Από: defence-point.gr - Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συστήματα που μπορούν να λειτουργήσουν και στους δύο αυτούς ρόλους. Ο διαχωρισμός σε συστήματα αεράμυνας (εναντίον ιπτάμενων στόχων στο οριζόντιο επίπεδο) και αντιβαλλιστικά όμως, εξακολουθεί να υφίσταται. Τα πυραυλικά συστήματα εναντίον ιπτάμενων στόχων είναι αυτά που έχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής προσβολής αεροπλάνων, ελικοπτέρων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων οριζόντιας πλεύσης.
Όλοι αυτοί οι στόχοι πρακτικά πετούν με υποηχητικές ταχύτητες. Ακόμα και για τα μαχητικά αεροπλάνα ισχύει αυτό. Χωρίς εξωτερικά αναρτημένο φορτίο και σε σχετικά μεγάλα ύψη μπορούν να πετάξουν με ταχύτητες ακόμα και 2 έως 2,5 Μαχ σε κάποιες περιπτώσεις. Με αναρτημένο όμως φορτίο όπλων αέρος – εδάφους και εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου, η ταχύτητα πλεύσης τους υπό προϋποθέσεις μπορεί να φτάσει την ταχύτητα του ήχου. Επομένως είναι κατά κανόνα υποηχητική.
Σε ό,τι αφορά στους πυραύλους οριζόντιας πλεύσης (cruise), η ταχύτητά τους δεν ξεπερνά τα 0,9 Μαχ. Είναι δηλαδή στις περισσότερες των περιπτώσεων υψηλή υποηχητική. Ως στόχοι λοιπόν όλοι οι προαναφερόμενοι υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από όλα τα πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρος. Αντιθέτως, η προσβολή βαλλιστικών πυραύλων είναι μία πολύ πιο περίπλοκη και απαιτητική διαδικασία όπως θα δούμε.
Στα εξειδικευμένα αντιβαλλιστικά πυραυλικά συστήματα της Δύσης περιλαμβάνεται το αμερικανικό THAAD, το Ισραηλινό Arrow που αναπτύχθηκε μέσω συνεργασίας με τις ΗΠΑ, το επίσης αμερικάνικο Patriot PAC-3MSE, το γαλλοϊταλικό SAMP/T που προήλθε από το τριεθνικό (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία) PAAMS (Principal Anti-Air Missile System) των αρχών της δεκαετίας του 2000 και τα επίσης ισραηλινά Iron Dome, που προορίζεται για την ανάσχεση πυραυλικών επιθέσεων με βαλλιστικούς μικρής ακτίνας (4 έως 70 χιλιόμετρα) και David’s Sling με ακτίνα ανάσχεσης μεταξύ 40 έως 300 χιλιομέτρων.
Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι το τελευταίο είχε αντικαταστήσει σε υπηρεσία στο Ισραήλ τα συστήματα MIM-23 Hawk και MIM-104 Patriot. Αντιβαλλιστικό είναι επίσης και το αμερικανικό σύστημα επί σκαφών επιφανείας AEGIS (που έχει εγκατασταθεί όμως και σε επίγειους σταθμούς στην Ευρώπη) με πυραύλους SM-3, πέρα από το ευρωπαϊκό PAAMS που βασίζεται στους ASTER 30. Τέλος, πέρα από τα δυτικά αντιβαλλιστικά συστήματα που προαναφέρθηκαν, πλήρεις αντιβαλλιστικές ικανότητες αποδίδονται και στα ρωσικά S-300PMU-1 (SA-20 κατά ΝΑΤΟ) και S-400 (SA-21 κατά ΝΑΤΟ) που αξιοποιούνται επιχειρησιακά από Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα.
Οι βασικές προϋποθέσεις αποτελεσματικής ανάσχεσης
Κάθε βαλλιστικός πύραυλος είναι ευκολότερο να ανασχεθεί, να χτυπηθεί δηλαδή, κατά την φάση της ανόδου του προς το απόγειο της παραβολικής του τροχιάς. Το ανώτερο σημείο της καμπύλης που διαγράφει. Παρά το γεγονός ότι επιταχύνει στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της τροχιάς ανόδου, η ταχύτητά του είναι σχετικά περιορισμένη. Στο τμήμα της τροχιάς που ο πύραυλος βρίσκεται σε κάθοδο, η ανάσχεση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, λόγω των υψηλών ταχυτήτων (άνω των τριών Μαχ) που αναπτύσσει. Η ταχύτητα καθόδου κάποιων εκδόσεων του Iskander επί παραδείγματι, αναφέρεται ότι φτάνει μέχρι και τα 5,8 Μαχ λίγο πριν την πρόσκρουση στο στόχο!
– Κατά συνέπεια, πρώτος εξαιρετικά κρίσιμος παράγοντας επιτυχούς ανάσχεσης είναι το να πληγεί ο πύραυλος λίγο μετά την εκτόξευσή του. Εξαιρετική βαρύτητα επομένως στην ανάσχεση ενδεχόμενης τουρκικής πυραυλικής επίθεσης, αναμένεται να έχει η αξιοποίηση του ραντάρ SeaFire με τους πυραύλους ASTER 30 των ελληνικών φρεγατών Belhara FDI HN. Όσο πιο κοντά στα Μικρασιατικά παράλια θα βρίσκονται αυτές οι μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, τόσο πιο αποτελεσματικός θα είναι ο συνδυασμός ραντάρ και πυραύλων που θα φέρουν για την ανάσχεση τουρκικών πυραυλικών επιθέσεων.
Η προοπτική εγκατάστασης αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων στα μεγαλύτερα τουλάχιστον νησιά του κεντρικού και του ανατολικού Αιγαίου, παρέχει ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες ανάσχεσης τέτοιων επιθέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις όμως αυτό που οπωσδήποτε έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι το ότι θα δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικότατο πλέγμα αντι-πρόσβασης/άρνησης περιοχής (A2/AD) που θα ακυρώνει στην πράξη το αντίστοιχο που στήνεται ήδη από την Τουρκία με τους αντιπλοϊκούς και εναντίον παράκτιων στόχων πυραύλους ATMACA, καθώς και τα αντιαεροπορικά συστήματα HISAR και S-400.
– Δεύτερος, εξαιρετικά κρίσιμος παράγοντας αποτελεσματικής ανάσχεσης βαλλιστικών πυραύλων, είναι η απευθείας και όχι έμμεση προσβολή τους. Η λειτουργία των πυροσωλήνων προσέγγισης (proximity fuse) στους αντιαεροπορικούς πυραύλους, πυροδοτεί την πολεμική (εκρηκτική θραυσματογόνο) κεφαλή (γόμωση) τους, ακόμα και αν ο πύραυλος δεν χτυπήσει απευθείας το στόχο του, αλλά περάσει πολύ κοντά του.
Η ενεργοποίηση της εκρηκτικής θραυσματογόνου γόμωσης των αντιαεροπορικών πυραύλων, έστω και από μικρή απόσταση, έχει σκοπό να αλλοιώσει τα αεροδυναμικά χαρακτηριστικά του στόχου. Να του προκαλέσει ζημιά που δεν θα του επιτρέψει να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την αποστολή του, ή τόσο σοβαρή ώστε τελικά να τον καταρρίψει. Στην περίπτωση των βαλλιστικών πυραύλων δεν ισχύει το ίδιο. Επειδή οι ταχύτητές τους είναι μεγαλύτερες και επειδή δεν διαθέτουν πτερυγικές επιφάνειες παρά μόνο πτερύγια σταθεροποίησης και ελέγχου, σε καθαρά πρακτικό επίπεδο δεν μπορούν να ανασχεθούν παρά μόνο με απευθείας πλήγμα (direct hit).
Αυτή είναι άλλη μία ειδοποιός διαφορά των αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων, σε σχέση με τα αντιαεροπορικά. Ο βαλλιστικός πύραυλος πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς στον αέρα. Η εμπειρία κατά τον πρώτο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο (1991), απέδειξε ότι ο σύστημα Patriot, στη μορφή και με τις δυνατότητες που είχε τότε, ήταν ανεπαρκές έναντι των ιρακινών βαλλιστικών πυραύλων τύπου R-17 (Scud).
H αδυναμία απευθείας προσβολής τους, είχε ως αποτέλεσμα να μην καταστρέφονται (οι Scud), κυρίως επειδή δεν πυροδοτούνταν η γόμωσή τους. Οι ιρακινοί πύραυλοι κατά συνέπεια έπεφταν στο έδαφος σχεδόν ανέπαφοι, προκαλώντας εκρήξεις. Αν αυτό γινόταν σε κατοικημένες περιοχές, οι συνέπειες θα ήταν πολύ διαφορετικές. Για αυτόν ακριβώς το λόγο αποδόθηκε ιδιαιτέρα μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων από το Ισραήλ…
Τα αντιβαλλιστικά πυραυλικά συστήματα επομένως, έχουν σημαντικές διαφορές από τα αντιαεροπορικά. Βέβαια μπορούν να αναβαθμιστούν σε αντιβαλλιστικά, μέσω της αξιοποίησης αποτελεσματικότερων πυραύλων (το DP έχει αναφερθεί στις διαφορές μεταξύ του ASTER 30 Block 1 και του Block 1T) και αποδοτικότερων ραντάρ έρευνας και εγκλωβισμού.
– Με αυτά τα δεδομένα, ερχόμαστε στον τρίτο κρίσιμο παράγοντα αποτελεσματικής ανάσχεσης βαλλιστικών πυραύλων, που είναι τα ραντάρ έρευνας και εγκλωβισμού υψηλής ακρίβειας και μεγάλης ακτίνας. Σε τέτοια συστήματα έχει γίνει αναφορά στο DP. To ελληνικό σύστημα αεράμυνας επιβάλλεται να ανανεωθεί ριζικά με την προσθήκη σταθερών και κινητών συστημάτων ραντάρ επιτήρησης με επιβεβαιωμένες δυνατότητες εντοπισμού βαλλιστικών πυραύλων. Αυτό θα ενεργοποιήσει με τη σειρά του τις πυροβολαρχίες Patriot και S-300. Για τα ραντάρ εγκλωβισμού η αναβάθμιση των Patriot στο επίπεδο ΜΙΜ-104F PAC-3, είναι επίσης αναγκαία.
Εναλλακτικές για την κάλυψη περισσότερων περιοχών υπάρχουν και τις αναφέραμε παραπάνω. Οι πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής αντιβαλλιστικής άμυνας είναι συμπερασματικά σχετικά περιορισμένες. Κάτι απόλυτα λογικό δεδομένου ότι η απειλή είναι σχετικά καινούρια. Είναι απόλυτα αναγκαία η αναβάθμιση συνεπώς, αλλά το κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Οπότε ερχόμαστε αναγκαστικά και πάλι στην ανάγκη συνδυασμού μίας αναβαθμισμένης αντιβαλλιστικής άμυνας με χαμηλού κόστους βαλλιστικούς πυραύλους που θα αξιοποιήσει επιχειρησιακά το ελληνικό πυραυλικό Πυροβολικό.