Η ρητορική δεν είναι απλώς λόγια. Δημιουργεί και πραγματικότητες, από τις οποίες είναι δύσκολο κατόπιν να αποδράσεις.
Από: capital.gr / Toυ Κώστα Ράπτη
Και η επιθετική ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν και όλων των υπ' αυτόν εναντίον της Ελλάδας έχει το τελευταίο διάστημα στοιχεία πρωτόγνωρα, ακόμη και για τις προβληματικές εδώ και πενήντα χρόνια ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Προφανώς γιατί το ευρύτερο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, το οποίο πρωτίστως όριζε η συμμετοχή και των δύο πλευρών του Αιγαίου στο ΝΑΤΟ, έχει αλλάξει άρδην.
Δηλώσεις του τύπου "Θα έρθουμε νύχτα" και "Θα σας πετάξουμε στη θάλασσα, όπως το 1922" θα μπορούσαν έστω να αποδοθούν στην επετειακή περίσταση της συμπλήρωσης εκατό ετών από την ελληνική ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία – αλλά όχι και να παραγραφούν.
Σε κάθε περίπτωση, η στάση της Τουρκίας συνίσταται στη μεθοδική οικοδόμηση, ήδη από τις περσινές επιστολές Σινιρλίογλου προς τον ΟΗΕ, ενός καθαρά αναθεωρητικού και επεκτατικού επιχειρήματος: ότι η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, μεγάλων και μικρών, εξαρτάται από τον όρο της "αποστρατιωτικοποίησής" τους, όπως τον αντιλαμβάνεται η Άγκυρα. Και ότι η καταγγελλόμενη "στρατιωτικοποίησή" τους αποτελεί, δεδομένων και των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, μιαν "απειλή" την οποία η Τουρκία οφείλει να αποκρούσει. Με "κάθε νόμιμο μέσο", όπως το διατύπωσε χαρακτηριστικά το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στη συνεδρίασή του την Τετάρτη, η οποία είχε το θέμα των νησιών ως "κύριο πιάτο".
Προληπτική νομιμοποίηση
Η συγκεκριμένη αναφορά δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει: διότι "νόμιμα μέσα" δεν είναι μόνο τα ειρηνικά, όταν κανείς επικαλείται την ανάγκη "αυτοάμυνας". Το κλίμα που δημιουργείται είναι ακριβώς αυτό της προληπτικής νομιμοποίησης (στα μάτια τόσο του εγχώριου όσο και του διεθνούς ακροατηρίου) επιθετικών διαθέσεων, οι οποίες ακριβώς για αυτόν τον λόγο "προβάλλονται" στον αντίπαλο.
Βρισκόμαστε προφανώς πολύ μακριά από την ατζέντα των "ελληνοτουρκικών διαφορών" όπως την είχαμε γνωρίσει στο παρελθόν. Η μετατόπιση της συζήτησης στο αν η Ελλάδα δικαιούται να ασκεί πλήρως και δίχως το "βέτο" των γειτόνων την κυριαρχία της (σκληρός πυρήνας της οποίας είναι η άμυνα) σε όλη της την επικράτεια, από τα κατοικημένα νησιά του Αιγαίου μέχρι και τη Δυτική Θράκη, η οποία "ξεμυτίζει" όλο και πιο συχνά στις τελευταίες δηλώσεις των Τούρκων ιθυνόντων, είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από την αμφισβήτηση συγκριτικώς "αφηρημένων" κυριαρχικών δικαιωμάτων στον αέρα, τη θάλασσα και τον βυθό.
Η δε καθημερινή δαιμονοποίηση της ελληνικής πλευράς, η επίκληση "υπαρξιακών κινδύνων" και η διαρκής υπενθύμιση ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η Αθήνα έχει μετατραπεί σε ενεργούμενο μη κατονομαζόμενων δυνάμεων (βλ. ΗΠΑ) που επιδιώκουν να ακυρώσουν την "τουρκική ανάδυση" δεσμεύει τον ίδιο τον Ερντογάν σε ανυποχώρητη στάση.
Και η επιθετική ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν και όλων των υπ' αυτόν εναντίον της Ελλάδας έχει το τελευταίο διάστημα στοιχεία πρωτόγνωρα, ακόμη και για τις προβληματικές εδώ και πενήντα χρόνια ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Προφανώς γιατί το ευρύτερο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, το οποίο πρωτίστως όριζε η συμμετοχή και των δύο πλευρών του Αιγαίου στο ΝΑΤΟ, έχει αλλάξει άρδην.
Δηλώσεις του τύπου "Θα έρθουμε νύχτα" και "Θα σας πετάξουμε στη θάλασσα, όπως το 1922" θα μπορούσαν έστω να αποδοθούν στην επετειακή περίσταση της συμπλήρωσης εκατό ετών από την ελληνική ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία – αλλά όχι και να παραγραφούν.
Σε κάθε περίπτωση, η στάση της Τουρκίας συνίσταται στη μεθοδική οικοδόμηση, ήδη από τις περσινές επιστολές Σινιρλίογλου προς τον ΟΗΕ, ενός καθαρά αναθεωρητικού και επεκτατικού επιχειρήματος: ότι η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, μεγάλων και μικρών, εξαρτάται από τον όρο της "αποστρατιωτικοποίησής" τους, όπως τον αντιλαμβάνεται η Άγκυρα. Και ότι η καταγγελλόμενη "στρατιωτικοποίησή" τους αποτελεί, δεδομένων και των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, μιαν "απειλή" την οποία η Τουρκία οφείλει να αποκρούσει. Με "κάθε νόμιμο μέσο", όπως το διατύπωσε χαρακτηριστικά το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στη συνεδρίασή του την Τετάρτη, η οποία είχε το θέμα των νησιών ως "κύριο πιάτο".
Προληπτική νομιμοποίηση
Η συγκεκριμένη αναφορά δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει: διότι "νόμιμα μέσα" δεν είναι μόνο τα ειρηνικά, όταν κανείς επικαλείται την ανάγκη "αυτοάμυνας". Το κλίμα που δημιουργείται είναι ακριβώς αυτό της προληπτικής νομιμοποίησης (στα μάτια τόσο του εγχώριου όσο και του διεθνούς ακροατηρίου) επιθετικών διαθέσεων, οι οποίες ακριβώς για αυτόν τον λόγο "προβάλλονται" στον αντίπαλο.
Βρισκόμαστε προφανώς πολύ μακριά από την ατζέντα των "ελληνοτουρκικών διαφορών" όπως την είχαμε γνωρίσει στο παρελθόν. Η μετατόπιση της συζήτησης στο αν η Ελλάδα δικαιούται να ασκεί πλήρως και δίχως το "βέτο" των γειτόνων την κυριαρχία της (σκληρός πυρήνας της οποίας είναι η άμυνα) σε όλη της την επικράτεια, από τα κατοικημένα νησιά του Αιγαίου μέχρι και τη Δυτική Θράκη, η οποία "ξεμυτίζει" όλο και πιο συχνά στις τελευταίες δηλώσεις των Τούρκων ιθυνόντων, είναι κάτι το πολύ διαφορετικό από την αμφισβήτηση συγκριτικώς "αφηρημένων" κυριαρχικών δικαιωμάτων στον αέρα, τη θάλασσα και τον βυθό.
Η δε καθημερινή δαιμονοποίηση της ελληνικής πλευράς, η επίκληση "υπαρξιακών κινδύνων" και η διαρκής υπενθύμιση ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή η Αθήνα έχει μετατραπεί σε ενεργούμενο μη κατονομαζόμενων δυνάμεων (βλ. ΗΠΑ) που επιδιώκουν να ακυρώσουν την "τουρκική ανάδυση" δεσμεύει τον ίδιο τον Ερντογάν σε ανυποχώρητη στάση.
Συνομιλίες για "δίκαιη μοιρασιά"
Ακόμη και οι εν παρόδω αναφορές του Ταγίπ Ερντογάν και του Χουλουσί Ακάρ στη δυνατότητα "ειρηνικής επίλυσης" των θεμάτων, με την οποία διανθίστηκαν την εβδομάδα αυτή οι κατά τα λοιπά συνήθεις απειλές, δεν παραπέμπει απαραιτήτως σε "δεύτερες σκέψεις" μπροστά στα ρίσκα της κλιμάκωσης. Πέρα από το σημειολογικό του πράγματος, ότι δηλαδή ήταν ο Τούρκος υπουργός Άμυνας που ανέλαβε ρόλο "ειρηνοποιού" (προτείνοντας συνομιλίες για μια "δίκαιη μοιρασιά" του πλούτου του Αιγαίου), ενώ ο συνάδελφός του των Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επέμεινε στη "σκληρή γραμμή", τα συγκεκριμένα μικρά "ανοίγματα" ενδέχεται απλώς να αποτελούν άλλη μία ψηφίδα στο μωσαϊκό απονομιμοποίησης της Αθήνας – η οποία θα "αρνείται τον διάλογο".
Διότι το αντικειμενικό αδιέξοδο παραμένει: Σε ποιον διάλογο θα μπορούσε να προσέλθει η ελληνική πλευρά, όταν η Τουρκία τροποποιεί τόσο θεαματικά την ατζέντα; Και ποιος τρίτος θα μπορούσε να διευκολύνει και να εγγυηθεί έναν τέτοιο διάλογο;
Παραδοσιακά, ο "τρίτος" ήταν (ακόμη ή ιδίως σε στιγμές κρίσης, όπως αυτή των Ιμίων) οι ΗΠΑ, ως ο ηγεμόνας της συμμαχίας στην οποία συμμετέχουν Ελλάδα και Τουρκία. Πράγμα το οποίο μπορεί να μην ευνοούσε υπέρμετρα τα ελληνικά συμφέροντα, λόγω της λογικής "ίσων αποστάσεων" που επικρατούσε στην Ουάσινγκτον ακριβώς λόγω του ρόλου της, όμως τουλάχιστον έθετε όρια στο πόσο μακριά μπορούσε να πάει η σύγκρουση. Όμως αυτήν τη στιγμή, είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ οι οποίες στοχοποιούνται πίσω από τα ρητορικά ξεσπάσματα του Ερντογάν κατά της Ελλάδας.
"Οι κύκλοι που ενθαρρύνουν την Ελλάδα να εξοπλίσει τα νησιά με μη στρατιωτικό καθεστώς καλούνται πίσω στην κοινή λογική", ανέφερε χαρακτηριστικά το ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά το πέρας της συνεδρίασης του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Πώς μπαίνουν οι ΗΠΑ στο "κάδρο"
Η τουρκο-αμερικανική σχέση έχει μεταβληθεί δραματικά, αφότου ο Τούρκος ηγέτης αισθάνθηκε "αδειασμένος" από την ελέω Δύσης συριακή περιπέτειά του και αναζήτησε αντίβαρα στην πλευρά της Ρωσίας. Μετατράπηκε δε σε σχέση αμοιβαίας καχυποψίας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία – για να οδηγηθεί, εν μέσω ουκρανικής κρίσης, στην εκτίμηση του Ερντογάν ότι η ακροβασία μεταξύ του ευρωατλαντικού και του ευρασιατικού "πόλου" μόνο οφέλη, διπλωματικά και οικονομικά, μπορεί να προσφέρει στη χώρα του. Σε μία εποχή βίαιης αλλαγής συνόρων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας καταλήγει στην εκτίμηση ότι η δυνατότητα της αμερικανικής πλευράς να επιβάλλει τους όρους της στην περιοχή έχει περιορισθεί, αλλά και ότι η Ουάσινγκτον είναι ακόμη περισσότερο αναγκασμένη να ανέχεται τις αξιώσεις της χώρας που διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και ελέγχει τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, με δυνατότητα προβολής ισχύος ευρύτερα μέχρι την Κασπία και την Κεντρική Ασία.
Οι βάσεις, η Κύπρος, τα F-16
Στην παρούσα συγκυρία, η δοκιμασία των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων περνά από δύο κινήσεις, οι οποίες έχουν κορυφώσει τον εκνευρισμό της Άγκυρας: τη ραγδαία ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην ελληνική επικράτεια (συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης μεταφοράς τεθωρακισμένων στη Σάμο και τη Λέσβο, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την ενίσχυση της φιλολογίας περί "αποστρατιωτικοποίησης των νησιών") και την απόφαση των ΗΠΑ να άρουν το εμπάργκο αποστολής οπλισμού στην Κυπριακή Δημοκρατία. Για "ανεξήγητη απόφαση", τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και προς τη χρονική της στιγμή, έκανε λόγο υπαινικτικά ο Ερντογάν.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που παραμένει εκκρεμές το ζήτημα της προμήθειας-εκσυγχρονισμού μαχητικών F-16 από την Τουρκία. Με αναπάντητο το ερώτημα αν οδηγούν σε κατεύθυνση ρήξης ή συμβιβασμού τα μηνύματα που ανταλλάσσουν οι δύο πλευρές διά της "ελληνικής οδού".