marineregions.org |
Πολλή μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για το εάν οι αποφάσεις οι μεμονωμένες αποφάσεις του ICJ για μία περίπτωση μπορούν να προβληθούν "a priori" ως πηγή δικαίου και για άλλες παρόμοιες ή σχεδόν παρόμοιες περιπτώσεις.
Του Στέλιου Φενέκου
υποναυάρχου ε.α., προέδρου Κοινωνίας Αξιών
Το ερώτημα αυτό προκύπτει γιατί πολλοί καθηγητές και πολιτικοί, εκκινώντας από μία απόφαση του ICJ για μία διένεξη άλλων, που μπορεί να μοιάζει ως προς την δική μας με την Τουρκία σε ότι αφορά την ΑΟΖ για τα νησιά και κυρίως για το Κατελλόριζο, καταλήγουν ότι θα πρέπει να συμβιβαστούμε στις συζητήσεις μας με την Τουρκία, γιατί θα χάσουμε την υπόθεση εάν προσφύγουμε στο Δικαστήριο.
Κατά την άποψή μου (που την έχω εκφράσει με επιχειρήματα πολλές φορές) αυτό είναι λάθος και εξηγώ πιο κάτω γιατί.
Ας προσπαθήσουμε πρώτα να απαντήσουμε εάν οι αποφάσεις του ICJ, όταν εξετάζονται ως προς μεμονωμένες περιπτώσεις, αποτελούν επίσημη πηγή του Διεθνούς Δικαίου, με βάση την αρχή του δεδικασμένου
όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του "a priori" συμβιβασμού.
1. Η αρχή του δεδικασμένου
Οι αποφάσεις και άλλες νομικά δεσμευτικές αποφάσεις του ICJ (σε αντίθεση με τις συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις) επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη που προσέφυγαν. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πηγές υποχρεώσεων, δεσμευτικές μόνο για τα μέρη.
Ας δούμε τι λέει το άρθρο 59 του Καταστατικού:
«Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει δεσμευτική ισχύ παρά μόνο μεταξύ των διαδίκων και σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση».
Η συλλογιστική που αναπτύχθηκε για την σύνταξη του άρθρου 59 δείχνει ότι αυτό έγινε με σκοπό να αποκλείσει ένα σύστημα γενικών δεσμεύσεων εκ προοιμίου. Δηλαδή το Δικαστήριο έχει ως σκοπό να διευθετήσει τις συγκεκριμένες διαφορές όπως καταλήγουν σε αυτό, παρά να διαμορφώσει ένα γενικό νόμο.
Συνεπώς, η αρχή που εκφράζεται στο άρθρο 59 στερεί από προγενέστερες αποφάσεις κάθε αυτόματη εξουσία και υπονοεί ότι οι αποφάσεις βασίζονται σε προϋπάρχοντες κανόνες δικαίου, τους οποίους το Δικαστήριο εφαρμόζει μόνο στη συγκεκριμένη διαφορά που καλείται να επιλύσει.
Το άρθρο 59 διατυπώνεται μάλιστα αρνητικά και εξηγεί τι δεν κάνει μια απόφαση: δεν επιβάλλει υποχρεώσεις σε άλλα κράτη (ακόμη και αν είναι μέλη του Καταστατικού) αλλά μόνο στα κράτη-μέρη της διαφοράς.
Η απόφαση δηλαδή του ICJ έχει δεσμευτική ισχύ μόνο μεταξύ των μερών που προσέφυγαν
2. Πηγές Διεθνούς Δικαίου
Η πρωταρχική λειτουργία μιας επίσημης πηγής Διεθνούς Δικάιου είναι να δημιουργεί ή να τροποποιεί νομικούς κανόνες.
Αντίθετα, η ίδια η λειτουργία του ICJ, όπως περιγράφεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του, «είναι να αποφασίζει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τις διαφορές που του υποβάλλονται».
Το άρθρο 38 απαριθμεί τις επίσημες πηγές του διεθνούς δικαίου:
«1. Το Δικαστήριο, καθήκον του οποίου είναι να αποφασίζει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τις διαφορές που του υποβάλλονται, εφαρμόζει:
α) διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θεσπίζουν κανόνες που αναγνωρίζονται ρητώς από τα διαγωνιζόμενα κράτη·
β) διεθνές έθιμο, ως απόδειξη μιας γενικής πρακτικής αποδεκτής ως νόμος·
γ) τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη·
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 59: των δικαστικών αποφάσεων και των διδασκαλιών των πιο εξειδικευμένων δημοσιολόγων των διαφόρων εθνών, ως “επικουρικά” μέσα για τον προσδιορισμό των κανόνων δικαίου.
2. Η διάταξη αυτή δεν θίγει την εξουσία του Δικαστηρίου να αποφασίζει “ex aequo et bono” σε μια υπόθεση, εάν τα μέρη συμφωνήσουν σε αυτό».
ΣΗΜ: Η έκφραση «ex aequo et bono» στα Λατινικά σημαίνει "σύμφωνα με το σωστό και το καλό". Ο όρος αναφέρεται στην εξέταση μιας διαφοράς από το δικαστήριο σύμφωνα με το τι είναι καλό/σωστό και δίκαιο δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων και όχι αυστηρά σύμφωνα με το κράτος δικαίου. Αυτός ο τύπος διευθέτησης, που χρησιμοποιείται κυρίως στο διεθνές δίκαιο, απαιτεί συνήθως τη συγκατάθεση όλων των μερών.
Στην ουσία, μόνο οι υποπαράγραφοι (α), (β) και (γ) του άρθρου 38 του καταστατικού του ICJ παρέχουν μια ένδειξη για το πότε ένας κανόνας είναι δυνητικά δεσμευτικός – εάν έχει συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλει υποχρεώσεις ή να παρέχει ελευθερίες (αν και συνήθως, μια ελευθερία για ένα μέρος συνήθως επιβάλλει υποχρέωση στο άλλο).
Και είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των σκληρών πηγών μπορεί να δημιουργήσει soft law.
Όμως η υποπαράγραφος (δ) συντάσσεται με ασαφή τρόπο και υπό τον περιορισμό των προβλέψεων του άρθρου 59 του καταστατικού.
Επίσης η λέξη «επικουρική» δεν μπορεί να αφήσει καμία αμφιβολία ότι η νομολογία («δικαστικές αποφάσεις») και το δόγμα («διδασκαλίες των πιο εξειδικευμένων δημοσιογράφων των διαφόρων εθνών») δεν τοποθετούνται στην ίδια βάση με τις τρεις άλλες δέσμες κανόνων που το Δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει.
Με την διευκρίνηση δε που γίνεται στην παράγρ. 2 του άρθρου 38, όταν το ICJ αποφασίζει “ex aequo et bono”, αναμένεται ότι θα απομακρυνθεί, εάν χρειαστεί, από την εφαρμογή των νομικών κανόνων ή ότι θα τους διορθώσει με βάση τη εφαρμογή του “καλού/σωστού και δικαίου”, όπως άλλωστε αναφέρεται και ή «δίκαιη λύση» στα άρθρα 74 και 83 των Ηνωμένων Εθνών Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ως στόχος για οποιαδήποτε οριοθέτηση της ΑΟΖ ή της υφαλοκρηπίδας.
Η έκφραση «νομολογία» περιλαμβάνει συνολικά όλα τα «μέσα», όπως δικαστικές αποφάσεις, συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις κλπ. που εκδίδονται από το Δικαστήριο μετά από ανταλλαγή επιχειρημάτων από τα ενδιαφερόμενα κράτη (ή διεθνείς οργανισμούς) και καταλήγουν σε απόφαση του ICJ σχετικά με τη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθήσουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς, βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Όπως αναλύθηκε όμως, οι αποφάσεις του ICJ δεν αποτελούν πηγές διεθνούς δικαίου εάν εξετάζονται μεμονωμένα, δεδομένου ότι επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη μόνο σύμφωνα με το άρθρο 59.
Συνεπώς, το άρθρο 59 στερεί τις προηγούμενες αποφάσεις από οποιαδήποτε αυτόματη κανονιστική ισχύ τους και σε άλλες υποθέσεις. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου βασίζονται σε προϋπάρχοντες συγκεκριμένους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται ως προς τις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την συγκεκριμένη διαφορά που καλείται να επιλύσει.
Το άρθρο 38 αναθέτει στη νομολογία και στο δόγμα (συγγράμματα δημοσιολόγων κλπ) έναν ρόλο διαφορετικό από αυτόν των τριών πρωτογενών πηγών του Διεθνούς Δικαίου που πρέπει να εφαρμόζονται (κανόνες Συνθήκης, εθιμικοί κανόνες, οι γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου).
Και ο ρόλος αυτός είναι ότι το δόγμα και η νομολογία είναι μέσα για τον «καθορισμό» των κανόνων που πρέπει να εφαρμοστούν, δηλαδή για τη διατύπωσή τους και για την ερμηνεία τους, αλλά όχι για τη δημιουργία τους.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργεί ως νομοθέτης που μπορεί να αλλάξει το Δίκαιο με καλή θέληση, περιοριζόμενος μόνο από ορισμένους κανόνες ανώτερης ιεραρχικής θέσης, αλλά το ICJ μπορεί να θεωρηθεί ως «προοδευτικός δημιουργός» του Διεθνούς Δικαίου, αφού για να εφαρμόσει τους κανόνες και τις αρχές του ΔΔ που απορρέουν από τις «πρωτογενείς» πηγές του, θα πρέπει να τους ερμηνεύσει και μάλιστα δεν θα αρνηθεί να αποφασίσει για μια υπόθεση, λόγω αδυναμίας ή ασάφειας του πρωτογενούς κανόνα δικαίου για να εφαρμοστεί.
Μια διαφορετική στάση δεν θα ήταν συμβατή με τον δικαστικό χαρακτήρα του Δικαστηρίου όπως ορίζεται στο άρθρο 38, αλλά και ούτε με την ίδια τη φύση του ΔΔ.
Εάν οι κανόνες του Γενικού Διεθνούς Δικαίου είναι ελλιπείς και /ή υπόκεινται σε συζήτηση ως προς το περιεχόμενό τους, την εμβέλειά τους και μερικές φορές την ίδια την ισχύ τους, το Δικαστήριο πρέπει ωστόσο να αποφασίσει επί της προσφυγής.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο ρόλος του Δικαστηρίου, να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση/ή αναμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου, όταν καλείται να καλύψει αυτά τα κενά και να προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του εφαρμοστέου δικαίου.
Ενώ οι μεμονωμένες αποφάσεις του ICJ δεν μπορούν να οριστούν ως πηγές υποχρεώσεων για τρίτους και άρα δεν μπορούν να συνιστούν πηγές δικαίου, η νομολογία, δηλαδή οι αποφάσεις του Δ.Δικαστηρίου συλλογικά εξεταζόμενες, έχουν επικουρικό χαρακτήρα, αφού αποτελούν μέσον καθορισμού των κανόνων Δικαίου που θα εφαρμοσθούν σε κάθε μία ξεχωριστή περίπτωση.
Συνεπώς, αν και δεν αποτελούν αυστηρά πρωτογενή πηγή του Διεθνούς Δικαίου, αποτελούν μέσον καθορισμού της εφαρμογής αλλά και προοδευτικής ανάπτυξης των κανόνων δικαίου.
Του Στέλιου Φενέκου
υποναυάρχου ε.α., προέδρου Κοινωνίας Αξιών
Το ερώτημα αυτό προκύπτει γιατί πολλοί καθηγητές και πολιτικοί, εκκινώντας από μία απόφαση του ICJ για μία διένεξη άλλων, που μπορεί να μοιάζει ως προς την δική μας με την Τουρκία σε ότι αφορά την ΑΟΖ για τα νησιά και κυρίως για το Κατελλόριζο, καταλήγουν ότι θα πρέπει να συμβιβαστούμε στις συζητήσεις μας με την Τουρκία, γιατί θα χάσουμε την υπόθεση εάν προσφύγουμε στο Δικαστήριο.
Κατά την άποψή μου (που την έχω εκφράσει με επιχειρήματα πολλές φορές) αυτό είναι λάθος και εξηγώ πιο κάτω γιατί.
Ας προσπαθήσουμε πρώτα να απαντήσουμε εάν οι αποφάσεις του ICJ, όταν εξετάζονται ως προς μεμονωμένες περιπτώσεις, αποτελούν επίσημη πηγή του Διεθνούς Δικαίου, με βάση την αρχή του δεδικασμένου
όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του "a priori" συμβιβασμού.
1. Η αρχή του δεδικασμένου
Οι αποφάσεις και άλλες νομικά δεσμευτικές αποφάσεις του ICJ (σε αντίθεση με τις συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις) επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη που προσέφυγαν. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πηγές υποχρεώσεων, δεσμευτικές μόνο για τα μέρη.
Ας δούμε τι λέει το άρθρο 59 του Καταστατικού:
«Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει δεσμευτική ισχύ παρά μόνο μεταξύ των διαδίκων και σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση».
Η συλλογιστική που αναπτύχθηκε για την σύνταξη του άρθρου 59 δείχνει ότι αυτό έγινε με σκοπό να αποκλείσει ένα σύστημα γενικών δεσμεύσεων εκ προοιμίου. Δηλαδή το Δικαστήριο έχει ως σκοπό να διευθετήσει τις συγκεκριμένες διαφορές όπως καταλήγουν σε αυτό, παρά να διαμορφώσει ένα γενικό νόμο.
Συνεπώς, η αρχή που εκφράζεται στο άρθρο 59 στερεί από προγενέστερες αποφάσεις κάθε αυτόματη εξουσία και υπονοεί ότι οι αποφάσεις βασίζονται σε προϋπάρχοντες κανόνες δικαίου, τους οποίους το Δικαστήριο εφαρμόζει μόνο στη συγκεκριμένη διαφορά που καλείται να επιλύσει.
Το άρθρο 59 διατυπώνεται μάλιστα αρνητικά και εξηγεί τι δεν κάνει μια απόφαση: δεν επιβάλλει υποχρεώσεις σε άλλα κράτη (ακόμη και αν είναι μέλη του Καταστατικού) αλλά μόνο στα κράτη-μέρη της διαφοράς.
Η απόφαση δηλαδή του ICJ έχει δεσμευτική ισχύ μόνο μεταξύ των μερών που προσέφυγαν
2. Πηγές Διεθνούς Δικαίου
Η πρωταρχική λειτουργία μιας επίσημης πηγής Διεθνούς Δικάιου είναι να δημιουργεί ή να τροποποιεί νομικούς κανόνες.
Αντίθετα, η ίδια η λειτουργία του ICJ, όπως περιγράφεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του, «είναι να αποφασίζει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τις διαφορές που του υποβάλλονται».
Το άρθρο 38 απαριθμεί τις επίσημες πηγές του διεθνούς δικαίου:
«1. Το Δικαστήριο, καθήκον του οποίου είναι να αποφασίζει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο τις διαφορές που του υποβάλλονται, εφαρμόζει:
α) διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θεσπίζουν κανόνες που αναγνωρίζονται ρητώς από τα διαγωνιζόμενα κράτη·
β) διεθνές έθιμο, ως απόδειξη μιας γενικής πρακτικής αποδεκτής ως νόμος·
γ) τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη·
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 59: των δικαστικών αποφάσεων και των διδασκαλιών των πιο εξειδικευμένων δημοσιολόγων των διαφόρων εθνών, ως “επικουρικά” μέσα για τον προσδιορισμό των κανόνων δικαίου.
2. Η διάταξη αυτή δεν θίγει την εξουσία του Δικαστηρίου να αποφασίζει “ex aequo et bono” σε μια υπόθεση, εάν τα μέρη συμφωνήσουν σε αυτό».
ΣΗΜ: Η έκφραση «ex aequo et bono» στα Λατινικά σημαίνει "σύμφωνα με το σωστό και το καλό". Ο όρος αναφέρεται στην εξέταση μιας διαφοράς από το δικαστήριο σύμφωνα με το τι είναι καλό/σωστό και δίκαιο δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων και όχι αυστηρά σύμφωνα με το κράτος δικαίου. Αυτός ο τύπος διευθέτησης, που χρησιμοποιείται κυρίως στο διεθνές δίκαιο, απαιτεί συνήθως τη συγκατάθεση όλων των μερών.
Στην ουσία, μόνο οι υποπαράγραφοι (α), (β) και (γ) του άρθρου 38 του καταστατικού του ICJ παρέχουν μια ένδειξη για το πότε ένας κανόνας είναι δυνητικά δεσμευτικός – εάν έχει συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλει υποχρεώσεις ή να παρέχει ελευθερίες (αν και συνήθως, μια ελευθερία για ένα μέρος συνήθως επιβάλλει υποχρέωση στο άλλο).
Και είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των σκληρών πηγών μπορεί να δημιουργήσει soft law.
Όμως η υποπαράγραφος (δ) συντάσσεται με ασαφή τρόπο και υπό τον περιορισμό των προβλέψεων του άρθρου 59 του καταστατικού.
Επίσης η λέξη «επικουρική» δεν μπορεί να αφήσει καμία αμφιβολία ότι η νομολογία («δικαστικές αποφάσεις») και το δόγμα («διδασκαλίες των πιο εξειδικευμένων δημοσιογράφων των διαφόρων εθνών») δεν τοποθετούνται στην ίδια βάση με τις τρεις άλλες δέσμες κανόνων που το Δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει.
Με την διευκρίνηση δε που γίνεται στην παράγρ. 2 του άρθρου 38, όταν το ICJ αποφασίζει “ex aequo et bono”, αναμένεται ότι θα απομακρυνθεί, εάν χρειαστεί, από την εφαρμογή των νομικών κανόνων ή ότι θα τους διορθώσει με βάση τη εφαρμογή του “καλού/σωστού και δικαίου”, όπως άλλωστε αναφέρεται και ή «δίκαιη λύση» στα άρθρα 74 και 83 των Ηνωμένων Εθνών Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ως στόχος για οποιαδήποτε οριοθέτηση της ΑΟΖ ή της υφαλοκρηπίδας.
Η έκφραση «νομολογία» περιλαμβάνει συνολικά όλα τα «μέσα», όπως δικαστικές αποφάσεις, συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις κλπ. που εκδίδονται από το Δικαστήριο μετά από ανταλλαγή επιχειρημάτων από τα ενδιαφερόμενα κράτη (ή διεθνείς οργανισμούς) και καταλήγουν σε απόφαση του ICJ σχετικά με τη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθήσουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς, βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Όπως αναλύθηκε όμως, οι αποφάσεις του ICJ δεν αποτελούν πηγές διεθνούς δικαίου εάν εξετάζονται μεμονωμένα, δεδομένου ότι επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη μόνο σύμφωνα με το άρθρο 59.
Συνεπώς, το άρθρο 59 στερεί τις προηγούμενες αποφάσεις από οποιαδήποτε αυτόματη κανονιστική ισχύ τους και σε άλλες υποθέσεις. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου βασίζονται σε προϋπάρχοντες συγκεκριμένους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται ως προς τις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την συγκεκριμένη διαφορά που καλείται να επιλύσει.
Το άρθρο 38 αναθέτει στη νομολογία και στο δόγμα (συγγράμματα δημοσιολόγων κλπ) έναν ρόλο διαφορετικό από αυτόν των τριών πρωτογενών πηγών του Διεθνούς Δικαίου που πρέπει να εφαρμόζονται (κανόνες Συνθήκης, εθιμικοί κανόνες, οι γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου).
Και ο ρόλος αυτός είναι ότι το δόγμα και η νομολογία είναι μέσα για τον «καθορισμό» των κανόνων που πρέπει να εφαρμοστούν, δηλαδή για τη διατύπωσή τους και για την ερμηνεία τους, αλλά όχι για τη δημιουργία τους.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργεί ως νομοθέτης που μπορεί να αλλάξει το Δίκαιο με καλή θέληση, περιοριζόμενος μόνο από ορισμένους κανόνες ανώτερης ιεραρχικής θέσης, αλλά το ICJ μπορεί να θεωρηθεί ως «προοδευτικός δημιουργός» του Διεθνούς Δικαίου, αφού για να εφαρμόσει τους κανόνες και τις αρχές του ΔΔ που απορρέουν από τις «πρωτογενείς» πηγές του, θα πρέπει να τους ερμηνεύσει και μάλιστα δεν θα αρνηθεί να αποφασίσει για μια υπόθεση, λόγω αδυναμίας ή ασάφειας του πρωτογενούς κανόνα δικαίου για να εφαρμοστεί.
Μια διαφορετική στάση δεν θα ήταν συμβατή με τον δικαστικό χαρακτήρα του Δικαστηρίου όπως ορίζεται στο άρθρο 38, αλλά και ούτε με την ίδια τη φύση του ΔΔ.
Εάν οι κανόνες του Γενικού Διεθνούς Δικαίου είναι ελλιπείς και /ή υπόκεινται σε συζήτηση ως προς το περιεχόμενό τους, την εμβέλειά τους και μερικές φορές την ίδια την ισχύ τους, το Δικαστήριο πρέπει ωστόσο να αποφασίσει επί της προσφυγής.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο ρόλος του Δικαστηρίου, να διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση/ή αναμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου, όταν καλείται να καλύψει αυτά τα κενά και να προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του εφαρμοστέου δικαίου.
Ενώ οι μεμονωμένες αποφάσεις του ICJ δεν μπορούν να οριστούν ως πηγές υποχρεώσεων για τρίτους και άρα δεν μπορούν να συνιστούν πηγές δικαίου, η νομολογία, δηλαδή οι αποφάσεις του Δ.Δικαστηρίου συλλογικά εξεταζόμενες, έχουν επικουρικό χαρακτήρα, αφού αποτελούν μέσον καθορισμού των κανόνων Δικαίου που θα εφαρμοσθούν σε κάθε μία ξεχωριστή περίπτωση.
Συνεπώς, αν και δεν αποτελούν αυστηρά πρωτογενή πηγή του Διεθνούς Δικαίου, αποτελούν μέσον καθορισμού της εφαρμογής αλλά και προοδευτικής ανάπτυξης των κανόνων δικαίου.