μία εναλλακτική λύση έτοιμη: ο νεοφιλελευθερισμός (κέντρο βάρους η προσφορά). Όταν όμως ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε παταγωδώς το 2008, επίσης στην Ευρωζώνη το 2010, δεν υπήρξε τίποτα για να τον αντικαταστήσει – οπότε αποθρασύνθηκε και διογκώθηκε έκτοτε, απειλώντας να καταστρέψει κάποια στιγμή τα πάντα.
Εν προκειμένω, η επιστροφή στον Keynes ασφαλώς δεν αποτελεί λύση – αφού τα μειονεκτήματα της θεωρίας του που εμφανίσθηκαν τη δεκαετία του 1970 δεν έχουν διορθωθεί, ενώ οι εποχές έχουν αλλάξει έκτοτε. Επομένως θα πρέπει να επινοηθεί μία καινούργια θεωρία, για να αντικατασταθεί ο νεοφιλελευθερισμός πριν είναι ακόμη πολύ αργά – κάτι που δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα, ενώ το κέντρο και η αριστερά δεν έχουν εξελίξει κανένα νέο γενικό πλαίσιο οικονομικής σκέψης τα τελευταία 80 χρόνια, οπότε λογικά οδηγούνται στην εξαφάνιση. Παραμένει λοιπόν ως μοναδική εναλλακτική η εθνικοσοσιαλιστική θεωρία, η οποία έχει υιοθετηθεί εν μέρει από την Κίνα – ενώ υποθέτουμε πως θα ακολουθήσει η Γερμανία.