Το αμφιλεγόμενο ταξίδι του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Πεκίνο στις αρχές Νοεμβρίου, όπως τελικά φάνηκε διέψευσε πολλούς επικριτές του και ήταν πιο επιτυχημένο από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Ωστόσο, η επίσκεψή του δεν βοήθησε πολύ στην αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων στα οποία βασίζεται η πολιτική της χώρας του για την Κίνα, η οποία εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για τη Γερμανία, την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το «Council of Foreign Relations».
Από: militaire.gr / Του Κωνσταντίνου Αρβανίτη
Τι πέτυχε ο Σολτς στο Πεκίνο;
Στις συναντήσεις του με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ και τον πρωθυπουργό Λι Κενκάνγκ, ο Σολτς επιβεβαίωσε ακόμα μια φορά πως η οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της Ταϊβάν πρέπει να είναι ειρηνική ή να έρθει με αμοιβαία συναίνεση, ζήτησε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συζήτησε για την κοινή δράση Ευρώπης-Κίνας στα θέματα του κλίματος και του COVID-19. Ωστόσο, το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν μια κοινή δήλωση με τον Σι ότι και οι δύο χώρες αντιτίθενται στη χρήση ή την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Αν και αυτή η δήλωση κόστισε ελάχιστα στο Πεκίνο – και δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι η Κίνα θα αποτρέψει ή θα επηρέαζε με άλλο τρόπο την απόφαση της Μόσχας σε περίπτωση πραγματικής κλιμάκωσης – είναι ένα πολύτιμο μήνυμα σε αυτή την εποχή της αυξημένης πυρηνικής έντασης.
Ο Σολτς συνοδευόταν από μια επιχειρηματική αντιπροσωπεία από τις μεγάλες εταιρείες της Γερμανίας, οι οποίες έχουν όλες μεγάλες επενδύσεις στην κινεζική αγορά. Το ταξίδι του με την αντιπροσωπεία σηματοδότησε τη συνέχιση της μερκαντιλιστικής και «με τις επιχειρήσεις στο επίκεντρο» προσέγγισης της Γερμανίας προς την Κίνα. Πριν από το ταξίδι του, ο Σολτς συμφώνησε σε κινεζικές επενδύσεις στο λιμάνι του Αμβούργου, το μεγαλύτερο θαλάσσιο λιμάνι της Γερμανίας, παρά τις συμβουλές των υπουργών του, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εταίρων της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Ο Σολτς δήλωσε επίσης πως εάν στο μέλλον αλλάξουν οι πολιτικές της Κίνας, τότε θα αλλάξουν και οι σχέσεις της Γερμανίας μαζί της, οι οποίες μέχρι στιγμής χαρακτηρίζονται από μια μετριοπαθή προσπάθεια απεξάρτησης, που σύμφωνα με τους κατακτητές της Γερμανικής κυβέρνησης είναι ανύπαρκτη. Από την πλευρά της η Καγκελαρία υποστηρίζει ότι μετά το ενεργειακό σοκ που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η γερμανική οικονομία δεν μπορεί να αλλάξει απότομα τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα.
Ποιοι είναι οι οικονομικοί δεσμοί της Γερμανίας με την Κίνα;
Η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας από το 2016, με τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της σχέσης. Για παράδειγμα, η «Volkswagen» βασίζεται στην κινεζική αγορά για τουλάχιστον το ήμισυ των κερδών της, ενώ το μερίδιο της γερμανικής οικονομίας στην Κίνα συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με νέες επενδύσεις που άγγιξαν τα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ.
Η κυβέρνηση συνασπισμού του Σολτς έχει χαρακτηρίσει την Κίνα «συστημικό αντίπαλο» και αναγνωρίζει την ανάγκη για τη Γερμανία να διαφοροποιηθεί πολιτικά (εστιάζοντας στις σχέσεις με άλλες χώρες Ινδο-Ειρηνικού) καθώς και οικονομικά. Στοχεύει επίσης να πιέσει το Πεκίνο να εξισώσει τους όρους ανταγωνισμού για γερμανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Το υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων της Γερμανίας εργάζεται επίσης για τη μείωση της εξάρτησής του από την Κίνα για πρώτες ύλες, μπαταρίες και ημιαγωγούς, την ίδια στιγμή που επαναξιολογεί τις επενδυτικές και εξαγωγικές εγγυήσεις που παρέχει σε γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι αυτής της εξάρτησης;
Παρά τις οποίες προσπάθειες αλλαγής της κατάστασης μέχρι στιγμής, η ασύμμετρη εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα θυμίζει την προηγούμενη επικίνδυνη ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία. Σε περίπτωση γεωπολιτικής κρίσης για την Ταϊβάν, το γεγονός ότι οι γερμανικές εταιρείες εμπλέκονται στην κινεζική αγορά αυξάνει τους πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους για την Ευρώπη και τους διατλαντικούς δεσμούς. Η εξάρτηση της Γερμανίας θα μπορούσε να εμποδίσει την ικανότητά της να απαντήσει μαζί με τους δυτικούς συμμάχους σε μια προσπάθεια της Κίνας να ανακαταλάβει την Ταϊβάν με τη βία, για παράδειγμα επιβάλλοντας κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ, το ταξίδι του Σολτς στο Πεκίνο περιέπλεξε περαιτέρω τις προοπτικές μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την Κίνα. Το Βερολίνο απέρριψε πρόταση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να πραγματοποιήσει κοινή επίσκεψη στο Πεκίνο, γεγονός που επιδείνωσε τις διμερείς εντάσεις. Επίσης, ο χρόνος του ταξιδιού -λίγο μετά την επανεκλογή του Σι Τζιπίνγκ ως αρχηγού κόμματος για τρίτη θητεία από το συνεδρίου του ΚΚΚ- προκάλεσε ανησυχίες στους Ευρωπαίους.
Όσο η Γερμανία δεν είναι πρόθυμη να προσαρμόσει ουσιαστικά την μεμονωμένη πολιτική της στάση και να επενδύσει περισσότερο σε μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την Κίνα, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου διχάζοντας τα κράτη μέλη της ΕΕ που θα είναι πλέον ευάλωτα στις διαθέσεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής.
Πού οδεύει η πολιτική της Γερμανίας για την Κίνα;
Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Κίνα εξακολουθεί να διαμορφώνεται διαρκώς, ενώ υπόκειται σε έντονες εσωτερικές διαμάχες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Οι Πράσινοι είναι πιο επιθετικοί για την Κίνα από τη Σοσιαλδημοκρατική Καγκελαρία και υπερασπίζονται τις προσπάθειες απεξάρτησης και διαμόρφωσης μιας ισχυρότερης στάσης της χώρας όσον αφορά το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το υπουργείο Εξωτερικών, που ελέγχεται από τους Πράσινους, επιβλέπει τη σύνταξη της πρώτης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας και της νέας στρατηγικής της για την Κίνα, που πρόκειται να δημοσιευθεί τους επόμενους μήνες, πράγμα που θα διαλευκάνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, ενώ οι γερμανο-κινεζικές κυβερνητικές συνομιλίες που προγραμματίζονται για τον Ιανουάριο του 2023 θα δώσουν καθοριστικές απαντήσεις.
Τι πέτυχε ο Σολτς στο Πεκίνο;
Στις συναντήσεις του με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ και τον πρωθυπουργό Λι Κενκάνγκ, ο Σολτς επιβεβαίωσε ακόμα μια φορά πως η οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της Ταϊβάν πρέπει να είναι ειρηνική ή να έρθει με αμοιβαία συναίνεση, ζήτησε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συζήτησε για την κοινή δράση Ευρώπης-Κίνας στα θέματα του κλίματος και του COVID-19. Ωστόσο, το πιο σημαντικό επίτευγμά του ήταν μια κοινή δήλωση με τον Σι ότι και οι δύο χώρες αντιτίθενται στη χρήση ή την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Αν και αυτή η δήλωση κόστισε ελάχιστα στο Πεκίνο – και δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι η Κίνα θα αποτρέψει ή θα επηρέαζε με άλλο τρόπο την απόφαση της Μόσχας σε περίπτωση πραγματικής κλιμάκωσης – είναι ένα πολύτιμο μήνυμα σε αυτή την εποχή της αυξημένης πυρηνικής έντασης.
Ο Σολτς συνοδευόταν από μια επιχειρηματική αντιπροσωπεία από τις μεγάλες εταιρείες της Γερμανίας, οι οποίες έχουν όλες μεγάλες επενδύσεις στην κινεζική αγορά. Το ταξίδι του με την αντιπροσωπεία σηματοδότησε τη συνέχιση της μερκαντιλιστικής και «με τις επιχειρήσεις στο επίκεντρο» προσέγγισης της Γερμανίας προς την Κίνα. Πριν από το ταξίδι του, ο Σολτς συμφώνησε σε κινεζικές επενδύσεις στο λιμάνι του Αμβούργου, το μεγαλύτερο θαλάσσιο λιμάνι της Γερμανίας, παρά τις συμβουλές των υπουργών του, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εταίρων της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Ο Σολτς δήλωσε επίσης πως εάν στο μέλλον αλλάξουν οι πολιτικές της Κίνας, τότε θα αλλάξουν και οι σχέσεις της Γερμανίας μαζί της, οι οποίες μέχρι στιγμής χαρακτηρίζονται από μια μετριοπαθή προσπάθεια απεξάρτησης, που σύμφωνα με τους κατακτητές της Γερμανικής κυβέρνησης είναι ανύπαρκτη. Από την πλευρά της η Καγκελαρία υποστηρίζει ότι μετά το ενεργειακό σοκ που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η γερμανική οικονομία δεν μπορεί να αλλάξει απότομα τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα.
Ποιοι είναι οι οικονομικοί δεσμοί της Γερμανίας με την Κίνα;
Η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας από το 2016, με τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της σχέσης. Για παράδειγμα, η «Volkswagen» βασίζεται στην κινεζική αγορά για τουλάχιστον το ήμισυ των κερδών της, ενώ το μερίδιο της γερμανικής οικονομίας στην Κίνα συνέχισε να αυξάνεται το 2022, με νέες επενδύσεις που άγγιξαν τα δέκα δισεκατομμύρια ευρώ.
Η κυβέρνηση συνασπισμού του Σολτς έχει χαρακτηρίσει την Κίνα «συστημικό αντίπαλο» και αναγνωρίζει την ανάγκη για τη Γερμανία να διαφοροποιηθεί πολιτικά (εστιάζοντας στις σχέσεις με άλλες χώρες Ινδο-Ειρηνικού) καθώς και οικονομικά. Στοχεύει επίσης να πιέσει το Πεκίνο να εξισώσει τους όρους ανταγωνισμού για γερμανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Το υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων της Γερμανίας εργάζεται επίσης για τη μείωση της εξάρτησής του από την Κίνα για πρώτες ύλες, μπαταρίες και ημιαγωγούς, την ίδια στιγμή που επαναξιολογεί τις επενδυτικές και εξαγωγικές εγγυήσεις που παρέχει σε γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι αυτής της εξάρτησης;
Παρά τις οποίες προσπάθειες αλλαγής της κατάστασης μέχρι στιγμής, η ασύμμετρη εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα θυμίζει την προηγούμενη επικίνδυνη ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία. Σε περίπτωση γεωπολιτικής κρίσης για την Ταϊβάν, το γεγονός ότι οι γερμανικές εταιρείες εμπλέκονται στην κινεζική αγορά αυξάνει τους πολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους για την Ευρώπη και τους διατλαντικούς δεσμούς. Η εξάρτηση της Γερμανίας θα μπορούσε να εμποδίσει την ικανότητά της να απαντήσει μαζί με τους δυτικούς συμμάχους σε μια προσπάθεια της Κίνας να ανακαταλάβει την Ταϊβάν με τη βία, για παράδειγμα επιβάλλοντας κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ, το ταξίδι του Σολτς στο Πεκίνο περιέπλεξε περαιτέρω τις προοπτικές μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την Κίνα. Το Βερολίνο απέρριψε πρόταση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να πραγματοποιήσει κοινή επίσκεψη στο Πεκίνο, γεγονός που επιδείνωσε τις διμερείς εντάσεις. Επίσης, ο χρόνος του ταξιδιού -λίγο μετά την επανεκλογή του Σι Τζιπίνγκ ως αρχηγού κόμματος για τρίτη θητεία από το συνεδρίου του ΚΚΚ- προκάλεσε ανησυχίες στους Ευρωπαίους.
Όσο η Γερμανία δεν είναι πρόθυμη να προσαρμόσει ουσιαστικά την μεμονωμένη πολιτική της στάση και να επενδύσει περισσότερο σε μια ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την Κίνα, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου διχάζοντας τα κράτη μέλη της ΕΕ που θα είναι πλέον ευάλωτα στις διαθέσεις της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής.
Πού οδεύει η πολιτική της Γερμανίας για την Κίνα;
Η πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Κίνα εξακολουθεί να διαμορφώνεται διαρκώς, ενώ υπόκειται σε έντονες εσωτερικές διαμάχες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Οι Πράσινοι είναι πιο επιθετικοί για την Κίνα από τη Σοσιαλδημοκρατική Καγκελαρία και υπερασπίζονται τις προσπάθειες απεξάρτησης και διαμόρφωσης μιας ισχυρότερης στάσης της χώρας όσον αφορά το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το υπουργείο Εξωτερικών, που ελέγχεται από τους Πράσινους, επιβλέπει τη σύνταξη της πρώτης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας της Γερμανίας και της νέας στρατηγικής της για την Κίνα, που πρόκειται να δημοσιευθεί τους επόμενους μήνες, πράγμα που θα διαλευκάνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, ενώ οι γερμανο-κινεζικές κυβερνητικές συνομιλίες που προγραμματίζονται για τον Ιανουάριο του 2023 θα δώσουν καθοριστικές απαντήσεις.