Είδαμε
όμως πως η Τουρκία δεν έκανε τότε την παραμικρή κίνηση για να
εκμεταλλευτεί την ουρανοκατέβατη ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, με την
Ελλάδα να βρίσκεται κυριολεκτικά στο καναβάτσο. Επομένως δεν έχει καμία
λογική να δοκιμάσει να κάνει τώρα με πάρα πολύ υψηλό ρίσκο (και λόγω της
ένταξης στο ελληνικό οπλοστάσιο σύγχρονων μέσων όπως τα μαχητικά
αεροσκάφη Rafale και τα υποβρύχια Type 214) κάτι που θα μπορούσε να είχε
κάνει πριν μερικά χρόνια με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αλλά
δεν θέλησε να το πράξει.
Ούτε όμως οι στρατιωτικές προπαρασκευές και από τις δύο πλευρές του
Αιγαίου συνηγορούν στο ότι όντως πλησιάζουμε σε κάποιου είδους
σύγκρουση. Δεν έχουν παρατηρηθεί μέχρι τώρα ανησυχητικές κινήσεις
πολεμικής κινητοποίησης από τουρκικής πλευράς, ούτε το επίπεδο
συναγερμού του γενικότερου αμυντικού μηχανισμού από ελληνικής πλευράς
είναι τέτοιο που να μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως διαγράφεται το
ενδεχόμενο κάποιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης στον ορίζοντα. Αντιθέτως,
βλέπουμε να γίνονται κινήσεις που δεν συνάδουν με το όλο πολεμικό κλίμα
που καλλιεργούν τα ΜΜΕ. Αν όντως βρισκόμασταν στα πρόθυρα πολεμικής
σύγκρουσης με την Τουρκία δεν θα έσπευδε η κυβέρνηση να εγκαινιάσει την
ακτοπλοϊκή σύνδεση Θεσσαλονίκης - Σμύρνης, ούτε η ναυαρχίδα των
φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ θα συνέχιζε να προβάλει τουρκικά σήριαλ από το πρωί
μέχρι το βράδυ. Ούτε θα συνέχιζε η χώρα μας με ανεξήγητη μακαριότητα να
παραμένει εξαρτημένη από το φυσικό αέριο των αγωγών Turkish Stream και
TAP που διέρχονται αμφότεροι από το τουρκικό έδαφος δίνοντας στον
Ερντογάν τη δυνατότητα να κλείσει κάποια στιγμή τη στρόφιγγα και να μας
στραγγαλίσει ενεργειακά προκαλώντας κατάρρευση στην οικονομία μας.
Για να υπάρξει όντως μία στρατιωτική απειλή εκ μέρους της Τουρκίας
θα πρέπει να συντρέχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις:
1) Η Τουρκία θα πρέπει να έχει μία έστω επίφαση νομιμοποίησης της στρατιωτικής ενέργειάς της, που τώρα δεν την έχει διότι όλα τα επιχειρήματά της περί αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας απορρίπτονται συλλήβδην από το σύνολο σχεδόν των χωρών του πλανήτη.
2) Η Τουρκία θα πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή διεθνή υποστήριξη και να έχει απομονώσει διπλωματικά και στρατιωτικά την Ελλάδα πριν κινηθεί εναντίον της, πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα.
3) Η Τουρκία θα πρέπει να έχει πολύ μεγάλο βαθμό
βεβαιότητας ότι θα υπερισχύσει στρατιωτικά, διότι διαφορετικά ένα
πολεμικό επεισόδιο που θα καταλήξει σε στραπάτσο για αυτή θα αποτελεί
κυριολεκτικά πολιτική και βιολογική αυτοκτονία για τον Ερντογάν. Ο
πόλεμος είναι η σφαίρα του απρόβλεπτου και του τυχαίου όπου τα πράγματα
αποκτούν τη δική τους δυναμική και όπου τα πάντα μπορούν να πάνε στραβά
ανά πάσα στιγμή (όπως διαπιστώνουμε και από τα γεγονότα στην Ουκρανία).
Οι Τούρκοι παραδοσιακά αποφεύγουν να εμπλέκονται σε πολεμικές
αναμετρήσεις όταν οι όροι δεν είναι συντριπτικά υπέρ τους. Ενεργούν
περισσότερο ως ύαινες που καραδοκούν να ορμήσουν σε ψοφίμια, παρά ως
λιοντάρια.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το σκηνικό της ελληνοτουρκικής
αντιπαράθεσης που έχει στηθεί τον τελευταίο καιρό προσωπικά δεν με
πείθει. Ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν είναι δύο απολύτως κυνικοί και πολύ
πονηροί πολιτικοί οι οποίοι τυχαίνει να αντιμετωπίζουν την ίδια περίοδο
παρόμοια πολιτικά προβλήματα και να έχουν μπροστά τους εκλογές που
σχεδόν συμπίπτουν χρονικά. Δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν στην ανεπίσημη
συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών που είχαν τον περασμένο Απρίλιο στην
Κωνσταντινούπολη συνεννοήθηκαν να βοηθήσει ο ένας τον άλλον για να
επανεκλεγούν, παίζοντας το χαρτί του πατριωτισμού και του εθνικού
κινδύνου για να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους τους.
Τον Μητσοτάκη άλλωστε τον βολεύει κάτι τέτοιο, διότι συν τοις άλλοις μεταθέτει την ατζέντα από την ακρίβεια που γονατίζει τα νοικοκυριά, την ενεργειακή κρίση που ήρθε για να μείνει, και το σκάνδαλο των υποκλοπών, σε έναν κατά φαντασία εθνικό κίνδυνο ο οποίος κρατάει τους Έλληνες σε διαρκή αγωνία και ανασφάλεια για το μέλλον. Η παρατεταμένη ελληνοτουρκική ένταση εξυπηρετεί επίσης θαυμάσια το αφήγημά του περί της δήθεν ανάγκης ύπαρξης ισχυρής αυτοδύναμης κυβέρνησης μετά τις προσεχείς εκλογές ώστε να πείσει τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας να ξεχάσουν την ολέθρια και άκρως αυταρχική διαχείριση της επιδημίας του covid-19, την αλλοπρόσαλλη και ανερμάτιστη ενεργειακή πολιτική των τελευταίων χρόνων, την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης στο μεταναστευτικό, και βέβαια την οικονομική καταστροφή της μεσαίας τάξης, και να επανακάμψουν στο κόμμα.