Κατά την ομιλία του εχθές στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Ειδικής Ομάδος για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή (GSM) της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, ο ΥΕΘΑ Νικόλαος Παναγιωτόπουλος παρουσίασε τα οικονομικά μεγέθη που αφιερώνει η Ελλάδα για αμυντικές δαπάνες.
Από: doureios.com / Του Σάββα Δ. Βλάσσης
Ο ΥΕΘΑ, ανέφερε συγκεκριμένα ότι η χώρα κατά το 2021, διέθεσε το 3,7% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, με «διοχέτευση του 37% από αυτές τις αμυντικές δαπάνες σε έρευνα, ανάπτυξη και προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων». Στο 2022, οι αντίστοιχοι αριθμοί έχουν αυξηθεί σε 4% επί του ΑΕΠ και 45% περίπου εκ του συνόλου των αμυντικών δαπανών για προμήθειες κ.λπ.
Προκαλεί ίσως εντύπωση η αναφορά σε δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων. Θα είχε ενδιαφέρον όμως να διευκρινιστεί το ποσοστό και συνολικό ύψος των δαπανών που αφορά καθαρά σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης. Πρέπει να επισημάνουμε δύο στοιχεία:
α) Εάν αυτό το ποσοστό είναι τόσο μικροσκοπικό που χάνεται στα δισεκατομμύρια που δαπανώνται για προμήθειες και αποπληρωμή εν εξελίξει συμβάσεων οπλικών συστημάτων, δεν είναι περίεργο που η χώρα δεν αναπτύσσει εγχώρια αμυντικά προϊόντα.
β) Εάν οι αναφερόμενες δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αφορούν την συμμετοχή της χώρας σε κοινά ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα, αυτό αντιπροσωπεύει απλώς εθνική συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια (αυτήν την ΕΕ). Το βασικό ερώτημα είναι εάν η χώρα διοχετεύει η ίδια πόρους σε ελληνικές εταιρείες και οντότητες για τον ίδιο σκοπό. Μόνο εάν ισχύει το δεύτερο μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι υπάρχει εθνική – κρατική πολιτική για εξασφάλιση κάποιου βαθμού αυτάρκειας σε εξοπλιστικές ανάγκες, καθώς μια αμιγώς εθνική προσπάθεια, είναι αυτονόητο ότι συνδέεται απευθείας με ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων που έχουν ανάγκη οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα δεν αφορούν πάντα αντικείμενα και προϊόντα που έχουν ζητήσει οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουμε το παράδοξο να ζητείται η τοποθέτησή τους ως προς αυτά, αφού πρώτα έχουν ανατεθεί τα προγράμματα. Επιπλέον, το τελικό αποτέλεσμα που θα παρουσιάσει μία ελληνική εταιρεία μέσα από τα κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα, δεν είναι απαραίτητο ότι θα υιοθετηθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή, τελικώς, και από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Με βάση τα ανωτέρω, η πρόκληση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεν είναι να σύρεται απλώς από τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ και να συμμετέχει σε αυτές αλλά να προσδιορίσει εθνική κρατική πολιτική αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η σημερινή πολιτική αντιπαράθεση ως προς την αποτυχία της παρούσης κυβερνήσεως να εξασφαλίσει μέσα από τις προμήθειες ξένων οπλικών συστημάτων σοβαρή συμμετοχή και ανάθεση έργου σε ελληνικές εταιρείες, δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι αυτή είναι η κύρια μέθοδος αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στον δρόμο προς απόκτηση ενός βαθμού εθνικής αυτάρκειας στις εξοπλιστικές ανάγκες.
Στην πραγματικότητα, είναι μία μόνο από τις μεθόδους συντηρήσεως – ενισχύσεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η κύρια μέθοδος αποκτήσεως εθνικής αυτάρκειας, είναι το ίδιο το κράτος να διαθέτει πόρους για αναπτυξιακά προγράμματα που θα ανατίθενται κατόπιν διαγωνισμού και διαφανών διαδικασιών, σε ελληνικές οντότητες. Τα προγράμματα αυτά όμως, δεν μπορούν να έχουν γενικό και αόριστο περιεχόμενο και… προορισμό, αλλά να ορίζονται θεσμικά ως εκπεφρασμένη απαίτηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το ζήτημα ενός νέου αμυντικού προϊόντος, είναι να εξασφαλίσει τον πρώτο πελάτη, ώστε να εξελιχθεί ομαλότερα η πορεία του στην διεθνή αγορά. Η ορθολογική πρακτική, είναι το κράτος να χρηματοδοτεί αναπτυξιακά προγράμματα πρώτα και κύρια προς εξυπηρέτηση των ίδιων των κρατικών φορέων του, δηλαδή των Ενόπλων Δυνάμεων. Όταν λοιπόν θα φτάσουμε στο σημείο το ΥΠΕΘΑ να δρομολογεί εθνικά αναπτυξιακά προγράμματα προς κάλυψη εθνικών αναγκών, τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι αναπτύσσουμε εθνικά αμυντικά προϊόντα και αποκτούμε σιγά σιγά εθνική αυτάρκεια σε όπλα.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970, αποφασίστηκε ότι έπρεπε να αποκτηθεί εγχώρια αυτάρκεια σε όπλα και η προσπάθεια ξεκίνησε από τα βασικά. Με ΕΑΒ για συντήρηση – υποστήριξη σε πρώτη φάση του αεροπορικού υλικού και ΕΒΟ για στοιχειώδη, όπως φορητός οπλισμός και πυρομαχικά. Αντί η προσπάθεια να εξελιχθεί σταδιακώς και η αυτάρκεια να ενισχύεται, το κράτος τα έκανε θάλασσα. Βλέπουμε σήμερα έπειτα από μισό αιώνα, που βρίσκονται αυτές οι δύο κρατικές βιομηχανίες και κατά πόσο καλύπτουν την αποστολή για την οποία δημιουργήθηκαν. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν είμαστε αυτάρκεις, ούτε στα βασικά, επειδή ως κράτος λείπει η συνέχεια και το εθνικό όραμα, επιβραβεύοντας αναξιοκρατία και διαφθορά.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει πολύ μικρή αυτάρκεια στους εξοπλισμούς, ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως είναι τα πυρομαχικά. Η εμπειρία της Ουκρανίας, ανέδειξε παγκοσμίως την αξία της εγχώριας παραγωγής όπλων για την συντήρηση κι αντοχή σε μια πολεμική δοκιμασία που ουδείς διασφαλίζει ότι θα είναι βραχεία. Μπορεί να αγοράζουμε αεροπλάνα ή φρεγάτες από ξένους αλλά έχουμε ικανότητα παραγωγής απλούστερων χρειαζούμενων, όπως χειροβομβίδες, ρουκέτες, πυρομαχικά διαφόρων διαμετρημάτων; Οι όποιες υποδομές σε κρατικές εταιρείες, μήπως πλέον έχουν απαξιωθεί και δεν υφίστανται καν οι γραμμές παραγωγής;
Συνοψίζοντας, παλεύοντας να πάρουμε ως αντάλλαγμα από ξένους κάποιο έργο για τις ελληνικές εταιρείες, δεν παύουμε να είμαστε πρωτίστως απλοί αγοραστές. Πρέπει κάποια στιγμή να δημιουργηθεί ο αρμόδιος κρατικός φορέας που θα συντονίσει την πολιτική προς έναν σοβαρό βαθμό εγχώριας αυτάρκειας στους εξοπλισμούς, ώστε να γίνουμε και παραγωγοί.
Αυτός ο αρμόδιος κρατικός φορέας σήμερα λείπει, γι’ αυτό και δεν εξαγγέλονται προγράμματα αναπτύξεως ενός εθνικού drone, ενός εθνικού loitering munition, ενός κατευθυνόμενου πυρομαχικού, για να αναφερθούμε απλώς σε κάποια αντιπροσωπευτικά όπλα που ηγούνται των νέων τάσεων στον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία. Αντιπροσωπευτικά όπλα, για τα οποία ο βαθμός τεχνολογικής προκλήσεως εμπίπτει εντός των ικανοτήτων του εθνικού δυναμικού σε επιστημονικό προσωπικό και μηχανικούς, για να τα σχεδιάσουν.
Ο ΥΕΘΑ, ανέφερε συγκεκριμένα ότι η χώρα κατά το 2021, διέθεσε το 3,7% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, με «διοχέτευση του 37% από αυτές τις αμυντικές δαπάνες σε έρευνα, ανάπτυξη και προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων». Στο 2022, οι αντίστοιχοι αριθμοί έχουν αυξηθεί σε 4% επί του ΑΕΠ και 45% περίπου εκ του συνόλου των αμυντικών δαπανών για προμήθειες κ.λπ.
Προκαλεί ίσως εντύπωση η αναφορά σε δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων. Θα είχε ενδιαφέρον όμως να διευκρινιστεί το ποσοστό και συνολικό ύψος των δαπανών που αφορά καθαρά σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης. Πρέπει να επισημάνουμε δύο στοιχεία:
α) Εάν αυτό το ποσοστό είναι τόσο μικροσκοπικό που χάνεται στα δισεκατομμύρια που δαπανώνται για προμήθειες και αποπληρωμή εν εξελίξει συμβάσεων οπλικών συστημάτων, δεν είναι περίεργο που η χώρα δεν αναπτύσσει εγχώρια αμυντικά προϊόντα.
β) Εάν οι αναφερόμενες δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αφορούν την συμμετοχή της χώρας σε κοινά ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα, αυτό αντιπροσωπεύει απλώς εθνική συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια (αυτήν την ΕΕ). Το βασικό ερώτημα είναι εάν η χώρα διοχετεύει η ίδια πόρους σε ελληνικές εταιρείες και οντότητες για τον ίδιο σκοπό. Μόνο εάν ισχύει το δεύτερο μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι υπάρχει εθνική – κρατική πολιτική για εξασφάλιση κάποιου βαθμού αυτάρκειας σε εξοπλιστικές ανάγκες, καθώς μια αμιγώς εθνική προσπάθεια, είναι αυτονόητο ότι συνδέεται απευθείας με ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων που έχουν ανάγκη οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα δεν αφορούν πάντα αντικείμενα και προϊόντα που έχουν ζητήσει οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουμε το παράδοξο να ζητείται η τοποθέτησή τους ως προς αυτά, αφού πρώτα έχουν ανατεθεί τα προγράμματα. Επιπλέον, το τελικό αποτέλεσμα που θα παρουσιάσει μία ελληνική εταιρεία μέσα από τα κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα, δεν είναι απαραίτητο ότι θα υιοθετηθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή, τελικώς, και από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Με βάση τα ανωτέρω, η πρόκληση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεν είναι να σύρεται απλώς από τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ και να συμμετέχει σε αυτές αλλά να προσδιορίσει εθνική κρατική πολιτική αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η σημερινή πολιτική αντιπαράθεση ως προς την αποτυχία της παρούσης κυβερνήσεως να εξασφαλίσει μέσα από τις προμήθειες ξένων οπλικών συστημάτων σοβαρή συμμετοχή και ανάθεση έργου σε ελληνικές εταιρείες, δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι αυτή είναι η κύρια μέθοδος αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στον δρόμο προς απόκτηση ενός βαθμού εθνικής αυτάρκειας στις εξοπλιστικές ανάγκες.
Στην πραγματικότητα, είναι μία μόνο από τις μεθόδους συντηρήσεως – ενισχύσεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η κύρια μέθοδος αποκτήσεως εθνικής αυτάρκειας, είναι το ίδιο το κράτος να διαθέτει πόρους για αναπτυξιακά προγράμματα που θα ανατίθενται κατόπιν διαγωνισμού και διαφανών διαδικασιών, σε ελληνικές οντότητες. Τα προγράμματα αυτά όμως, δεν μπορούν να έχουν γενικό και αόριστο περιεχόμενο και… προορισμό, αλλά να ορίζονται θεσμικά ως εκπεφρασμένη απαίτηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το ζήτημα ενός νέου αμυντικού προϊόντος, είναι να εξασφαλίσει τον πρώτο πελάτη, ώστε να εξελιχθεί ομαλότερα η πορεία του στην διεθνή αγορά. Η ορθολογική πρακτική, είναι το κράτος να χρηματοδοτεί αναπτυξιακά προγράμματα πρώτα και κύρια προς εξυπηρέτηση των ίδιων των κρατικών φορέων του, δηλαδή των Ενόπλων Δυνάμεων. Όταν λοιπόν θα φτάσουμε στο σημείο το ΥΠΕΘΑ να δρομολογεί εθνικά αναπτυξιακά προγράμματα προς κάλυψη εθνικών αναγκών, τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι αναπτύσσουμε εθνικά αμυντικά προϊόντα και αποκτούμε σιγά σιγά εθνική αυτάρκεια σε όπλα.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970, αποφασίστηκε ότι έπρεπε να αποκτηθεί εγχώρια αυτάρκεια σε όπλα και η προσπάθεια ξεκίνησε από τα βασικά. Με ΕΑΒ για συντήρηση – υποστήριξη σε πρώτη φάση του αεροπορικού υλικού και ΕΒΟ για στοιχειώδη, όπως φορητός οπλισμός και πυρομαχικά. Αντί η προσπάθεια να εξελιχθεί σταδιακώς και η αυτάρκεια να ενισχύεται, το κράτος τα έκανε θάλασσα. Βλέπουμε σήμερα έπειτα από μισό αιώνα, που βρίσκονται αυτές οι δύο κρατικές βιομηχανίες και κατά πόσο καλύπτουν την αποστολή για την οποία δημιουργήθηκαν. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν είμαστε αυτάρκεις, ούτε στα βασικά, επειδή ως κράτος λείπει η συνέχεια και το εθνικό όραμα, επιβραβεύοντας αναξιοκρατία και διαφθορά.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει πολύ μικρή αυτάρκεια στους εξοπλισμούς, ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως είναι τα πυρομαχικά. Η εμπειρία της Ουκρανίας, ανέδειξε παγκοσμίως την αξία της εγχώριας παραγωγής όπλων για την συντήρηση κι αντοχή σε μια πολεμική δοκιμασία που ουδείς διασφαλίζει ότι θα είναι βραχεία. Μπορεί να αγοράζουμε αεροπλάνα ή φρεγάτες από ξένους αλλά έχουμε ικανότητα παραγωγής απλούστερων χρειαζούμενων, όπως χειροβομβίδες, ρουκέτες, πυρομαχικά διαφόρων διαμετρημάτων; Οι όποιες υποδομές σε κρατικές εταιρείες, μήπως πλέον έχουν απαξιωθεί και δεν υφίστανται καν οι γραμμές παραγωγής;
Συνοψίζοντας, παλεύοντας να πάρουμε ως αντάλλαγμα από ξένους κάποιο έργο για τις ελληνικές εταιρείες, δεν παύουμε να είμαστε πρωτίστως απλοί αγοραστές. Πρέπει κάποια στιγμή να δημιουργηθεί ο αρμόδιος κρατικός φορέας που θα συντονίσει την πολιτική προς έναν σοβαρό βαθμό εγχώριας αυτάρκειας στους εξοπλισμούς, ώστε να γίνουμε και παραγωγοί.
Αυτός ο αρμόδιος κρατικός φορέας σήμερα λείπει, γι’ αυτό και δεν εξαγγέλονται προγράμματα αναπτύξεως ενός εθνικού drone, ενός εθνικού loitering munition, ενός κατευθυνόμενου πυρομαχικού, για να αναφερθούμε απλώς σε κάποια αντιπροσωπευτικά όπλα που ηγούνται των νέων τάσεων στον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία. Αντιπροσωπευτικά όπλα, για τα οποία ο βαθμός τεχνολογικής προκλήσεως εμπίπτει εντός των ικανοτήτων του εθνικού δυναμικού σε επιστημονικό προσωπικό και μηχανικούς, για να τα σχεδιάσουν.