Γράφει ο Λάμπρος Τζούμης, αντιστράτηγος ε.α.
Πρώτον μέσω διπλωματίας, δεύτερον μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο και τρίτον με τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος. Ο Τσαβούσογλου διατύπωσε αυτό που ισχύει γενικότερα στην επίλυση των διεθνών διαφορών δηλ. διαπραγμάτευση, διαιτησία, πόλεμος.
Από το 1974 και μετά όταν βρεθήκαμε μπροστά σε μια κρίση με την Τουρκία, ή σε μια ευθεία απειλή για την εθνική μας κυριαρχία επιλέξαμε το «μη πόλεμο» και τη διευθέτηση της κρίσης μέσω της διαπραγμάτευσης, της διαιτησίας ή της υποχωρητικότητας.
Στην Κύπρο το 1974, παρά τον ηρωικό αγώνα της ΕΛΔΥΚ και της Εθνοφρουράς για την αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής, η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία και οδηγηθήκαμε στον εδαφικό ακρωτηριασμό του νησιού.
Το 1976 με την έξοδο του «ΧΟΡΑ» στο Αιγαίο επιλέξαμε τις διμερείς διαπραγματεύσεις και καταλήξαμε στο πρωτόκολλο της Βέρνης, με το οποίο συμφωνήθηκε οι δύο χώρες να απέχουν από έρευνες μέχρι την επίλυση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Ουσιαστικά, από τότε και μετά σταμάτησαν οι ενέργειες για έρευνα και εκμετάλλευση τυχόν ενεργειακών κοιτασμάτων πέραν των εθνικών χωρικών υδάτων, γεγονός που το καθιστά μια υποχώρηση στην άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η δέσμευση αυτή έγινε καθεστώς διαρκείας και το θέμα επίλυσης της υφαλοκρηπίδας παραμένει από τότε μετέωρο.
Το 1987 απέναντι στην πρόθεση της Τουρκίας να στείλει το «ΣΙΣΜΙΚ» στο Αιγαίο δείξαμε αποφασιστικότητα και δηλώσαμε ότι θα το βυθίσουμε. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία απέσυρε το σκάφος, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν αποδεχτήκαμε ότι δεν θα κάνουμε έρευνες στο Αιγαίο πέραν των 6 ν.μ. και επανεπιβεβαιώθηκε η δέσμευση του πρωτοκόλλου της Βέρνης.
Όταν η Τουρκία το 1995 μας απείλησε με πόλεμο αν ασκήσουμε το νόμιμο κυριαρχικό μας δικαίωμα και επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν,μ. επιλέξαμε την «ακινησία» και το θέμα της επέκτασης έχει καταστεί σχεδόν ανενεργό μετά την πάροδο σχεδόν τριών δεκαετιών.
Το 1996 μετά την κατάληψη από τους Τούρκους ελληνικού εδάφους στα Ίμια επιλέξαμε την επιδιαιτησία των ΗΠΑ. Η κρίση αποκλιμακώθηκε με τη φράση «Όχι πλοία, όχι στρατεύματα, όχι σημαίες» και έφερε στην επιφάνεια από πλευράς Τουρκίας τη θεωρία «γκρίζων ζωνών» και το χαρακτηρισμό ελληνικών νησιών ως απροσδιορίστου κυριότητας.
Το 2020 όταν το Oruc Reis προέβη σε έρευνες στα 7 ν.μ. από το Καστελόριζο επιλέξαμε να μετατοπίσουμε την εθνική «κόκκινη γραμμή» στα 6 ν.μ.
Σε όλες τις προαναφερόμενες κρίσεις ή απειλές η επιλογή που κάναμε οδήγησε σε εθνικές υποχωρήσεις.
Η μοναδική περίπτωση τα τελευταία 100 χρόνια δηλ. μετά την Μικρασιατική εκστρατεία που Έλληνας πρωθυπουργός επέλεξε τον πόλεμο αντί της διαιτησίας ή των διαπραγματεύσεων, όταν τέθηκε θέμα παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας, ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Το έπραξε με πλήρη συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης για την απόφαση του, καθόσον είχε προετοιμάσει κατάλληλα τις Ένοπλες Δυνάμεις και την ελληνική κοινωνία. Η προετοιμασία αφορούσε κατασκευή οχυρωµατικών έργων, αµυντικούς εξοπλισµούς, εξύψωση ηθικού, εκπαίδευση προσωπικού, σχεδίαση επιστρατεύσεως, εκπόνηση πολεµικών σχεδίων, κ.λπ.
Το «ΟΧΙ» του Μεταξά αγκάλιασε όλος ο ελληνικός λαός και το μετέτρεψε σε έπος όταν η Ελλάδα αμυνόμενη εναντίον του µέχρι τότε αήττητου Άξονα Γερµανίας-Ιταλίας έκανε φίλους και εχθρούς να αναγνωρίσουν «ότι οι ήρωες μάχονται σαν Έλληνες». Ας παραδειγματιστούμε από το «ΟΧΙ» του 1940 και αν απαιτηθεί στο μέλλον ας φανούμε αντάξιοι των προγόνων μας. Να λάβουμε υπόψη ότι η διαφορά ανάμεσα στο αντάξιοι και ανάξιοι είναι πολύ μικρή και τη χωρίζει ένα (τ) ή ένα «ΟΧΙ».