Από: Το Παρόν - Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Το ερώτημα αφορά περισσότερο το ΝΑΤΟ, το οποίο, σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στρατιωτική ή, για το ακριβέστερο, στρατιωτικοπολιτική συμμαχία, μετά τη μορφή που προσέλαβε ευθύς μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Την επόμενη Πέμπτη θα πραγματοποιηθεί συνάντηση των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ, με επίκεντρο των συζητήσεων τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, που εμμέσως εμπλέκει τις δυτικές χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Οι χώρες της Δύσης, από την αρχή της ρωσικής εισβολής, στις 24 Φεβρουαρίου, εκτός της πολιτικής και διπλωματικής στήριξης στην Ουκρανία, παρέχουν συνεχώς και άφθονο πολεμικό υλικό, γεγονός που συντελεί στη συνέχιση του πολέμου και στην καταστροφή της χώρας, ενώ απειλείται γενικότερη σύρραξη, μη αποκλειόμενης και της χρήσης, από ρωσικής πλευράς, πυρηνικών όπλων, που, αν πραγματοποιηθεί, θα συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Η παρουσία της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπως και η συμμετοχή της στη Νατοϊκή Συμμαχία, θέτει το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν μία χώρα του ΝΑΤΟ να αναπτύσσει στενές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία από την ημέρα της εισβολής στην Ουκρανία έχει καταστεί η υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλος της Δύσης και ιδιαίτερα του ΝΑΤΟ; Η Άγκυρα καταδίκασε μεν τη ρωσική εισβολή, αλλά δεν συμμετείχε και εξακολουθεί να μη συμμετέχει στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, μια στάση που της επέτρεψε να παίξει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο, φιλοξενώντας ρωσοουκρανικές συναντήσεις και αναλαμβάνοντας τη διευκόλυνση ουκρανικών εξαγωγών σίτου, μέσω των Στενών, προς χώρες, κυρίως, της Αφρικής.
Στην επικείμενη συνάντηση των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ παρών, ασφαλώς, θα είναι και ο τούρκος υπουργός Χουλουσί Ακάρ. Θα τον υποδεχθεί –όπως και τους άλλους υπουργούς– ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να εξάρει τον ρόλο της Τουρκίας στη Νατοϊκή Συμμαχία. Όμως, πόσο αξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ είναι η Τουρκία, όταν συνεχώς στρέφεται και απειλεί μια άλλη χώρα-μέλος και σύμμαχο, την Ελλάδα; Ετυμολογικά, συμμαχία υπάρχει όταν συνάπτεται συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών για την αντιμετώπιση ενός εχθρού, την ανάπτυξη κοινής δράσης και την προώθηση κοινών συμφερόντων. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, το καθεστώς Ερντογάν προωθεί και αναπτύσσει στενές σχέσεις με τη Ρωσία, θεμιτές μεν και νόμιμες σε ό,τι αφορά την οικονομία και άλλους τομείς, που προκαλούν ερωτηματικά όμως όταν επεκτείνονται και στον πολιτικό – αμυντικό τομέα. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Ερντογάν απειλούσε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ότι αν η Ουάσινγκτον εμείνει στην άρνησή της να προμηθεύσει τα μαχητικά F-16, τότε θα προβεί στην αγορά των ρωσικών S-400.
Αντιδυτική χροιά προσλαμβάνουν και οι ποικίλης μορφής τοποθετήσεις του τούρκου Προέδρου και άλλων τούρκων αξιωματούχων σε περιφερειακά θέματα, στα οποία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η στενή συνεργασία με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης, που έχει προκαλέσει αντιδράσεις από πολλές δυτικές χώρες. Η οπορτουνιστική συμπεριφορά του Ερντογάν στην ανάπτυξη στενών σχέσεων και συνεργασίας με τη Ρωσία είναι και συνέπεια εμμονών και παρωχημένων αντιλήψεων στη Δύση για τη γεωπολιτική σημασία και αξία της Τουρκίας για τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα. Ο Ερντογάν και το καθεστώς του, που εμπνέονται από το ιστορικό κατακτητικό παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το έχουν αντιληφθεί και ασκούν εκβιαστική πολιτική, που αποσκοπεί στην αναγνώριση της Τουρκίας ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η αναθεωρητική και παραβατική συμπεριφορά της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν πρόκειται μόνο για φιλοδοξίες ενός μόνο ανδρός, του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και των ακραίων αλλά και άλλων, συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων.
Σχετικά με την τουρκορωσική στενή συνεργασία, που τείνει να προσλάβει μορφή πολιτικοστρατιωτικής συμμαχίας, γεννάται το εξής ερώτημα: Αντιλαμβάνεται η πολύπειρη ρωσική διπλωματία ότι η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και λαών δεν προσδιορίζεται και από το ιστορικό τους παρελθόν, όπως και τα συγκρουόμενα συμφέροντά τους στην περιοχή, σε βαθμό να χαρακτηρίζεται από πολλούς αναλυτές διεθνών σχέσεων ως ένα είδος λυκοφιλίας; Η Τουρκία επιδίωκε πάντοτε να ασκήσει επιρροή επί των ισλαμικών πληθυσμών του Καυκάσου (Τσετσένοι, Αμπχάσιοι, Οσσέτιοι, Τάταροι της Κριμαίας), που αποτελεί το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Ρώσος ανώτατος πολιτικός αξιωματούχος είχε χαρακτηρίσει, σε σχετική ελληνορωσική συνάντηση υψηλού επιπέδου, τις ελληνορωσικές σχέσεις ως στρατηγικού χαρακτήρα. Σε ερώτημα του γράφοντος, στο πλαίσιο της συνάντησης, ως προς το νόημα του χαρακτηρισμού του, η απάντηση ήταν «γιατί αντιμετωπίζουμε τον ίδιο αντίπαλο», εννοώντας σαφώς τη γειτονική, ισλαμική Τουρκία.
Ερώτημα, επίσης, εγείρεται για την εύνοια και ανοχή που η Δύση επιδεικνύει έναντι της Τουρκίας, αφού αποδεδειγμένα η σημερινή Τουρκία ουδόλως συμμερίζεται τις δυτικές αρχές και αξίες, είτε αυτές αφορούν τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών του διεθνούς δικαίου, όπως στην περίπτωση της αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ατυχώς, πολλές χώρες της Δύσης είναι ακόμα αγκυλωμένες σε ξεπερασμένες αντιλήψεις για τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, όσον αφορά τα δυτικά συμφέροντα και την ασφάλεια, με αποτέλεσμα να εθελοτυφλούν και να μην αντιλαμβάνονται ότι η στενή συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία μπορεί να αποβεί σε βάρος της Νατοϊκής Συμμαχίας, αν το καθεστώς Ερντογάν επιχειρήσει την πρόκληση θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, που θα ωφελήσει και τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται την έμπρακτη υποστήριξη των συμμάχων της τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ –και αυτό πρέπει να απαιτήσει η ελληνική διπλωματία– και όχι μόνο εγκωμιαστικά λόγια, όπως το αυτονόητο, ότι αποτελεί λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Δεν χρειάζεται παροτρύνσεις για διάλογο με την Τουρκία, όπως μας συστήνουν οι πέραν του Ατλαντικού, χωρίς όμως να αναφέρουν –σκοπίμως το παραλείπουν– σε ποια βάση, που δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη των αρχών του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.