Τον τελευταίο
καιρό πληθαίνουν οι «αυστηρές» παρεμβάσεις των Αμερικανών επιτελών μέσα από τις οποίες επιδιώκεται να «συνετιστεί»
η απείθαρχη και χειραφετημένη Τουρκία… pixabay / smuldur
Την ίδια περίοδο, ένας ιδιότυπος μηχανισμός Ελλήνων «πανηγυριστών», ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, ο οποίος συναπαρτίζεται από πολιτικά και μιντιακά στελέχη, αναπαράγει διάφορες ανυπόστατες υπερβολές που εμφανίζουν τον Ερντογάν ως περίπου τελειωμένο, την Τουρκία ως περιθωριοποιημένη και απομονωμένη οντότητα και την Ελλάδα ως δυναμικά ανερχόμενο πουλέν, που καταλαμβάνει σταδιακά μια κυρίαρχη θέση στην καρδιά των Αμερικανών και στο “control panel” της ευρύτερης γεωπολιτικής σκακιέρας.
Πρόκειται για μια επιφανειακή προσέγγιση που αδυνατεί να διακρίνει τα πεπερασμένα όρια του τακτικισμού και επιμένει να επενδύει υπέρμετρα στην δύναμη της αυταπάτης. Ο εγκλωβισμός της κυρίαρχης στρατηγικής σκέψης της χώρας μας στην περιδίνηση αυτού του τοξικού και αδιέξοδου συνδυασμού, δεν μπορεί να παράξει Εξωτερική πολιτική με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση. Αντιθέτως δημιουργεί και αναπαράγει μια νέα γενιά από παραλυτικά σύνδρομα, σε μια κρίσιμη ιστορική εποχή, κατά την οποία η πατρίδα μας μπορεί να διεκδικήσει έναν πραγματικά αναβαθμισμένο ρόλο, που θα εδράζεται σε μια ενεργητική παρουσία ικανή να ανοίγει καινούριους δρόμους στα περιφερειακά δρώμενα.
Πέρα από τους μύθους…
Αυτό που έχει αξία να καταγράψουμε, είναι το γεγονός πως όντως οι Αμερικανοί επιτελείς, είναι εξαιρετικά θυμωμένοι με την γεωστρατηγική αυτονόμηση της μέχρι πρότινος βολικής και χειραγωγούμενης Τουρκίας. Υπάρχουν όμως τρία ζητήματα τα οποία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοήσουμε.
Το πρώτο, σχετίζεται με την ίδια την φυσιογνωμία των Αμερικανικών αντιδράσεων. Αυτές οι αντιδράσεις ΔΕΝ είναι ενιαίες… ΔΕΝ διακατέχονται από την ίδια αποφασιστικότητα σε ότι αφορά στο αδιαπραγμάτευτο των όρων τους… Και κυρίως...
Το δεύτερο, έχει να κάνει με την μεγάλη εικόνα, πέρα από τα όρια του τακτικισμού, την οποία είναι φανερό πως η πλειοψηφία των Αμερικανών επιτελών, την προσεγγίζει με έκδηλη την στρατηγική ανασφάλεια.
Το τρίτο, αφορά στην πολιτική προσδοκία που υποκρύπτεται πίσω από την αντιπαραγωγική διαχείριση αυτής της εκφραστικής «αυστηρότητας», η οποία αποδεικνύεται ανίκανη να ιδρώσει το αφτί του Σουλτάνου, παρά την κλιμακούμενη επαναληψιμότητά της από τους Αμερικανούς επιτελείς.
Γιατί έχει σημασία να μην αγνοήσουμε τις παραπάνω διαπιστώσεις;;;
Διότι οι αιτίες που τις γεννούν και τις αναπαράγουν, παραμένουν ισχυρές, αποδυναμώνουν αν δεν ακυρώνουν στην πράξη την αποτελεσματικότητα της Αμερικανικής «αυστηρότητας» και κυρίως επιβεβαιώνουν την στρατηγική ανεπάρκεια ενός αδιέξοδου τακτικισμού, που επιστρέφει ως δυσεπίλυτο πρόβλημα στους Αμερικανούς ενορχηστρωτές του. Πιο συγκεκριμένα…
Οι Αμερικανοί (όπως και οι Έλληνες διαχειριστές της συστημικής στρατηγικής σκέψης) ελπίζουν ότι αυτή η παρελκυστική τακτική, θα καταστήσει αργά ή γρήγορα τον Ερντογάν, εξαιρετικά αντιδημοφιλή στο εσωτερικό της χώρας του, προσβλέποντας έτσι σε μια Τουρκία που θα «πέσει ως ώριμο φρούτο» στα χέρια των μεγάλων αφεντικών. Ξεχνούν όμως δύο πράγματα:
- Πρώτον: Ότι το καθεστώς Ερντογάν, διαθέτει την πολιτική τεχνογνωσία να αποδομεί στην πράξη (με την ρητορική και τις απαγορεύσεις του) τον Αμερικανικό τακτικισμό, εμποδίζοντάς τον έτσι από το να επιδράσει αποτελεσματικά στην Τουρκική κοινωνία. Και…
- Δεύτερον: Ότι η Τουρκική κοινωνία, έχει εντελώς διαφορετικές προσλαμβάνουσες και έναν ιδιαίτερο αξιακό κώδικα που της δημιουργεί αποτελεσματικές άμυνες απέναντι στους Αμερικανικούς εκβιασμούς.
Η πολιτική προσδοκία λοιπόν που θεωρεί ότι η κλιμάκωση της «αυστηρότητας» θα αποδυναμώσει το καθεστώς Ερντογάν, είναι μια αδιέξοδη προσδοκία που ακυρώνει στην πράξη την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης επιλογής.
Το καθεστώς Ερντογάν, αξιοποίησε την παρατεταμένη περίοδο της ανοχής την οποία επιδεικνύουν εδώ και δεκαετίες οι Αμερικανοί, και επένδυσε αποτελεσματικά στην διεύρυνση του γεωστρατηγικού αποτυπώματος της Τουρκίας.
- Επένδυσε με τρόπο αδίστακτο.
- Το έκανε χωρίς να επιφυλάσσει διακριτή αντιμετώπιση ανάμεσα σε «φίλους» και αντιπάλους.
- Το διαχειρίστηκε ενισχύοντας τους δεσμούς εξάρτησης και δουλείας σε βάρος αυτών στους οποίους άπλωσε το χέρι του, πουλώντας άλλοτε εκδούλευση, άλλοτε προστασία και άλλοτε την προθυμία να φέρει σε πέρας για λογαριασμό όλων την βρώμικη δουλειά.
Όλα τα παραπάνω, συνιστούν μια νέα πραγματικότητα η οποία πρακτικά «δεν μαζεύεται» εύκολα. Συνιστούν μια νέα κατάσταση, η οποία ρίχνει νερό στην προσπάθεια του Τουρκικού καθεστώτος να διευρύνει την στρατηγική του αυτονομία. Ένα μεγάλο τμήμα των Αμερικανικών κέντρων που ενορχηστρώνουν αυτήν την αμφιλεγόμενη αυστηρότητα, συνειδητοποιεί τις πρόσθετες δυσκολίες μιας «ρήξης» και αυτός είναι ο λόγος που αντιμετωπίζει με έκδηλη στρατηγική ανασφάλεια τους τουρκικούς τυχοδιωκτισμούς.
Είναι το τμήμα εκείνο των Αμερικανικών κέντρων εξουσίας που αντιλαμβάνεται ότι εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της Τουρκίας να «μαντρώσει» γύρω από γεωπολιτικό της άρμα, τις Τουρκογενείς Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, σε συνδυασμό με την πάγια επιδίωξή της να ακυρώσει το Κουρδικό όνειρο σε ολόκληρη την ζώνη της Μέσης Ανατολής, τότε η Αμερική Γεωστρατηγική θα έχει αποκοπεί από το σημαντικότερο ίσως θέατρο της Γεωοικονομίας, ενισχύοντας έτσι τις δυνατότητες του Σινορωσικού άξονα να καθορίσει τις εξελίξεις και τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η μόνη ίσως σοβαρή εξαίρεση μέσα σε αυτόν τον «σωρό της γραφικής Αμερικανικής αυστηρότητας», είναι οι δηλώσεις του Τζον Μπόλτον και η αποφασιστικότητα με την οποία διατυπώνονται από ένα γεράκι που δεν διστάζει να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Έχοντας και ο ίδιος επίγνωση του γεγονότος ότι το παιχνίδι με τον χρόνο ωφελεί μόνον την Τουρκία και τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς, ζήτησε την αποπομπή της από το ΝΑΤΟ, χωρίς παζάρια και περισσότερη χρονοτριβή.
Ο Τζον Μπόλτον όμως, ανήκει στην ίδια σχολή σκέψης με την πρώην Υπουργό των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, η οποία ήδη από τον Ιούνιο του 2006, προσανατόλιζε την συζήτηση σε μια ατζέντα «Νέας Μέσης Ανατολής» η οποία θα διέλυε την «Γραμμή στην Άμμο» των Σάικς και Πικότ προκειμένου να οριοθετήσει νέα σύνορα στην περιοχή που θα διασφαλίσουν έναν νέο αγγλοσαξωνικό και Ισραηλινό οδικό χάρτη για την είσοδο στην Κεντρική Ασία, στομαλακό υπογάστριο του μετασοβιετικού χώρου και στα νώτα του Κινέζικου γίγαντα.
Όπως αντιλαμβάνεται λοιπόν ο αναγνώστης, η αναποφασιστικότητα και η χρόνια ολιγωρία των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, αναγορεύεται στις μέρες μας σε μια κρίσιμη παράμετρο που επαναφέρει δια της πλαγίας τον νέο χάρτη με τα "σύνορα του αίματος" κι εδώ τα πράγματα δεν θα είναι διόλου απλά και για κανέναν.